Τρίτη 30 Ιουλίου 2013

Μίλτος Σαχτούρης




Τ᾿ ΑΔΕΡΦΙΑ ΜΟΥ


Τ᾿ ἀδέρφια μου ποὺ χάθηκαν ἐδῶ κάτω στὸν κόσμο
εἶναι τ᾿ ἀστέρια ποὺ τώρα ἀνάβουν ἕνα ἕνα στὸν οὐρανό

καὶ νὰ ὁ μεγαλύτερος
μὲ μιὰ ἀνοιξιάτικη μαύρη γραβάτα
ποῦ χάθηκε μέσα σὲ σπηλιὲς θεόστραβες
καθὼς κυλοῦσε παίζοντας
πάνω σὲ ἀνεμῶνες κόκκινες
γλίστρησε
μέσ᾿ τοῦ θηρίου τ᾿ ἄγριου τὸ ματωμένο στόμα

ὕστερα ὁ ἄλλος μου ἀδερφὸς ποὺ κάηκε
πουλοῦσε κίτρινα βεγγαλικὰ
πουλοῦσε κι ἄναβε κίτρινα βεγγαλικὰ
- Ὅταν ἀνάβουμε - ἔλεγε - φωτιὰ
θὰ διώξουμε ἀπὸ τοὺς κήπους τὰ φαντάσματα
θὰ πάψουν νὰ μολύνουν τοὺς κήπους τὰ φαντάσματα
- Ὅταν ἀνάβουμε - ἔλεγε - κίτρινα βεγγαλικὰ
μιὰ μέρα θ᾿ ἀνάψει ὁ οὐρανὸς γαλάζιος

κι ὕστερα ὁ τρίτος ὁ πιὸ μικρὸς
ποὺ ἔλεγε πὼς εἶναι νυχτερίδα
γι᾿ αὐτὸ ἀγαποῦσε τὰ φεγγάρια
καὶ τὰ φεγγάρια μία νύχτα τὸν ἐζώσανε
κόλλησαν γύρω-γύρω καὶ τὸν ἔκλεισαν
κόλλησαν γύρω-γύρω καὶ τὸν ἔπνιξαν
τὸν ἕλιωσαν γύρω-γύρω τὰ φεγγάρια

Τ᾿ ἀδέρφια μου ποὺ χάθηκαν ἐδῶ κάτω στὸν κόσμο
εἶναι τ᾿ ἀστέρια ποὺ τώρα ἀνάβουν ἕνα ἕνα στὸν οὐρανό


Τὰ δῶρα


Σήμερα φόρεσα ἕνα
ζεστὸ κόκκινο αἷμα
σήμερα οἱ ἄνθρωποι μ᾿ ἀγαποῦν
μιὰ γυναίκα μοῦ χαμογέλασε
ἕνα κορίτσι μοῦ χάρισε ἕνα κοχύλι
ἕνα παιδὶ μοῦ χάρισε ἕνα σφυρί

Σήμερα γονατίζω στὸ πεζοδρόμιο
καρφώνω πάνω στὶς πλάκες
τὰ γυμνὰ ποδάρια τῶν περαστικῶν
εἶναι ὅλοι τους δακρυσμένοι
ὅμως κανεὶς δὲν τρομάζει
ὅλοι μείναν στὶς θέσεις ποὺ πρόφτασα
εἶναι ὅλοι τους δακρυσμένοι
ὅμως κοιτάζουν τὶς οὐράνιες ρεκλάμες
καὶ μιὰ ζητιάνα ποὺ πουλάει τσουρέκια
στὸν οὐρανό

Δυὸ ἄνθρωποι ψιθυρίζουν
τί κάνει τὴν καρδιά μας καρφώνει;
ναὶ τὴν καρδιά μας καρφώνει
ὥστε λοιπὸν εἶναι ποιητής


Ὁ στρατιώτης ποιητής


Δὲν ἔχω γράψει ποιήματα
μέσα σε κρότους
μέσα σε κρότους
κύλησε ἡ ζωή μου

Τὴ μιὰν ἡμέρα ἔτρεμα
τὴν ἄλλην ἀνατρίχιαζα
μέσα στὸ φόβο
μέσα στὸ φόβο
πέρασε ἡ ζωή μου

Δὲν ἔχω γράψει ποιήματα
δὲν ἔχω γράψει ποιήματα
μόνο σταυροὺς
σὲ μνήματα
καρφώνω


ΗΣΥΧΑΣΤΕ


Πρωὶ πρωὶ καθὼς ἔβγαινα ἀπὸ τὸ σπίτι μου,
εἶδα τὸ ἀγγελτήριο τοῦ θανάτου μου.
«Τὸν ἀγαπημένο μας φίλο...» ἔγραφε.
Ὥστε λοιπὸν δὲν εἶχα συγγενεῖς.
Πῆρα γρήγορα ἕνα ταξὶ κι ἀνέβηκα στὴν Κηφισιά.
Σ᾿ ὅλο τὸν δρόμο ὑπῆρχαν τεράστια πανὼ ποὺ
γράφαν:
«ΠΕΣΑΝ ΤΑ ΦΡΑΓΜΑΤΑ», «ΠΕΣΑΝ ΤΑ ΦΡΑΓΜΑΤΑ».
Στὴν Κηφισιὰ εἶχα ραντεβοὺ μὲ τὸν Διάβολο.
Καθόταν σ᾿ ἕνα καφενεῖο καὶ μὲ μία μαύρη βούρτσα
βούρτσιζε τὰ ροῦχα του.
-Ἐντάξει, μοῦ εἶπε, εἶναι ὅλα κανονισμένα.
-Σᾶς ἐξασφαλίσαμε ἀκόμα καὶ νερό.
-Ἡσυχάστε
-Ἡσυχάστε
-Ἡσυχάστε




Ο Μίλτος Σαχτούρης γεννήθηκε στην Αθήνα ( 29 Ιουλίου 1919) και ήταν δισέγγονος του Υδραίου ναυάρχου Γεωργίου Σαχτούρη. Φοίτησε στη Νομική Σχολή της Αθήνας, αλλά δεν πήρε πτυχίο. Από τα πανεπιστημιακά χρόνια η ποίηση του απορροφούσε το ενδιαφέρον του. Ύστερα από μια σύντομη σύγκρουση με το οικογενειακό του περιβάλλον αφοσιώθηκε τελικά ολοκληρωτικά στην ποίηση. Δεν άσκησε κανένα επάγγελμα και έμεινε μακριά από τα φιλολογικά στέκια, ζώντας μοναχικά και διακριτικά. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής συνδέθηκε με έναν κύκλο διανοουμένων της εποχής, όπως ο Ελύτης, ο Εγγονόπουλος, ο Σινόπουλος, ο Χατζιδάκις κ.ά.
Το 1945 εμφανίστηκε στα ελληνικά Γράμματα με την ποιητική συλλογή Η λησμονημένη της οποίας το εξώφυλλο φιλοτέχνησε ο Εγγονόπουλος. Από την πρώτη αυτή εμφάνιση ξεχώρισε ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της ποίησής του. Πρόκειται για μια ποίηση που αντλεί το υλικό της από πράγματα τα οποία προέρχονται από τον οικείο χώρο του δημοτικού τραγουδιού, όμως τα γνωρίσματά της είναι εφιαλτικά και ο κόσμος που δημιουργεί, τρομακτικός και παράλογος. Αυτό σημαίνει ότι παράλογος και εφιαλτικός είναι ο σύγχρονος κόσμος, ο κόσμος που έζησε ο ποιητής, μέσα στον οποίο αισθανόταν ασφυκτικά χωρίς να βρίσκει διέξοδο. Έτσι στην ποίησή του καταφεύγει στην αλληγορία και εκφράζει την επιθυμία να απογειωθεί: «Πάντα θα ’χουμε ανάγκη από ουρανό», γράφει χαρακτηριστικά.
Ακόμα ο Σαχτούρης υποστήριζε: «Τα ποιήματά μου δεν είναι απαισιόδοξα. Απεναντίας είναι σαν τα ξόρκια. Ξορκίζουν το κακό». Επηρεασμένα τα περισσότερα από τον υπερρεαλισμό που συνδέεται άμεσα με τουποσυνείδητο αλλά και με τα όνειρα, κινούνται στον ίδιο χώρο από συλλογή σε συλλογή. Παράλληλα, όμως, ο ίδιος δεν πίστεψε ποτέ ότι ο ποιητής μπορεί να διαδραματίσει λυτρωτικό ρόλο, εμμένοντας στην περιγραφή των φρικαλεοτήτων του πολέμου που τον σημάδεψε στη νεανική του ηλικία. Έτσι με τα σύμβολατου υπερρεαλισμού απέδωσε το αδιέξοδο του σύγχρονου ανθρώπου με τρόπο λακωνικό.
Στη συλλογή Με το πρόσωπο στον τοίχο (1952) η ποίησή του γίνεται πιο προσωπική και συνδέει τον υπερρεαλισμό με το «παράλογο», όπως το εξέφρασε ο Καμύ, ο Ιονέσκο κ.ά. Ακολούθησαν οι συλλογές Όταν σας μιλώ (1956), Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο (1958).
Το 1963 ο Μίλτος Σαχτούρης τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποιήσεως και το 1972 με το Α΄. Ποιήματά του μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες και αρκετά μελοποιήθηκαν από Έλληνες συνθέτες.
Ο Μίλτος Σαχτούρης έφυγε από τη ζωή στις 29 Μαρτίου του 2005.

1 σχόλιο:

  1. Αγαπητή μου Στέλλα, δεν θα μιλήσω βέβαια για κάποιον που αγαπώ τόσο...όταν νιώθεις πολυ πολλά,δεν μιλάς. Να, μόνο θυμάμαι μικρός να διαβάζω τη Λησμονημένη και να σκίζω ό,τι σαχλαμάρα είχα γράψει και να λέω : Δεν μπορώ να πω μια λέξη, δεν θα μπορέσω ποτέ, όταν κάποιοι έγραψαν ΑΥΤΑ
    αυτό, μονάχα...

    ΑπάντησηΔιαγραφή