Τρίτη 2 Ιουνίου 2020

Νίκος Καρούζος - Από τους σημαντικότερους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς!

Ἡ νύχτα μὲ συμφέρει


Πράγματι ἡ νύχτα μὲ συμφέρει.
Πρῶτα-πρῶτα ἐλαττώνει τὶς φιλοδοξίες· ὕστερα
διορθώνει τὶς σκέψεις· ἔπειτα
συμμαζώνει τὴ θλίψη καὶ τὴν κάνει ὑποφερτότερη
τὴ σιωπὴ μὲ σέβας ἀνατέμνει·
ἐξαίρει τὴν ὄσφρηση μὰ προπάντων ἡ νύχτα περιζώνει.


Ῥομαντικὸς ἐπίλογος


Μὴ μὲ διαβάζετε ὅταν δὲν ἔχετε
παρακολουθήσει κηδεῖες ἀγνώστων
ἢ ἔστω μνημόσυνα.
Ὅταν δὲν ἔχετε
μαντέψει τὴ δύναμη
ποὺ κάνει τὴν ἀγάπη
ἐφάμιλλη τοῦ θανάτου.
Ὅταν δὲν ἀμολήσατε ἀϊτὸ τὴν Καθαρὴ Δευτέρα
χωρὶς νὰ τὸν βασανίζετε
τραβώντας ὁλοένα τὸ σπάγγο.
Ὅταν δὲν ξέρετε πότε μύριζε τὰ λουλούδια
ὁ Νοστράδαμος.
Ὅταν δὲν πήγατε τουλάχιστο μιὰ φορὰ
στὴν Ἀποκαθήλωση.
Ὅταν δὲν ξέρετε κανέναν ὑπερσυντέλικο.
Ἂν δὲν ἀγαπᾶτε τὰ ζῶα
καὶ μάλιστα τὶς νυφίτσες.
Ἂν δὲν ἀκοῦτε τοὺς κεραυνοὺς εὐχάριστα
ὁπουδήποτε.
Ὅταν δὲν ξέρετε πῶς ὁ ὡραῖος Modigliani
τρεῖς ἡ ὥρα τὴ νύχτα μεθυσμένος
χτυποῦσε βίαια τὴν πόρτα ἑνὸς φίλου του
γυρεύοντας τὰ ποιήματα τοῦ Βιγιὸν
κι ἄρχισε νὰ διαβάζει ὦρες δυνατὰ
ἐνοχλώντας τὸ σύμπαν.
Ὅταν λέτε τὴ φύση μητέρα μας καὶ ὄχι θεία μας
Ὅταν δὲν πίνετε χαρούμενα τὸ ἀθῶο νεράκι.
Ἂν δὲν καταλάβατε πῶς ἡ Ἀνθοῦσα
εἶναι μᾶλλον ἡ ἐποχή μας.
ΠΡΟΣΟΧΗ
ΧΡΩΜΑΤΑ
Μὴ μὲ διαβάζετε
ὅταν
ἔχετε
δίκιο.
Μὴ μὲ διαβάζετε ὅταν
δὲν ἤρθατε σὲ ρήξη μὲ τὸ σῶμα...
Ὥρα νὰ πηγαίνω
δὲν ἔχω ἄλλο στῆθος.


Αἴφνης


Αὐτὸ ποὺ λέμε ὄνειρο δὲν εἶν᾿ ὄνειρο
ποὺ ἡ πλατιὰ πραγματικότητα δὲν εἶναι πραγματική.
Κάπου γελιέμαι μὰ ἐκεῖ κιόλας ὑπάρχω ἀπόλυτα,
σὰν τὸ σύννεφο ποὺ ἀλλάζει στὰ νωθρὰ δευτερόλεπτα
ὄντας μονάχα ἡ ἀκάλεστη μεταμόρφωση.
Κανένα λιοντάρι δὲν παραγνώρισε τὸ θήραμα
καὶ ἡ πάπια δὲν ἔπαψε νὰ πιπιλίζει τὴ λάσπη·
τὸ χταπόδι βγαίνει ἀπ᾿ τὸ ρηχὸ θαλάμι του μὲ γαλαζόπετρα
στὰ ξέφωτα ἡ τίγρη λησμονιέται ἀνεπίληπτα.
Νυχτώνει καὶ σήμερα. Ἡ ἀγωνία
λέει πάλι: θὰ βοσκήσω τὸ μαῦρο.


ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ (1926-1990)

Ο Νίκος Καρούζος του Δημήτρη και της Κωνσταντίνας, το γένος Πιτσάκη, γεννήθηκε στο Ναύπλιο. Ο πατέρας του ήταν δάσκαλος στρατευμένος στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, διώχτηκε κατά τη διάρκεια του εμφυλίου και εξορίστηκε μετά τη συνθηκολόγηση της Βάρκιζας. Η μητέρα του ήταν κόρη ιερωμένου και δασκάλου.

Κατά τη διάρκεια των γυμνασιακών του χρόνων ο Καρούζος έδρασε στην ΕΠΟΝ και εξορίστηκε στην Ικαρία (1947) και στη Μακρόνησο (1951), από όπου έφυγε τελικά το 1953 μετά από νευρικό κλονισμό.

Παντρεύτηκε δύο φορές, το 1955 τη Μαρία Δαράκη, με την οποία έζησε λίγους μόλις μήνες και το 1963 τη Μαίρη Μεϊμαράκη, από την οποία χώρισε το 1980. Από το 1981 και ως το τέλος της ζωής του τον συντρόφεψε η Εύα Μπέη.

Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στην Αθήνα, δεν ολοκλήρωσε όμως τις σπουδές του, καθώς ήδη από το 1941 είχε στραφεί στην ποίηση. Το 1949 πραγματοποίησε την πρώτη επίσημη εμφάνισή του στο χώρο των γραμμάτων με τη δημοσίευση του ποιήματός του Σίμων ο Κυρηναίος στο περιοδικό Ο Αιώνας μας.

Η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο "Η επιστροφή του Χριστού" εκδόθηκε το 1954. Στους λογοτεχνικούς κύκλους έγινε πιο γνωστός στη δεκαετία του ’60 με τις συλλογές "Η έλαφος των άστρων", "Ο υπνόσακκος" και "Πενθήματα".

Ακολούθησαν πολλές ακόμη συλλογές και συγκεντρωτικές εκδόσεις των ποιημάτων του ως τη συγγραφή του τελευταίου του ποιητικού έργου "Αιώρηση", γραμμένου στις 29 Αυγούστου 1990 στο νοσοκομείο Υγεία, όπου ο ποιητής νοσηλευόταν τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής του, άρρωστος από καρκίνο, και πέθανε.

Συνεργάστηκε με τα περιοδικά όπως Νέα Εστία, Αθηναϊκά Γράμματα, Ευθύνη, Σπείρα, Τομές, η Λέξη. Τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1963), το Βραβείο της Ομάδας των Δώδεκα (1963), το Α΄ Εθνικό Βραβείο Ποίησης, από κοινού με τους Τάκη Βαρβιτσιώτη και Μίλτο Σαχτούρη (1972) και το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1988).

Κυριακή 24 Μαΐου 2020

Άρης Αλεξάνδρου - Από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς Έλληνες συγγραφείς



Μέσα στις πέτρες

Κι όμως δεν αυτοκτόνησα.
Είδατε ποτέ κανέναν έλατο να κατεβαίνει μοναχός του στο πριονιστήριο;
Η θέση μας είναι μέσα δω σʼ αυτό το δάσος
με τα κλαδιά κομμένα μισοκαμένους τους κορμούς
με τις ρίζες σφηνωμένες μέσα στις πέτρες.


Γύμνασμα


Δοκίμαζε, συνέχιζε τα γυμνάσματά σου.
Κοίτα που κ' η θάλασσα ανακατεύει συνεχώς
ουρανό και φύκια
πασχίζοντας να βρει το σωστό της χρώμα.


Το βιβλίο


Είχανε ξεχάσει ποιο είταν το βιβλίο
συμφωνούσαν όμως όλοι πως το διάβαζε την ώρα που μπήκαν στην ακτίνα
μ’ έναν μακρύ κατάλογο.
Διάβαζε κι όταν έγινε σιωπή κ’ οι αρβύλες των φυλάκων
ηχούσαν στο προαύλιο σαν τα χώματα που πέφτουν πάνω στην νεκρόκασα.
Διάβαζε κι όταν πέρναγαν έναν-έναν τους θαλάμους κι ακουγόντουσαν ξερά επίθετα κι ονόματα
και το πατρώνυμο στο τέλος
χαριστική βολή.
Σε ποιο σπίτι σε τί δέντρα να τον είχε παρασύρει το βιβλίο
σε ποιο βράχο να ’χε κάτσει με τα γυμνά του πόδια μες στον αφρό της θάλασσας
δεν ήξερε κανένας να μου πει.
Μόνο πως όταν τον διακόψαν
το ’κλεισε με παράπονο κ’ είπε πως είταν όμορφο
κρίμα που δεν του ’μεινε καιρός να το τελειώσει.

Θα προσπαθήσω να το βρω εκείνο το βιβλίο.
Θα τ’ ανοίξω στην τσακισμένη του σελίδα
και
αν αξιωθώ
θα το διαβάσω ώς το τέλος.



Απόσπασμα από "Το Κιβώτιο"

Κυριακή, 13 Οκτωβρίου 1949

Σύντροφε ανακριτά, αρχίζω να αναρωτιέμαι αν είσαστε πράγματι σύντροφος. Ή μάλλον, αρχίζω να πιστεύω πως δεν είσαστε και σας το λέω έξω απ' τα δόντια, αδιαφορώντας αν θα προκαλέσω την οργή σας. Επιτέλους, ελάτε στη θέση μου, προσπαθήστε να δείτε την κατάσταση με τα δικά μου μάτια και πέστε μου ύστερα αν έχω δίκιο να λέω ότι το πράγμα καταντάει αφύσικο. Κατέγραψα τόσα γεγονότα, ανέφερα συγκεκριμένα στοιχεία, ονόματα, ημερομηνίες, επανήλθα σε λεπτομέρειες για να διευκρινίσω τα τυχόν σκοτεινά σημεία, ομολόγησα ότι έτυχε να πω σε ορισμένες περιπτώσεις τη μισή αλήθεια κι όμως εσείς εξακολουθείτε να σωπαίνετε, δεν εννοείτε να παίξετε σωστά τον ρόλο σας, δεν εννοείτε να μου υποβάλετε ερωτήσεις, με αφήνετε να εικάζω τι μπορεί να σας ενδιαφέρει – μάντης είμαι;

Περνώντας από εικασία σε εικασία, μου πέρασε η σκέψη πως δεν έχω να κάνω με σύντροφο – ναι, το ομολογώ, είναι μέρες τώρα που υποπτεύτηκα πως η πόλη Κ μπορεί κάλλιστα να ξανάπεσε στα χέρια των κυβερνητικών, γι’ αυτό το ήθελα το τραπέζι, σκέφτηκα να το βάλω πάνω στο κλινάρι μου και να δω τη σημαία που κυματίζει στην πιο ψηλή πολεμίστρα του Ενετικού Φρουρίου (ήθελα να διαπιστώσω αν είναι ακόμα η σημαία μας) γιατί αν δεν είναι, γράφω μια κατάθεση που φτάνει στα χέρια του εχθρού. Καταλαβαίνετε σε τι δύσκολη θέση με βάζετε;

Το Κιβώτιο, 1998, Κέδρος, σ. 178-179





ΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ (1922-1978)
Ο Άρης Αλεξάνδρου (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Αριστοτέλη Βασιλειάδη) γεννήθηκε στο Λένινγκραντ, γιος του Βασίλη Βασιλειάδη που καταγόταν από την Τραπεζούντα και της εσθονικής καταγωγής ρωσίδας Πολίνα Άντοβνα Βίλγκεμσον. Η οικογενειακή του γλώσσα ήταν τα ρωσικά.
Μετά από δύο χρόνια παραμονής στη Θεσσαλονίκη (1928-1930) εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα και έμεινε σε μια προσφυγική πολυκατοικία. Στην Αθήνα έμαθε ελληνικά στο δημοτικό σχολείο και το 1933 γράφτηκε στο Βαρβάκειο Γυμνάσιο, όπου συνδέθηκε φιλικά με τον Αντρέα Φραγκιά. Οι δυο φίλοι μαζί με τους Γεράσιμο Σταύρου, Χρίστο Θεοδωρόπουλο και Λεωνίδα Τζεφρώνη δημιούργησαν μια μυστική ομάδα μαρξιστικού προσανατολισμού κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά, στα πλαίσια της οποίας συνέχισαν να δρουν και κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής.
Το 1940 ο Άρης έδωσε εξετάσεις στο Πολυτεχνείο και στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών χωρίς επιτυχία, πέτυχε όμως στις εξετάσεις της ΑΣΟΕΕ, στις οποίες πήρε μέρος λίγο αργότερα. Το 1941 προσχώρησε μαζί με τους συντρόφους του σε κομμουνιστική οργάνωση από μέλη της πρώην ΟΚΝΕ, από την οποία αποχώρησε ένα χρόνο αργότερα.
Μετά την επανέναρξη των μαθημάτων στις πανεπιστημιακές σχολές επέστρεψε στην Ανωτάτη Εμπορική, εγκατέλειψε όμως τις σπουδές του λίγους μήνες αργότερα και ξεκίνησε τη μακροχρόνια μεταφραστική του εργασία στον εκδοτικό οίκο Γκοβόστη, στα πλαίσια της οποίας πρωτοχρησιμοποίησε το όνομα Άρης Αλεξάνδρου.
Παράλληλα πήρε μέρος σε αντιφασιστικές εκδηλώσεις παραμένοντας εκτός οργανώσεων. Το 1944 τον συνέλαβαν τα αγγλικά στρατεύματα κατά τα Δεκεμβριανά και στάλθηκε στο στρατόπεδο Ελ Ντάμπα στη Βόρειο Αφρική, από όπου επέστρεψε το 1945.
Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου εξορίστηκε στο Μούδρο (1948-1949), τη Μακρόνησο (1949), τον Άγιο Ευστράτιο (1950-1951). Ως το 1958 έζησε στις φυλακές Αβέρωφ, Αίγινας και Γυάρου μετά από καταδίκη του Στρατοδικείου Αθηνών για ανυποταξία.
Το 1959 παντρεύτηκε την Καίτη Δρόσου. Αμέσως μετά την επιβολή της δικτατορίας του Παπαδόπουλου έφυγε για το Παρίσι, όπου έκανε διάφορες χειρονακτικές δουλειές ενώ εργάστηκε επίσης ως συντάκτης στο λεξικό Robert ως το 1974, οπότε ξανάρχισαν οι αναθέσεις μεταφράσεων από έλληνες εκδότες.
Ο Άρης Αλεξάνδρου πέθανε στις 2 Ιουλίου του 1978 από αλλεπάλληλα καρδιακά εμφράγματα σε ηλικία 56 χρόνων.
Ως μεταφραστής συνεργάστηκε και με άλλους Έλληνες εκδότες, καθώς επίσης με τα περιοδικά Ελεύθερα Γράμματα (1946) και Εποχές (1963) · κείμενά του δημοσίευσε στα περιοδικά Καλλιτεχνικά Νέα, Καινούρια Εποχή , Επιθεώρηση Τέχνης, Εποχές, Η συνέχεια.
Το 1946 εκδόθηκε η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο Ακόμα τούτη η Άνοιξη. Ακολούθησαν οι συλλογές Άγονος γραμμή (1952) και Ευθύτης οδών (1959). Τιμήθηκε με το βραβείο ειρήνης στο φεστιβάλ της Μόσχας του 1962.
Το έργο του Άρη Αλεξάνδρου τοποθετείται στο χώρο της μεταπολεμικής ελληνικής λογοτεχνίας. Με το ποιητικό του έργο διέγραψε την πορεία από τον στρατευμένο υπέρ του κομμουνισμού λόγο στην έκφραση της απογοήτευσης για το μάταιο των αγώνων και στην ειρωνεία. Ως σταθμός ωστόσο στην ιστορία της νεώτερης λογοτεχνίας μας θεωρήθηκε το μυθιστόρημά του Το Κιβώτιο, που ολοκληρώθηκε το 1972 μετά από εφτά χρόνια συγγραφής και εκδόθηκε από τον Κέδρο το 1975.

Πέμπτη 21 Μαΐου 2020

Νίκος Καββαδίας - ο ποιητής της θάλασσας και των περιπλανήσεων


Μαραμπού



Λένε για μένα οι ναυτικοί που εζήσαμε μαζί
πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο,
πως τις γυναίκες μ' ένα τρόπον ύπουλο μισώ
κι ότι μ' αυτές να κοιμηθώ ποτέ μου δεν πηγαίνω.

Ακόμα, λένε πως τραβώ χασίσι και κοκό
πως κάποιο πάθος με κρατεί φριχτό και σιχαμένο,
κι ολόκληρο έχω το κορμί με ζωγραφιές αισχρές,
σιχαμερά παράξενες, βαθιά στιγματισμένο.

Ακόμα, λένε πράματα φριχτά παρά πολύ,
που είν' όμως ψέματα χοντρά και κατασκευασμένα,
κι αυτό που εστοίχισε σε με πληγές θανατερές
κανείς δεν το 'μαθε ποτέ, γιατί δεν το 'πα σε κανένα.

Μ' απόψε, τώρα που έπεσεν η τροπική βραδιά,
και φεύγουν προς τα δυτικά των Μαραμπού τα σμήνη,
κάτι με σπρώχνει επίμονα να γράψω σε χαρτί,
εκείνο, που παντοτινή κρυφή πληγή μου εγίνη.

Ήμουνα τότε δόκιμος σ'ένα λαμπρό ποστάλ
και ταξιδεύαμε Αίγυπτο γραμμή Νότιο Γαλλία.
Τότε τη γνώρισα - σαν άνθος έμοιαζε αλπικό -
και μια στενή μας έδεσεν αδελφική φιλία.

Αριστοκρατική, λεπτή και μελαγχολική,
κόρη ενός πλούσιου Αιγύπτιου οπού 'χε αυτοκτονήσει,
ταξίδευε τη λύπη της σε χώρες μακρινές,
μήπως εκεί γινότανε να τήνε λησμονήσει.

Πάντα σχεδόν της Μπασκιρτσέφ κρατούσε το Ζουρνάλ,
και την Αγία της Άβιλας παράφορα αγαπούσε,
συχνά στίχους απάγγελνε θλιμμένους γαλλικούς,
κι ώρες πολλές προς τη γαλάζιαν έκταση εκοιτούσε.

Κι εγώ, που μόνον εταιρών εγνώριζα κορμιά,
κι είχα μιαν άβουλη ψυχή δαρμένη απ' τα πελάη,
μπροστά της εξανάβρισκα την παιδική χαρά
και, σαν προφήτη, εκστατικός την άκουα να μιλάει.

Ένα μικρό της πέρασα σταυρόν απ' το λαιμό
κι εκείνη ένα μου χάρισε μεγάλο πορτοφόλι
κι ήμουν ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος της γης,
όταν εφθάσαμε σ' αυτήν που θα 'φευγε την πόλη.

Την εσκεφτόμουνα πολλές φορές στα φορτηγά,
ως ένα παραστάτη μου κι άγγελο φύλακά μου,
και μια φωτογραφία της στην πλώρη ήταν για με
όαση, που ένας συναντά μεσ' στην καρδιά της Άμμου.

Νομίζω πως θε να 'πρεπε να σταματήσω εδώ.
Τρέμει το χέρι μου, ο θερμός αγέρας με φλογίζει.
Κάτι άνθη εξαίσια τροπικά του ποταμού βρωμούν,
κι ένα βλακώδες Μαραμπού παράμερα γρυλίζει.

Θα προχωρήσω!... Μια βραδιά σε πόρτο ξενικό
είχα μεθύσει τρομερά με ουίσκι, τζιν και μπύρα,
και κατά τα μεσάνυχτα, τρικλίζοντας βαριά,
το δρόμο προς τα βρωμερά, χαμένα σπίτια επήρα.

Αισχρές γυναίκες τράβαγαν εκεί τους ναυτικούς,
κάποια μ' άρπαξ' απότομα, γελώντας, το καπέλο
(παλιά συνήθεια γαλλική του δρόμου των πορνών)
κι εγώ την ακολούθησα σχεδόν χωρίς να θέλω.

Μια κάμαρα στενή, μικρή, σαν όλες βρωμερή,
οι ασβέστες απ' τους τοίχους της επέφτανε κομμάτια,
κι αυτή ράκος ανθρώπινο που εμίλαγε βραχνά,
με σκοτεινά, παράξενα, δαιμονισμένα μάτια.

Της είπα κι έσβησε το φως. Επέσαμε μαζί.
Τα δάχτυλά μου καθαρά μέτρααν τα κόκαλά της.
Βρωμούσε αψέντι. Εξύπνησα, ως λένε οι ποιητές
«μόλις εσκόρπιζεν η αυγή τα ροδοπέταλά της».

Όταν την είδα και στο φως τα' αχνό το πρωινό,
μου φάνηκε λυπητερή, μα κολασμένη τόσο,
που μ' ένα δέος αλλόκοτο, σαν να 'χα φοβηθεί,
το πορτοφόλι μου έβγαλα γοργά να την πληρώσω.

Δώδεκα φράγκα γαλλικά... Μα έβγαλε μια φωνή,
κι είδα μια εμένα να κοιτά με μάτι αγριεμένο,
και μια το πορτοφόλι μου... Μ' απόμεινα κι εγώ
έναν σταυρό απάνω της σαν είδα κρεμασμένο.

Ξεχνώντας το καπέλο μου βγήκα σαν τον τρελό,
σαν τον τρελό που αδιάκοπα τρικλίζει και χαζεύει,
φέρνοντας μέσα στο αίμα μου μια αρρώστια τρομερή,
που ακόμα βασανιστικά το σώμα μου παιδεύει.

Λένε για μένα οι ναυτικοί που εκάμαμε μαζί
πως χρόνια τώρα με γυναίκα εγώ δεν έχω πέσει,
πως είμαι παλιοτόμαρο και πως τραβάω κοκό,
μ' αν ήξερα οι δύστυχοι, θα μ' είχαν συχωρέσει...

Το χέρι τρέμει... Ο πυρετός... Ξεχάστηκα πολύ
ασάλευτο ένα Μαραμπού στην όχθη να κοιτάζω.
Κι έτσι καθώς επίμονα κι εκείνο με κοιτά,

νομίζω πως στη μοναξιά και στη βλακεία του μοιάζω...






Παραλληλισμοί



Τρία πράματα στον κόσμο αυτό, πολύ να μοιάζουν είδα.
Τα ολόλευκα μα πένθιμα σχολεία των Δυτικών,
των φορτηγών οι βρώμικες σκοτεινιασμένες πλώρες
και οι κατοικίες των κοινών, χαμένων γυναικών.

Έχουνε μια παράξενη συγγένεια και τα τρία
παρ' όλη τη μεγάλη τους στο βάθος διαφορά,
μα μεταξύ τους μοιάζουνε πολύ, γιατί τους λείπει
η κίνηση, η άνεση του χώρου και η χαρά.




Federico Garcia Lorca

Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό
και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι
Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ
τότε που φεύγανε μπουλούκια οι σταυροφόροι

Παντιέρες πάγαιναν του ανέμου συνοδειά
και ξεκινούσαν οι γαλέρες του θανάτου
στο ρογοβύζι ανατριχιάζαν τα παιδιά
κι ο γέρος έλιαζε, ακαμάτης, τ'αχαμνά του

Του ταύρου ο Πικάσο ρουθούνιζε βαριά
και στα κουβέλια τότε σάπιζε το μέλι
τραβέρσο ανάποδο, πορεία προς το βοριά
τράβα μπροστά, ξοπίσω εμείς και μη σε μέλει

Κάτω απ' τον ήλιο αναγαλιάζαν οι ελιές
και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια
τις νύχτες στέρφες απομέναν οι αγκαλιές
τότες που σ' έφεραν, κατσίβελε, στη μπόλια

Ατσίγγανε κι αφέντη μου με τι να σε στολίσω;
φέρτε το μαυριτάνικο σκουτί το πορφυρό
στον τοίχο της Καισαριανής μας φέραν από πίσω
κι ίσα ένα αντρίκειο ανάστημα ψηλώσαν το σωρό.

Κοπέλες απ' το Δίστομο, φέρτε νερό και ξύδι
κι απάνω στη φοράδα σου δεμένος σταυρωτά
σύρε για κείνο το στερνό στην Κόρδοβα ταξίδι
μέσα απ' τα διψασμένα της χωράφια τα ανοιχτά

Βάρκα του βάλτου ανάστροφη
φτενή δίχως καρένα
σύνεργα που σκουριάζουνε σε γύφτικη σπηλιά
σμάρι κοράκια να πετάν στην έρημην αρένα
και στο χωριό να ουρλιάζουνε τη νύχτα εφτά σκυλιά.



Νίκος Καββαδίας (11 Ιανουαρίου 1910 - 10 Φεβρουαρίου 1975)

Ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 1910 στο Νίκολσκι Ουσουρίσκι, μια επαρχιακή πόλη της περιοχής του Χαρμπίν στη Μαντζουρία, από γονείς Κεφαλονίτες, το Χαρίλαο Καββαδία και τη Δωροθέα Αγγελάτου της γνωστής οικογένειας εφοπλιστών της Κεφαλονιάς. Σ’ αυτή τη μικρή Ρωσική πόλη, γεννιούνται και άλλα δυο παιδιά: η Τζένια (Ευγενία) κι ο Μήκιας (Δημήτρης). Ο πατέρας Χαρίλαος Καββαδίας διατηρούσε γραφείο γενικού εμπορίου διακινώντας μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων με κύριο πελάτη τον τσαρικό στρατό.

Το 1914, με την έκρηξη του Πολέμου, η οικογένεια έρχεται στην Ελλάδα κι εγκαθίσταται στο Αργοστόλι, ενώ ο πατέρας επιστρέφει στις επιχειρήσεις του στη Ρωσία, όπου καταστρέφεται οικονομικά. Το 1917, κατά τη διάρκεια της Οκτωβριανής Επανάστασης, φυλακίζεται. Γυρίζει και πάλι στην Ελλάδα το 1921, τσακισμένος και ανίκανος να προσαρμοσθεί στην ελληνική πραγματικότητα.

Μετά το Αργοστόλι, η οικογένεια εγκαθίσταται στον Πειραιά. Ο Καββαδίας πηγαίνει στο Δημοτικό κι είναι συμμαθητής με το Γιάννη Τσαρούχη. Διαβάζει Ιούλιο Βερν και διάφορα βιβλία περιπέτειας. Στο Γυμνάσιο γνωρίζεται με το συγγραφέα και ιατρό του Πολεμικού Ναυτικού Παύλο Νιρβάνα. Δεκαοκτώ ετών, αρχίζει να δημοσιεύει ποιήματα στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλας.

Τελειώνοντας το Γυμνάσιο, δίνει εξετάσεις στην Ιατρική Σχολή. Όμως την ίδια περίοδο πεθαίνει ο πατέρας του και αναγκάζεται να εργαστεί σε ναυτικό γραφείο. Συνεχίζει όμως να συνεργάζεται με διάφορα φιλολογικά περιοδικά. Το Νοέμβριο του 1928, ο Καββαδίας βγάζει ναυτικό φυλλάδιο και μπαρκάρει ως «ναυτόπαις» τον επόμενο χρόνο στο φορτηγό «Άγιος Νικόλαος».

Το 1934, η οικογένεια μετακομίζει από τον Πειραιά στην Αθήνα. Το σπίτι της γίνεται τόπος συγκέντρωσης λογοτεχνών, ζωγράφων και ποιητών. Ο Καββαδίας την εποχή εκείνη περιγράφεται ως ένας λιγομίλητος απλός άνθρωπος, ατημέλητος, χαριτωμένος, εγκάρδιος, με ανεξάντλητο χιούμορ, αγαπητός στους πάντες. Το 1938 στρατεύεται και υπηρετεί στην Ξάνθη με την ειδικότητα του ημιονηγού, ενώ το 1939 παίρνει το δίπλωμα του ραδιοτηλεγραφητή κατωτέρας τάξεως. Στον πόλεμο του ’40 φεύγει για την Αλβανία, όπου υπηρετεί αρχικά ως ημιονηγός τραυματιοφορέας και αργότερα λόγω της ειδικότητάς που είχε ως ασυρματιστής χρησιμοποιείται στο σταθμό υποκλοπής της ΙΙΙ Μεραρχίας.

Από το 1954 μέχρι και το 1974, ταξιδεύει διαρκώς με πολύ μικρά διαλείμματα. Μέσα στη χρονική αυτή περίοδο, τα πιο σημαντικά γεγονότα στη ζωή του ποιητή αφορούν το θάνατο του πιο μικρού του αδερφού, Αργύρη, το 1957, την κυκλοφορία της «Βάρδιας» στα γαλλικά το 1959, την επανέκδοση του «Μαραμπού» και του «Πούσι» το 1961 από τις εκδόσεις Γαλαξίας, το θάνατο της μητέρας του το 1965 και τη γέννηση του Φίλιππου το 1966, γιου της ανιψιάς του Έλγκας.

Κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του, και συγκεκριμένα το 1954, συνέβη το εξής περιστατικό: Ενώ ο ποιητής εργαζόταν σε «ποστάλι» (καράβι μικρών αποστάσεων, επιβατηγό),ταξίδεψε με το καράβι του ο Γιώργος Σεφέρης. Τόσο κατά την τυπική υποδοχή των ταξιδιωτών, όσο και κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, ο Σεφέρης δεν μπήκε καν στη διαδικασία να χαιρετίσει τον Καββαδία. Το γεγονός πίκρανε ιδιαίτερα τον Καββαδία, που θεωρούσε ότι η λογοτεχνική γενιά του ’30, στην οποία ανήκε και ο ίδιος, τον υποτιμούσε.

Στις 10 Φεβρουαρίου του 1975, στην Αθήνα, στην κλινική «Άγιοι Απόστολοι», αφήνει την τελευταία του πνοή ύστερα από εγκεφαλικό επεισόδιο.Κηδεύτηκε στο Α΄Νεκροταφείο με παρουσία πολλών ανθρώπων των γραμμάτων και της τέχνης. Ο Νίκος Καββαδίας ταπεινά παρουσιάστηκε στα ελληνικά γράμματα, κι η ταπεινότητά του αυτή, μαζί με την μελοποίηση πολλών ποιημάτων του, τον έφερε κοντά στη μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων, κάνοντάς τον έναν από τους πιό δημοφιλείς μας ποιητές, δυστυχώς μετά τον θάνατό του….

Το 1979 είναι μια χρονιά-σταθμός για την ποίηση του Νίκου Καββαδία κι αυτό γιατί τότε κυκλοφόρησε ένας δίσκος ορόσημο για την ελληνική μουσική. Ο »Σταυρός του Νότου». Ο Θάνος Μικρούτσικος μελοποίησε 11 ποιήματα του Καββαδία και χάρισε στην ελληνική μουσική σκηνή έναν από τους πιο σημαντικούς της δίσκους.



Τρίτη 3 Μαρτίου 2015

Edgar Allan Poe - Άρχοντας του Μακάβριου και του Μυστηρίου..

Edgar Allan Poe





Άναμπελ Λη


Χρόνια πολλά περάσαν από τότε,
σ' ένα βασίλειο δίπλα στο γιαλό,
που κάποια κόρη ζούσε, τ' όνομά της
'Αναμπελ Λη, θα το 'χετ' ακουστό.
Κι η κόρη αυτή μονάχην είχε σκέψη
να μ' αγαπά και να την αγαπώ.


Ήμαστ' ακόμα δυο μικρά παιδάκια,
σ' ένα βασίλειο δίπλα στο γιαλό:
Μα ήταν τρανή η αγάπη που αγαπιόμαστε-
η 'Αναμπελ Λη κι εγώ. Στον ουρανό
τα φτερωμένα Σεραφείμ, που μας ζηλεύανε,
μας κοίταζαν με μάτι φθονερό.


Κι ήταν γι' αυτό -περάσανε πια χρόνια-
που στο βασίλειο δίπλα στο γιαλό,
κατέβηκε απ' τα νέφη στην ωραία μου
'Αναμπελ Λη, ψυχρό, θανατερό
τ' αγέρι κι οι μεγάλοι συγγενήδες της
τη πήραν και μ' αφήσαν μοναχό,
σ' ένα μνημούρι μέσα να τη κλείσουνε
στη χώρα τούτη δίπλα στο γιαλό.


Οι άγγελοι που δεν είχαν τη δική μας
την ευτυχία, ζηλέψαν και γι' αυτό-
Ναι! Και γι' αυτό (καθώς το ξέρουν όλοι
μες στο βασίλειο δίπλα στο γιαλό),
Τ' αγέρι από τα νέφη κάποια νύχτα
κατέβηκε ψυχρό, θανατερό
και μ' άρπαξε τον ώριο θησαυρό.


Κι από των πιο σοφών και πιο μεγάλων
η αγάπη μας τρανότερη πολύ-
κι ούτ' οι αγγέλοι πάνω στα ουράνια
κι ουτ' οι δαιμόνοι κάτω απ' το βαθύ
Ωκεανό μπορούνε τη ψυχή μου
να τη χωρίσουν διόλου απ' τη ψυχή
της ωραίας μου 'Αναμπελ Λη.


Γιατί ποτέ δε βγαίνει το φεγγάρι
χωρίς ονείρατα γλυκά να μου κρατεί
της ωραίας μου 'Αναμπελ Λη.
Και πάντα, όταν προβάλλουνε τ' αστέρια,
νιώθω και πάλι τη ματιά τη λαμπερή
της ωραίας μου 'Αναμπελ Λη.
Κι όλη τη νύχτα δίπλα μου τη νιώθω,
συντρόφισσα μου, αγάπη μου ακριβή
μέσα στον τάφο δίπλα στην ακτή
που του πελάου το κύμα αντιλαλεί.


Το Κοράκι

Κάποια φορά, μεσάνυχτα, ενώ εμελετούσα
κατάκοπος κι αδύναμος ένα παλιό βιβλίο
μιας επιστήμης άγνωστης, άκουσα ένα κρότο
σα να χτυπούσε σιγανά κανείς στη ξώπορτά μου.
"Κανένας ξένος", σκέφτηκα "οπού χτυπά τη πόρτα,
τούτο θα είναι μοναχά και όχι τίποτ' άλλο".

Θυμάμαι ήταν στον ψυχρό και παγερό Δεκέμβρη
και κάθε λάμψη της φωτιάς σα φάντασμα φαινόταν.
Ποθούσα το ξημέρωμα, μάταια προσπαθούσα
να δώσει με παρηγορία στη λύπη το βιβλίο,
για τη γλυκιά Ελεονόρα μου, την όμορφη τη κόρη
όπως οι αγγέλοι τη καλούν, ενώ εδώ δεν έχει
για πάντα ούτε όνομα.

Και τ' αλαφρό μουρμουρητό που κάναν οι κουρτίνες
με άγγιζε, με γέμιζε με τρόμους φανταχτούς,
και για να πάψει τ' άγριο το χτύπημα η καρδιά μου
σηκώθηκα φωνάζοντας: "Θα είναι κάποιος ξένος
όπου ζητά να κοιμηθεί έδω στη κάμαρά μου
αυτό θα είναι μοναχά και περισσότερο όχι".

Τώρα μου φάνηκε η ψυχή πιο δυνατή για τούτο,
"Κύριε" είπα, "ή Κυρά, ζητώ να συγχωρείστε,
γιατί εγώ ενύσταζα κι ο κρότος ήταν λίγος,
ήσυχος, που δεν άκουσα εάν χτυπά η πόρτα"
κι άνοιξα στους αγέρηδες ορθάνοιχτη τη πόρτα
σκοτάδι ήταν γύρω μου και όχι τίποτ' άλλο.

Μες στο σκοτάδι στάθηκα ώρα πολλή μονάχος,
γεμάτος τρόμους κι όνειρα που πρώτη φορά τότε
η λυπημένη μου ψυχή στα βάθη της επήρε,
μα η σιγή ήταν άσωστη και το σκοτάδι μαύρο
κι "Ελεονόρα" μοναχά ακούγονταν η ηχώ
από τη λέξη που 'βγαινε απ' τα ανοιχτά μου χείλη.
Αυτό μονάχα ήτανε και όχι τίποτ' άλλο.

Γυρίζοντας στη κάμαρα με μια καρδιά όλο φλόγα,
άκουσα πάλι να χτυπούν πιο δυνατά από πρώτα.
"Σίγουρα κάποιος θα χτυπά από το παραθύρι,
ας πάω να δω κι ας λύσω πια ετούτο το μυστήριο,
ας ησυχάσει η μαύρη μου καρδιά
και θα το λύσω θα είναι οι αγέρηδες και όχι τίποτ' άλλο.

'Ανοιξα το παράθυρο κι ένα κοράκι μαύρο
με σχήμα μεγαλόπρεπο στη κάμαρα μου μπήκε
και χωρίς διόλου να σταθεί ή ν' αμφιβάλλει λίγο,
επήγε και εκάθισε στη πέτρινη Παλλάδα
απάνω από τη πόρτα μου, γιομάτο σοβαρότη.
Κουνήθηκεν, εκάθισε και όχι τίποτ' άλλο.

Το εβενόχρωμο πουλί που σοβαρό καθόταν
τη λυπημένη μου ψυχή έκανε να γελάσει.
"Χωρίς λοφίο", ρώτησα, "κι αν είν' η κεφαλή σου
δεν είσαι κάνας άνανδρος, αρχαϊκό κοράκι,
που κατοικείς στις πένθιμες ακρογιαλιές της Νύχτας;
Στ' όνομα της Πλουτωνικής της Νύχτας, τ' όνομά σου!"
Και το κοράκι απάντησε: "Ποτέ από 'δω και πια".

Ξεπλάγηκα σαν άκουσα το άχαρο πουλί
ν' ακούει τόσον εύκολα τα όσα το ρωτούσα
αν κι η μικρή απάντηση που μου 'δωσε δεν ήταν
καθόλου ικανοποιητική στα όσα του πρωτόπα,
γιατί ποτέ δεν έτυχε να δεις μες στη ζωή σου
ένα πουλί να κάθεται σε προτομή γλυμμένη
απάνω από τη πόρτα σου να λέει:
"Ποτέ πια".

Μα το Κοράκι από κει που ήταν καθισμένο
δεν είπε άλλη λέξη πια σα να 'ταν η ψυχή του
από τις λέξεις: "Ποτέ πια", γεμάτη από καιρό.
Ακίνητο καθότανε, χωρίς ένα φτερό του
να κινηθεί σαν άρχιζα να ψιθυρίζω αυτά:
"Τόσοι μου φίλοι φύγανε ως και αυτές οι Ελπίδες
κι όταν θε να 'ρθει το πρωΐ κι εσύ θε να μου φύγεις".
Μα το πουλί απάντησε: "Ποτέ από δω και πια".

Ετρόμαξα στη γρήγορη απάντηση που μου 'πε
πάντα εκεί ακίνητο στη προτομήν απάνω.
"Σίγουρα" σκέφτηκα, "αυτό που λέει και ξαναλέει
θα είναι ό,τι έμαθε από τον κύριό του
που αμείλικτη η καταστροφή θα του κοψ' το τραγούδι
που θα 'λεγεν ολημερίς και του 'καμε να λέει
λυπητερά το "Ποτέ πια" για τη χαμένη ελπίδα".

Μα η θέα του ξωτικού πουλιού μ' έφερε γέλιο
κι αρπάζοντας το κάθισμα εκάθισα μπροστά του
και βυθισμένος σ' όνειρα προσπάθησα να έβρω
τι λέει με τη φράση αυτή, το μαύρο το Κοράκι,
το άχαρο, τ' απαίσιο, ο τρόμος των ανθρώπων,
σαν έλεγε τις θλιβερές τις λέξεις:
"Ποτέ Πια!".

Κι έτσι ακίνητος βαθιά σε μαύρες σκέψεις μπήκα
χωρίς μια λέξη μοναχά να πω εις το Κοράκι
που τα όλο φλόγα μάτια του μες στη καρδιά με καίγαν.
Έτσι σκεφτόμουν έχοντας στο βελουδένιο μέρος
του παλαιού καθίσματος γερμένο το κεφάλι,
στο μέρος που το χάϊδευαν η λάμψη της καντήλας,
εκεί όπου η αγάπη μου δε θ' ακουμπήσει
πια!

Τότε ο αγέρας φάνηκε σα να 'ταν μυρωμένος
από 'να θυμιατήριο αόρατο που αγγέλοι
και Σεραφείμ το κούναγαν και τ' αλαφρά τους πόδια
ακούγονταν στο μαλακό χαλί της κάμαράς μου.
"Ναυαγισμένε" φώναξα, "αναβολή σου στέλνει
με τους αγγέλους, ο Θεός και μαύρη λησμοσύνη
για τη χαμένη αγάπη σου την όμορφη Λεονόρα.
Πιες απ' το μαύρο το πιοτό της Λήθης και λησμόνα
εκείνην όπου χάθηκε". Και το Κοράκι είπε:
"Ποτέ από δω και πια!".

Είπα: "Προφήτη των κακών, είτε πουλί είτε δαίμων
είτε του μαύρου πειρασμού αποσταλμένε συ
είτε στης άγριας θύελλας το μάνιασμα χαμένε,
αλλ' άφοβε, στον κόσμο αυτόπου κατοικεί ο Τρόμος,
πες μου με ειλικρίνεια, υπάρχει δω στον κόσμο
της λύπης κανά βάλσαμο που δίνει η Ιουδαία;
Πες μου!", μα κείνο απάντησε:
"Ποτέ από δω και πια!".

"Προφήτη", είπα, "δαίμονα, της Συφοράς πουλί,
Προφήτης όμως πάντοτε, στον Ουρανό σ' ορκίζω,
που απλώνεται από πάνω μας παρηγορήτρα αψίδα,
εις του Θεού το όνομα που οι δυο μας τον λατρεύουν,
πες μου αν στον Παράδεισο θε ν' αγκαλιάσω κείνη,
εκείνη που οι άγγελοι τη λεν Ελεονόρα";
Και το κοράκι απάντησε:
"Ποτέ από δω και πια!".

"Ας γίν' η μαύρη φράση σου το σύνθημα να φύγεις",
εφώναξα αγριωπός πηδώντας κει μπροστά του.
"Πήγαινε πάλι να χαθείς στην άγρια καταιγίδα
ή γύρνα στις ακρογιαλιές της Πλουτωνείου Νύχτας
ούτ' ένα μαύρο σου φτερό δε θέλω δω ν' αφήσεις
ενθύμηση της φράσης σου της ψεύτικης και πλάνας
βγάλ' απ' τη δόλια μου καρδιά το ράμφος που 'χεις μπήξει
και σύρε τη φανταστική μορφή σου στα σκοτάδια!"
Και το Κοράκι απάντησε:
"Ποτέ από δω και πια!". Και το Κοράκι ακίνητο στη προτομή όλο μένει,
στης Αθηνάς τη προτομή απάνω από τη πόρτα
και τ' αγριωπά τα μάτια του σα του Διαβόλου μοιάζουν
όταν μονάχος σκέφτεται. Και το θαμπό λυχνάρι
ρίχνει σκια στο πάτωμα σαν πέφτει στο Κοράκι.
Και η ψυχή μου ανήμπορη δε θα μπορέσει πια
να βγει απ' τον αμφίβολο τον κύκλο της Σκιάς
που φαίνεται στο πάτωμα.
Ποτέ από δω και πια!






Όνειρο μέσα σ’ όνειρο


Το υστερνό μου φίλημα στο μέτωπο σου πάρε
και άφησε με, αγάπη μου, δυο λόγια να σου πω
Αλήθεια λές σαν όνειρο πως διάβηκε η ζωή μου
χωρίς κανένα ατέλειωτο και ξέμακρο σκοπό.

Μα αν η ελπίδα πέταξε σε μέρα ή σε νύχτα
εκεί με σκέπασε βουνό της δυστυχιάς μεγάλο
σου φαίνεται πως έχασα το πιο λίγο καλή μου
αφου η ζωή είναι όνειρο κρυμμένο μέσα σ' άλλο.

Στέκομαι σ' άγρια ακρογυαλιά που δέρνει το κύμα
κι άμμους χρυσούς στα χέρια μου σφιχτά σφιχτά κρατάω
τι λίγοι και πως χάνονται απ' τα κλειστά μου χέρια
ενώ εγώ σε δάκρυα ολόπικρα ξεσπάω.

Θεέ μου, είναι αδύνατο να σώσω μόνο έναν
από το κύμα που κυλά με θόρυβο μεγάλο;
Είναι όλα όσα βλέπουμε σ' αυτόν εδώ τον κόσμο
ένα όνειρο ατέλειωτο κρυμμένο μέσα σ' άλλο;

 



Edgar Allan Poe - 19 Ιανουαρίου 1809 / 7 Οκτωβρίου 1849

Η ζωή του Πόε ήταν μια συνεχής τραγωδία. Δεύτερο από τα τρία παιδιά ζεύγους πλανόδιων ηθοποιών, γεννήθηκε το 1809 κι ορφάνεψε πριν καλά καλά συμπληρώσει τα τρία του χρόνια. Την κηδεμονία του ανέλαβε ο ευκατάστατος έμπορος από τη Βιρτζίνια Τζον Αλαν, στον οποίο ο συγγραφέας οφείλει το μεσαίο του όνομα. Επειτα από πενταετή διαμονή στην Αγγλία με τη νέα του οικογένεια, όπου και τέλειωσε το σχολείο, επέστρεψε στην Αμερική και άρχισε να γράφει τα πρώτα του ποιήματα. Ακολούθησαν η σύντομη φοίτηση στο νεοσύστατο πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια, η στράτευση στον αμερικανικό στρατό και η εγγραφή του στη στρατιωτική ακαδημία West Point, όλες τους αποτυχημένες προσπάθειες ένταξης σε μια κοινωνία και έναν τρόπο ζωής που ο ιδιόρρυθμος χαρακτήρας του απέρριπτε.
Οι ομηρικοί καβγάδες με τον πατριό του, η ολοένα αυξανόμενη εξάρτησή του από το αλκοόλ και αργότερα το όπιο, καθώς και τα χρέη που δημιούργησε επηρέασαν τον Πόε, κάνοντάς τον εσωστρεφή, βίαιο και αντικοινωνικό. Στο μεταξύ, η έλξη του προς γυναίκες που ήταν μη διαθέσιμες ή με κλονισμένη υγεία κορυφώθηκε με τον γάμο του με τη δεκατριάχρονη ξαδέλφη του Βιρτζίνια, που πέθανε από φυματίωση μόλις στα 24 χρόνια της, όπως άλλωστε η μητέρα και ο αδελφός του. Μετά τον θάνατο της αγαπημένης του, ο Πόε παραδίδεται στους εσωτερικούς του δαίμονες. Δύο χρόνια αργότερα και ενώ επιστρέφει στη Νέα Υόρκη βρέθηκε αναίσθητος σε μια βρώμικη ταβέρνα της Βαλτιμόρης. Μεταφέρθηκε σε κλινική όπου πέθανε 4 μέρες αργότερα (7 Οκτ. 1849) χωρίς ποτέ να ανακτήσει τις αισθήσεις του. Πέπλο μυστηρίου σκεπάζει τον θάνατό του.

Αν και η πιο πιθανή αιτία θανάτου είναι το αλκοόλ, όπως αφήνει να εννοηθεί ο Πίτερ Ακρόιντ στην πρόσφατη βιογραφία του, πολλές άλλες θεωρίες έχουν προταθεί, μεταξύ των οποίων σύφιλη, επιληψία, δηλητηρίαση, λύσσα και δολοφονία.

Το έργο του Έντγκαρ Άλλαν Πόε είχε σημαντική επιρροή τόσο στην αμερικανική όσο και στην παγκόσμια λογοτεχνία, αποτελώντας το θεμέλιο λίθο για σύγχρονα είδη όπως η αστυνομική λογοτεχνία και οι ιστορίες τρόμου ή φαντασίας. Θεωρείται πρωτοπόρος στο είδος του αστυνομικού μυθιστορήματος, το οποίο ανέπτυξε μέσα από τις τρεις ιστορίες του με ήρωα τον Ωγκύστ Ντυπέν (Auguste Dupin), μεταξύ αυτών Οι Δολοφονίες της Οδού Νεκροτομείου.
Η φήμη του Πόε υπήρξε αρκετά μεγάλη τόσο στην Αμερική όσο και στην Ευρώπη. Αμερικανοί λογοτέχνες που εκτιμούσαν το έργο του και επηρεάστηκαν από αυτό, ήταν ο Ουώλτ Ουίτμαν, ο Χ.Φ. Λάβκραφτ, ο Γουίλιαμ Φώκνερ, καθώς και ο Χέρμαν Μέλβιν. Αντιθέτως, ο Μαρκ Τουαίην υπήρξε αυστηρός κριτής του, όπως και ο ποιητής Τ.Σ. Έλιοτ, ο οποίος ωστόσο εκτιμούσε το κριτικό του έργο.

Ιδιαίτερα σημαντική επίδραση είχε το έργο του Πόε στη γαλλική λογοτεχνία και ειδικότερα στον γαλλικό συμβολισμό. Ο Κάρολος Μπωντλαίρ μετέφρασε σχεδόν το σύνολο των πεζών του κειμένων, καθώς και αρκετά ποιήματα του. Σε επαφή με το έργο του ήρθε και ο ποιητής Στεφάν Μαλλαρμέ, ο οποίος επίσης μετέφρασε έργα του, ενώ αφιέρωσε δικά του ποιήματα στον Πόε. Επηρέασε σημαντικά και τον Ιούλιο Βερν, ο οποίος έγραψε ένα δοκίμιο για το έργο του, Poe et ses oeuvres (Ο Πόε και τα έργα του), ενώ το μυθιστόρημα του Η Σφίγγα των Πάγων (Le Sphinx des glaces), αποτελούσε συνέχεια της Αφήγησης του Άρθρουρ Γκόρντον Πυμ του Πόε. Ενδεικτικό της επίδρασης του Πόε στη Γαλλία, είναι επιπλέον το γεγονός πως οι ζωγράφοι Εντουάρ Μανέ και Γκυστάβ Ντορέ φιλοτέχνησαν αναπαραστάσεις έργων του. Σε μεταγενέστερη περίοδο, ο Πωλ Βαλερύ και ο Μαρσέλ Προυστ υπήρξαν επίσης θαυμαστές του. Με αφετηρία τη Γαλλία, έργα του μεταφέρθηκαν στην υπόλοιπη Ευρώπη. Στην Αγγλία, μεταξύ των λογοτεχνών που τα εκτίμησαν, υπήρξαν ο Άλγκερνον Σουίνμπουρν και ο Όσκαρ Ουάιλντ.


Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2014

Τάκης Βαρβιτσιώτης (από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες λυρικούς ποιητές)







Υστερόγραφο

Όταν έρθει η ώρα της αναχώρησης
Μη λυπηθείτε φίλοι μου
Μη λυπηθείτε

Θα πνεύσει ένας άνεμος φορτωμένος
Νεκρά φύλλα
Φωνές λησμονημένες

Αθόρυβα θα περάσετε
Το παγερό παράθυρο
Που ανοίγει προς τη νύχτα
Νύχτα σκληρή
Πιο τρομερή κι απ’ όλους τους ανέμους
Πιο άδεια κι απ’ την απουσία

Θα ’ναι βαθιά η τρυφερότητά σας
Και το φιλί της αγάπης
Θα σας φωτίσει

Όταν έρθει η ώρα της αναχώρησης
Μη λυπηθείτε φίλοι μου
Μη λυπηθείτε

Ας ταξιδέψει το χαμόγελό σας
Από στόμα σε στόμα


Όταν ο ποιητής…

Όταν ο ποιητής
Ανοίγει τα μάτια του
Στο καθημερινό θαύμα
Εμφανίζονται σιγά - σιγά
Όλα τα πένθιμα φαντάσματα
Όλα τα όνειρα τα λυπητερά
Σαν κεριά που καπνίζουν

Τότε με το χλωμό του δάκτυλο
Χαράζει τ’ αρχικά της αστραπής
Πάνω στη στιβαγμένη σκόνη
Πάνω στο πρόσωπο της χρονιάς
Που γέρνει

Μαστιγωμένο απ’ όλους τους ανέμους
Αλλάζει τη λάσπη
Σε κρουνούς από φωτεινό αίμα
Μεταμορφώνει το θάνατο
Σ’ ερωτικό τραγούδι

Ω ποίηση αναμάρτητη
Εμπιστευμένη στη δροσιά της θύελλας
Ω ποίηση ατελεύτητη
Φτεροκόπημα χελιδονιών.



Ερείπια


Το κλειστό βιβλίο
Το λυπημένο βιολί
Ο ραγισμένος άγγελος που αγρυπνεί
Πού είστε παιδικά μου χέρια
Με λησμονήσατε
Μα δεν μπορώ
Δεν έχω πια τα μάτια μου να κλάψω
Η βροχή αποκλείστηκε στον κήπο
Απ’ τα κλαδιά των δέντρων κρέμονται
Καρδιές
Μικρά φώτα
Ο ήχος μιας καμπάνας
Η προσευχή
Ακόμα καπνίζουν
Των ημερών τα ερείπια



Άνθρωποι εσείς της εποχής μου


Άνθρωποι εσείς της εποχής μου
Το άσμα σας είναι από πέτρα
Και δεν μπορεί να συγκινεί
Ξεχάσατε τη νιότη και το πάθος
Τον έρωτα τη μουσική

Άνθρωποι εσείς της εποχής μου
Το άσμα σας είναι σταυρωμένο
Μοιάζει μ’ απέραντη πληγή
Κι είναι όλο πλημμυρισμένο
Απ’ την άγριά σας οιμωγή

Μια νύχτα λοιπόν περιμένω
Πιο πρόσφορη απ’ την τωρινή
Όπου τ’ αστέρια θα πλέουν στα μάτια σας
Μιαν άλλη νύχτα
Πιο φωτεινή



Ο Τάκης Βαρβιτσιώτης, ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες λυρικούς ποιητές, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1916. Σπούδασε νομικά στο Α.Π.Θ. και ξεκίνησε την επαγγελματική του καριέρα ως δικηγόρος το 1940. Το μεγάλο πάθος του όμως υπήρξε η ποίηση. Έργα του δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά στα περιοδικά Μακεδονικές ημέρες και Κοχλίας. Η πρώτη του ποιητική συλλογή, με τίτλο Φύλλα καπνού, εκδόθηκε το 1949. Το έργο του περιλαμβάνει είκοσι δύο ποιητικές συλλογές και έχει μεταφραστεί σε πολλές ξένες γλώσσες. Έγραψε επίσης κριτικά δοκίμια και μετέφρασε έργα σπουδαίων εκπροσώπων της παγκόσμιας ποίησης. Έχει τιμηθεί με το Βραβείο της Ομάδας των Δώδεκα, το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης, το Βραβείο Ποίησης της Ακαδημίας Αθηνών, το Βραβείο Ουράνη, το Βραβείο Ποίησης του Δήμου Θεσσαλονίκης, το Βραβείο της Ελληνικής Εταιρείας Χριστιανικών Γραμμάτων, το Χρυσό Μετάλλιο των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου, καθώς και με πολυάριθμες διακρίσεις, μεταξύ των οποίων: το Παγκόσμιο Βραβείο Ποίησης Φερνάρντο Ριέλο στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών (Νέα Υόρκη 1988), τον τίτλο και το παράσημο του Ιππότη του Γαλλικού Τάγματος των Γραμμάτων και των Τεχνών από το Υπουργείο Πολιτισμού της Γαλλίας (1989), το ευρωπαϊκό Βραβείο Χέρντερ από το Πανεπιστήμιο της Βιέννης (1994), το χρυσό μετάλλιο τιμής από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για τη μεγάλη συμβολή του στα ευρωπαϊκά γράμματα, ύστερα από πρόταση της Παγκόσμιας Οργάνωσης των Ποιητών, τα διάσημα του Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικος από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας, το Διεθνές Βραβείο «Ίμπλα: μία γέφυρα για την Ευρώπη» εκ μέρος του Ιταλικού Κράτους, το Αριστείο της Τάξεως Γραμμάτων και Τεχνών από το Ίδρυμα Εθνικού και Θρησκευτικού Προβληματισμού, το Χρυσό Μετάλλιο Τιμής από το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
Υπήρξε μέλος της Διεθνούς Ακαδημίας Μιχαήλ Εμινέσκου που εδρεύει στη Ρουμανία και αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Πέθανε την 1η Φεβρουαρίου του 2011.

Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2014

Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου "Τι κι αν έδωσε το τελευταίο φίλημα ο πυρετός τού έκαιγε το στόμα· τι κι αν τ’ αργύρια ομορφαίνουν τη ζωή ο θάνατος ήταν η μόνη συγκατάβαση"





Η ποίηση δε μας αλλάζει


Η ποίηση δε μας αλλάζει τη ζωή
το ίδιο σφίξιμο, ο κόμπος της βροχής
η καταχνιά της πόλης σα βραδιάζει

Δε σταματά τη σήψη που προχώρησε
δε θεραπεύει τα παλιά μας λάθη

Η ποίηση καθυστερεί τη μεταμόρφωση
κάνει πιο δύσκολη την καθημερινή μας πράξη



Εκκοκκιστήρια Β'



Προχωρούσαμε με το Δημήτρη αμίλητοι προς το μικρό
σταθμό. Αφήναμε τη Βέροια πίσω μες στην κατά-
χνιά και κοιτάζαμε άφωνοι τους καπνούς στο μισο-
φώτιστο βράδυ

Εκεί, μες στην ερημωμένη έκταση, ακούγαμε τα εκκοκκι-
στήρια να κελαϊδούνε. Υπόκωφη στην αρχή, η βουή
δυνάμωνε με τον καιρό, μας είχε σχεδόν παρασύρει.
Φώτα και μηχανές μεσ' απ' τα τζαμωτά μας άφηναν
να ιδούμε τον αποχωρισμό. Ο καθαρός καρπός γλι-
στρούσε και σωριάζονταν δίπλα μας μέσα σ' ένα σύν-
νεφο άσπρης σκόνης. Ακόμα θυμάμαι τα μάτια του,
σα να είχαν δακρύσει

Τότε κατάλαβα πως πέρασε πια η εποχή της συγκομιδής.
Και πως ό,τι μπορούσαμε να δώσουμε το είχαμε
σχεδόν σκορπίσει


Υστεροφημία


Είπες, κάποτε αυτά τα ποιήματα θ' αγαπηθούν πολύ
θα τοιχοκολληθούν, να τα διαβάσουν όλοι.
Μια μέρα θα υγράνουν μάτια και χείλη
θα διαβαστούν κάτω από φανοστάτες, σε βροχερές συνελεύσεις.
Τέλος, καθώς πολλούς θα τυραννήσουν, θα καούν
ή θα ταφούν σε ανήλια σπουδαστήρια - κι είπες πάλι
ίσως ο άνεμος μιας δροσερής αυγής να τα σκορπίσει


Στα μάτια του ζώου 




Στα μάτια του ζώου βλέπω καλύτερα την έκταση
όπου σε αντάμωσα γυρνώντας μόνος και άρρωστος
πίσω, στ’ αχνάρια της χαμένης σου ηλικίας

Και η πόλη δε σε λογαριάζει πια καθώς αρδεύεις
τις βιομηχανικές ζώνες της δυτικής ακτής
ψάχνοντας στα καφενεία λίγο οξυγόνο
γι’ αυτή την ποίηση που αργοπεθαίνει μέσα μου
πίσω, στα τραμ της χαμένης αφετηρίας


Ιούδας 



Ήταν μια δύσκολη υποχώρηση κι αυτή, ν’ αφεθεί, κι ο αέρας του βραδιού
να του χτενίζει τα μαλλιά. Τι κι αν έδωσε το τελευταίο φίλημα
ο πυρετός τού έκαιγε το στόμα· τι κι αν τ’ αργύρια ομορφαίνουν τη ζωή
ο θάνατος ήταν η μόνη συγκατάβαση

Μα εγώ τον συμπόνεσα στην απελπισμένη του κίνηση. Ήτανε φίλος μου
μ’ έβλεπε στον ανήσυχο ύπνο του και τιναζόταν. Με ξεχώρισε
στο ανώνυμο πλήθος και μου ’σφιξε το χέρι – «δε χώρισα ποτέ ευθύνες» είπε
«δε δίστασα στην εκλογή, ξέρω πάντα καλά τι είναι αλήθεια»




Ο Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου (1931-1996) ήταν γόνος αστικής οικογένειας από τη Θεσσαλονίκη, στην ιδιοκτησία της οποίας υπήρχε μια κλωστοϋφαντουργία. Ο νεαρός ποιητής απέτυχε ή απέφυγε, ωστόσο, να ενταχθεί στο αναμενόμενο μοντέλο της επαγγελματικής διαδοχής αδυνατώντας να συμφιλιωθεί με τη φύση της συγκεκριμένης εργασίας. Αναπόφευκτα, τον θάνατο του πατέρα ακολούθησε μία παρατεταμένη παρακμή. Πάντως νωρίτερα, ο ποιητής είχε εμφανιστεί στα γράμματα σε πολύ νεαρή ηλικία με τη μονόπρακτη ενότητα «Θάλασσα και συγχρονισμός» (1951), στην οποία διαφαίνεται μια πρώιμη και έντονη οδύνη: «Ακόμα μια νύχτα σπαταλημένη. Ακόμα μια / νύχτα / κάτω από τους ίδιους αστερισμούς. Περιμένουμε / χωρίς να περιμένουμε, / ελπίζουμε χωρίς να ελπίζουμε». Συνολικά, από τη δεκαετία του '50 είχε πολλές ιστορίες να διηγηθεί: ταξίδια, παραθερισμοί, βόλτες με τζιπ, στρατιωτική θητεία. Αλλά και λίγο αργότερα όταν λάτρεψε τη Γαλλία, όπου σε σχετικά μεγάλη ηλικία βρέθηκε για σπουδές φιλολογίας, ξοδεύοντας τα κατάλοιπα της οικογενειακής περιουσίας. Αυτή η σχεδόν μυθική εποχή για εκείνον, είχε πια παρέλθει ως μία ακόμα ανάμνηση.
Η ασυνήθιστη οικονομική δυσχέρεια στην οποία περιέπεσε, σε συνδυασμό με την ερωτική ιδιοτυπία του σε εποχές απόλυτης κατακραυγής της ομοφυλοφιλίας, δημιούργησαν συνθήκες απροσπέλαστης απελπισίας σ' έναν άνθρωπο ιδιαίτερα ευαίσθητο κι αξιοπρεπή. Ως εκ τούτου, το θέαμα της διαπόμπευσής του από κοινωνικά αποβράσματα στο ζαχαροπλαστείο «Αχίλλειον» της Θεσσαλονίκης ή οι βρισιές που άγνωστοι έγραφαν στις σκάλες της πολυκατοικίας που διέμενε, αποτελούν εν μέρει μια εξήγηση για την πληγωμένη εσωστρέφεια και την πνιγηρή απομόνωση του ποιητή. «Μέσα σ' αυτή τη διαπάλη μεταξύ του εξωτερικού κόσμου και του εσωτερικού», εξηγεί ο ίδιος, «γεννιέται μια σύγκρουση, ένα δράμα, που εξωτερικεύεται με μια στιχουργική προσωπική, μέσα σε μια θεματολογία που υπαγορεύεται από την ίδια την ψυχοσύνθεση του ποιητή, από τον ιδιαίτερο ψυχισμό του». Η ερημία, λοιπόν, έμελλε να γίνει σταδιακά η μόνιμη συνθήκη του έργου του, η κυριαρχική παρουσία μιας μοναξιάς που αποδίδεται με πηγαίο λυρισμό: «παγώνεις με την άνοιξη, το φως της σε ταλαιπωρεί / κι η πόλη σου είναι ξένη».










Τρίτη 6 Μαΐου 2014

Καίσαρας Βαλιέχο (César Αbraham Vallejo Mendoza)





Ποίημα για να διαβαστεί και να τραγουδηθεί


Ξέρω πως είναι κάποιος
που με ψάχνει μέσα στο χέρι του νύχτα-μέρα,
και με βρίσκει, κάθε λεπτό, μες στα παπούτσια του.
Δεν ξέρει πως η νύχτα είναι θαμμένη
με σπιρούνια πίσω από την κουζίνα;

Ξέρω πως είναι κάποιος καμωμένος από τα μέλη μου,
που τον ολοκληρώνω όταν το ανάστημά μου
καλπάζει στο ακριβές του πετραδάκι.
Αγνοεί πως στο χρηματοκιβώτιό του
δε θα επιστρέψει νόμισμα που βγήκε απ’ το πορτρέτο του;

Ξέρω τη μέρα,
αλλά μου έχει ξεφύγει ο ήλιος
ξέρω την παγκόσμια πράξη που έκανε το κρεβάτι του
με ξένο κουράγιο κι εκείνο το χλιαρό νερό,
που η φαινομενική συχνότητά του είναι ένα ορυχείο.
Είναι, ίσως, τόσο μικρός εκείνος ο άνθρωπος
που τον πατούν τα ίδια του τα πόδια;

Μια γάτα είναι το σύνορο ανάμεσα σ’ εκείνον και σ’ εμένα,
ακριβώς πλάι στο κύπελλό της με το νερό.
Τον βλέπω στις γωνίες, ανοίγει, κλείνει
το κουστούμι του, μάλλον μια ερωτηματική φοινικιά…
Τι άλλο μπορεί να κάμει παρά ν’ αλλάξει κλάμα;

Αλλά με ψάχνει και με ψάχνει. Τι ιστορία!




Οι πέτρες


Σήμερα το πρωί κατέβηκα
στις πέτρες - ω οι πέτρες!
Και προκάλεσα και σφράγισα
μια πυγμαχία από πέτρες.

Μητέρα των θνητών αν στον κόσμο
πονούν τα βήματά μου,
είναι από τα χτυπήματα φωτιάς
μιας παράλογης αυγής.

Οι πέτρες δεν προσβάλουν , ούτε
φθονούν τίποτα. Ζητάνε μόνο
αγάπη για όλους, και ζητάνε
αγάπη ακόμα κι απ' το Τίποτα.

Κι αν κάποιες απ' αυτές
είναι θλιμμένες, ή
ντροπιασμένες, είναι
γιατί έχουν κατιτί το ανθρώπινο...

Αλλά δεν απολείπει αυτός που κάποια
πέτρα χτυπάει από καπρίτσιο μόνο.
Τέτοια άσπρη πέτρα είναι το φεγγάρι
που πέταξε στον ουρανό από μια κλωτσιά...

Μητέρα των θνητών, σήμερα το πρωί
έτρεξα με τις πέτρες,
βλέποντας το γαλάζιο καραβάνι
από πέτρες,
πέτρες,
πέτρες...



Ειδύλλιο νεκρό


Τι κάνει αυτή την ώρα η άνδεια, γλυκιά μου Ρίτα
από σπάρτο και βατόμουρο·
τώρα που με πνίγει το Βυζάντιο και κοιμάται
το αίμα μέσα μου σα ξεθυμασμένο κονιάκ.

Πού να είναι τα χέρια της που σε θέση μετάνοιας
σιδέρωναν τ’ απόβραδα λευκότητες να ‘ρθούν·
τώρα, με τούτη τη βροχή που παίρνει
τη θέλησή μου για να ζήσω.

Τι ν’ απόγινε η φανελένια ρόμπα της· τα
βάσανά της, η περπατησιά της·
η γεύση της από ζαχαροκαλαμιές Μαγιού του τόπου.

Θα στέκεται στην πόρτα κοιτώντας κάποιο προμήνυμα,
και τρέμοντας θα πει: “Ιησού Χριστέ… Τι κρύο που κάνει!”
Και στα κεραμίδια του σπιτιού θα κλάψει ένα αγριοπούλι.


“Οι Μαύροι Μαντατοφόροι”


Έχει χτυπήματα η ζωή τόσο σκληρά… Δεν ξέρω!
Χτυπήματα σαν απ’ οργή Θεού, λες και μπροστά τους
η ταραχή όλων των πόνων
ήταν μια λίμνη στην ψυχή… Δεν ξέρω!

Λίγα είναι, μα υπάρχουν… Ανοίγουν τάφρους σκοτεινές
στο πρόσωπο το πιο σκληρό στην πιο γερή την πλάτη.
Ίσως και να ‘ ναι άτια από βάρβαρους Αττίλες
ή μαντατοφόροι μαύροι που μας στέλνει ο Θάνατος.

Είναι οι βαθιές πτώσεις των Χριστών της ψυχής,
από μια πίστη που βλαστημάει το Πεπρώμένο.
Αυτά τα αιματηρά χτυπήματα είναι οι τριγμοί
κάποιου ψωμιού που στου φούρνου την πόρτα μας καίγεται.

Κι ο άνθρωπος… Φτωχός… φτωχός! Στρέφει τα μάτια , όπως
όταν πάνω στον ώμο μια παλάμη μας καλεί,
στρέφει τα τρελά του μάτια , κι όλα όσα έζησε
λιμνάζουν, σαν λακκούβα ενοχής, μέσα στο βλέμμα του.

Έχει χτυπήματα η ζωή τόσο σκληρά… Δεν ξέρω!






Ο Καίσαρας Βαλιέχο (César Αbraham Vallejo Mendoza) ήταν ένας από τους μεγαλύτερους ισπανόφωνους ποιητές του 20ου αιώνα. Γεννήθηκε στο χωριό Σαντιάγκο Ντε Τσούκο του Περού, στις 16 Μαρτίου του 1892 και ήταν ο "βενιαμίν" μιας οικογένειας με 11 παιδιά. Επιθυμία και των δύο γονιών του ήταν να γίνει ιερέας, ωστόσο αυτός γράφτηκε στη Φιλοσοφική σχολή του πανεπιστημίου του Τρουχίλιο. Από εκεί αποφοίτησε έχοντας πάρει πτυχίο στην Ισπανική λογοτεχνία. Το 1920, ο Βαλιέχο ξεκίνησε να εργάζεται σαν δάσκαλος, ωστόσο έχασε τη θέση του όταν αρνήθηκε να παντρευτεί μια γυναίκα με την οποία είχε ερωτικό δεσμό. Στη συνέχεια φυλακίστηκε για 117 μέρες καθώς καταδικάστηκε άδικα για υποκίνηση εξέγερσης στο χωριό του και δύο χρόνια αργότερα, υπό το φόβο μιας νέας κάθειρξης, μετανάστευσε στην Ευρώπη, όπου θα έμενε μέχρι το τέλος της ταλαίπωρης ζωής του.

Ο ποιητής εγκαθίσταται στο Παρίσι. Από το 1923 μέχρι και το θάνατό του το 1938, ο Βαλιέχο υποφέρει από την φτώχεια και την πείνα. Οργανώνεται στις τάξεις του μαρξισμού-λενινισμού, στα ιδανικά του οποίου επρόκειτο να παραμείνει πιστός μέχρι το τέλος του τραγικού του βίου. Την ίδια περίοδο πραγματοποιεί τρία ταξίδια στη Σοβιετική Ένωση, ενώ για λίγα χρόνια, στις αρχές της δεκαετίας του 30', ζει στην Ισπανία. Το πρωί της 15ης Απριλίου (Μεγάλη Παρασκευή) ο Βαλιέχο αφήνει στο Παρίσι την τελευταία του πνοή. Ήταν μόλις 46 ετών, ωστόσο οι πολύχρονες κακουχίες και στερήσεις σε συνδυασμό με τη διαφαινόμενη ήττα των δημοκρατικών δυνάμεων στην Ισπανία, τον είχαν εξαντλήσει ανεπανόρθωτα... Πέθανε από μια άγνωστη ασθένεια, που πλέον εικάζεται ότι επρόκειτο για μια μορφή ελονοσίας.

Όπως αναφέρεται και στη Βικιπαίδεια, «ο Βαλιέχο υπήρξε πρωτοπόρος γιατί έγραψε σουρεαλιστική ποίηση πριν από τους σουρεαλιστές, ασχολήθηκε με την αυτόματη γραφή πριν από τον Μπρετόν, έγραψε μοντέρνα ταυτόχρονα με τους μοντερνιστές και έγραψε ποίηση αποδομητική προτού ανακαλυφθεί ο όρος. Υπήρξε ένας κινηματίας της ποίησης πολύ προτού γεννηθούν τα ποιητικά ευρωπαϊκά κινήματα. Και για τον λόγο αυτόν η προσφορά του στο ποιητικό στερέωμα είναι μοναδική και ανεκτίμητη». Αν και στο ευρύ ελληνικό αναγνωστικό κοινό, ο Βαλιέχο παραμένει σχετικά άγνωστος, σε παγκόσμιο επίπεδο θεωρείται από πολλούς ως ο μεγαλύτερος ισπανόφωνος ποιητής του περασμένου αιώνα.

Παρασκευή 2 Μαΐου 2014

Τζένη Μαστοράκη ("και μικρός είχε δουλέψει ένα φεγγάρι αλογάκι σε λούνα παρκ")








Ο ποιητής

Πρέπει να 'ναι δύσκολη
η δουλειά του ποιητή.
Προσωπικά, δεν το ξέρω.
Εγώ σ' όλη μου τη ζωή
έγραφα μόνο
κάτι μακριά, απελπισμένα γράμματα
για τις άνυδρες συνοικίες,
τα 'κλεινα σε μπουκάλια
και τα πετούσα στους υπονόμους.




Γενέθλιον

Η ενηλικίωση
(έχει κάτι από το μεγαλείο
μιας τελετουργικής καρατόμησης.
Το κάρο, το κούτσουρο, ο ιεροεξεταστής,
ο καλόγερος, ο στρατιώτης,
μια μεγάλη κραυγή πλεούμενη
πάνω απ' τις στέγες.
Δεν προφταίνεις να τους πεις
ούτε τ' όνομά σου.
Πίσω σού φωνάζουν να προχωρήσεις
ο δήμιος ξεμπερδεύει με τον επόμενο
ενώ το πλήθος αλαλάζει
γενέθλιους ύμνους.




Παρακμή

Η παρακμή
δεν έχει χρονικά περιθώρια.
Έρχεται σαν εξώδικη πρόσκληση
κι έτσι απλά
σου βγάζει τα έπιπλα στο δρόμο.
Γύρω σου τα παιδιά
περιεργάζονται
την πλάτη της καρέκλας σου
εκεί που σε μια παραφορά
της εφηβείας
είχες γράψει:
Ψέματα - Ψέματα - Ψέματα.
Τελικά
φορτώνεις μόνο το κρεβάτι
σε μια περαστική μοτοσυκλέτα
και μετακομίζεις
σε άγνωστη διεύθυνση.


Ο Δούρειος Ίππος

Ο Δούρειος Ίππος τότε είπε
όχι δε θα δεχτώ δημοσιογράφους
κι είπαν γιατί κι είπε
πως δεν ήξερε τίποτα για το φονικό·
κι ύστερα εκείνος
έτρωγε πάντα ελαφρά τα βράδια
και μικρός
είχε δουλέψει ένα φεγγάρι
αλογάκι σε λούνα παρκ.






Η Τζένη Μαστοράκη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1949.
Σπούδασε βυζαντινή και μεσαιωνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα με ένα ποίημά της
που περιλήφθηκε στην "Αντι-ανθολογία" του Δημήτρη Ιατρόπουλου, το 1971.
Την επόμενη χρονιά τα ποιήματά της
κίνησαν το ενδιαφέρον του Γιάννη Ρίτσου και της Νανάς Καλλιανέση,
και εκδόθηκε από τον "Κέδρο" το πρώτο της βιβλίο, "Διόδια", με τίτλο που επέλεξε ο ποιητής.
Έχουν εκδοθεί μέχρι σήμερα τέσσερα βιβλία ποίησης
("Διόδια", 1972, "Το σόι", 1978, "Ιστορίες για τα βαθιά", 1983 και "Μ' ένα στεφάνι φως", 1989),
με το τελευταίο βιβλίο της, εμπνευσμένο από το έργο του Δ. Σολωμού,
να έχει συγκεντρώσει την καθολική, σχεδόν, αποδοχή κριτικής και κοινού
και να έχει επαινεθεί, μεταξύ άλλων,
για την αριστοτεχνική χρήση της ελληνικής γλώσσας (Γ. Π. Σαββίδης)
και της μυθοποιητικής παράδοσης (Δ. Μαρωνίτης).
Τα ποιήματά της μεταφράστηκαν σε διάφορες γλώσσες
και δημοσιεύθηκαν σε ανθολογίες και περιοδικά.
Η διευθύντρια του προγράμματος ελληνικών σπουδών
στο Columbia University της Νέας Υόρκης, Karen Van Dyck,
αφιερώνει στη Τζένη Μαστοράκη ένα ολόκληρο κεφάλαιο του βιβλίου της
"Η Κασσάνδρα και οι λογοκριτές" (1998),
θεωρώντας την "μία από τις κορυφαίες ποιήτριες και μεταφράστριες της Ελλάδας".
Δεινή μεταφράστρια, η Τζένη Μαστοράκη έχει μεταφράσει συγγραφείς
πολύ διαφορετικούς μεταξύ τους, όπως οι Τζέι-Ντι Σάλιντζερ,
Κάρσον ΜακΚάλερς, Ελίας Κανέττι, Χάινριχ Μπελ, Χάινριχ φον Κλάιστ,
Καρλ Μαρξ, Κάρλο Γκολντόνι, Έντγκαρ Άλαν Πόε, Άπτον Σίνκλαιρ,
Λιούις Κάρολ, Τζόρτζιο Μανγκανέλλι, Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα,
Χάρολντ Πίντερ, Σάρα Κέην, Μιγέλ δε Θερβάντες, Χάουαρντ Μπάρκερ,
Πωλ Σουήζι, Άγκνες Χέλερ,
κι ακόμη τον "Πετροτσουλούφη" του Χάινριχ Χόφμαν
και παραμύθια των Αδελφών Γκριμ.
Το 1989 τιμήθηκε με το Thornton Niven Wilder Prize
του Columbia University (Translation Center)
για το σύνολο του μεταφραστικού της έργου και το 1992
με το ειδικό βραβείο του ΙΒΒΥ (International Board on Books for Young People)
για τη μετάφραση του παιδικού βιβλίου
"Ο ταξιδιώτης της αυγής", του Σι-Ες Λιούις (εκδόσεις Kέδρος).

Τρίτη 29 Απριλίου 2014

Μανόλης Αναγνωστάκης ο "ποιητής της ήττας" (καθώς με τους στίχους του εξέφρασε τη διάψευση των οραμάτων της Αριστεράς)







Στ᾿ Ἀστεῖα Παίζαμε!

Δὲ χάσαμε μόνο τὸν τιποτένιο μισθό μας
Μέσα στὴ μέθη τοῦ παιχνιδιοῦ σᾶς δώσαμε καὶ τὶς γυναῖκες μας
Τὰ πιὸ ἀκριβὰ ἐνθύμια ποὺ μέσα στὴν κάσα κρύβαμε
Στὸ τέλος τὸ ἴδιο τὸ σπίτι μας μὲ ὅλα τὰ ὑπάρχοντα.

Νύχτες ἀτέλειωτες παίζαμε, μακριὰ ἀπ᾿ τὸ φῶς τῆς ἡμέρας
Μήπως πέρασαν χρόνια; σαπίσαν τὰ φύλλα τοῦ ἡμεροδείχτη
Δὲ βγάλαμε ποτὲ καλὸ χαρτί, χάναμε· χάναμε ὁλοένα
Πῶς θὰ φύγουμε τώρα; ποῦ θὰ πᾶμε; ποιὸς θὰ μᾶς δεχτεῖ;

Δῶστε μας πίσω τὰ χρόνια μας δῶστε μας πίσω τὰ χαρτιά μας
Κλέφτες!
Στὰ ψέματα παίζαμε!




Τὸ σκάκι

Ἔλα νὰ παίξουμε...
Θὰ σοῦ χαρίσω τὴ βασίλισσά μου
Ἦταν γιὰ μένα μιὰ φορὰ ἡ ἀγαπημένη
Τώρα δὲν ἔχω πιὰ ἀγαπημένη

Θὰ σοῦ χαρίσω τοὺς πύργους μου
Τώρα πιὰ δὲν πυροβολῶ τοὺς φίλους μου
Ἔχουν πεθάνει ἀπὸ καιρὸ
πρὶν ἀπὸ μένα

Ὅλα, ὅλα καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω
Ὅλα, ὅλα καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω
Μονάχα ἐτοῦτο τὸν τρελό μου θὰ κρατήσω
ποὺ ξέρει μόνο σ᾿ ἕνα χρῶμα νὰ πηγαίνει

δρασκελώντας τὴν μίαν ἄκρη ὡς τὴν ἄλλη
γελώντας μπρὸς στὶς τόσες πανοπλίες σου
μπαίνοντας μέσα στὶς γραμμές σου ξαφνικὰ
ἀναστατώνοντας τὶς στέρεες παρατάξεις

Ἔλα νὰ παίξουμε...

Ὁ βασιλιὰς αὐτὸς δὲν ἤτανε ποτὲ δικός μου
Κι ὕστερα τόσους στρατιῶτες τί τοὺς θέλω!
Τραβᾶνε μπρὸς σκυφτοὶ δίχως κἂν ὄνειρα
Ὅλα, ὅλα, καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω

Ὅλα, ὅλα, καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω
Μονάχα ἐτοῦτο τὸν τρελό μου θὰ κρατήσω
ποὺ ξέρει μόνο σ᾿ ἕνα χρῶμα νὰ πηγαίνει
δρασκελώντας τὴν μίαν ἄκρη ὡς τὴν ἄλλη

γελώντας μπρὸς στὶς τόσες πανοπλίες σου
μπαίνοντας μέσα στὶς γραμμές σου ξαφνικὰ
ἀναστατώνοντας τὶς στέρεες παρατάξεις
Ἔλα νὰ παίξουμε...

Κι αὐτὴ δὲν ἔχει τέλος ἡ παρτίδα...







Φοβᾶμαι...

Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἑφτὰ χρόνια ἔκαναν πὼς δὲν εἶχαν πάρει χαμπάρι
καὶ μία ὡραία πρωία μεσοῦντος κάποιου Ἰουλίου
βγῆκαν στὶς πλατεῖες μὲ σημαιάκια κραυγάζοντας «δῶστε τὴ χούντα στὸ λαό».

Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ μὲ καταλερωμένη τὴ φωλιὰ
πασχίζουν τώρα νὰ βροῦν λεκέδες στὴ δική σου.

Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ σοῦ κλείναν τὴν πόρτα
μὴν τυχὸν καὶ τοὺς δώσεις κουπόνια καὶ τώρα
τοὺς βλέπεις στὸ Πολυτεχνεῖο νὰ καταθέτουν γαρίφαλα καὶ νὰ δακρύζουν.

Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ γέμιζαν τὶς ταβέρνες
καὶ τὰ σπάζαν στὰ μπουζούκια κάθε βράδυ καὶ τώρα τὰ ξανασπάζουν
ὅταν τοὺς πιάνει τὸ μεράκι τῆς Φαραντούρη καὶ ἔχουν καὶ «ἀπόψεις».

Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἄλλαζαν πεζοδρόμιο ὅταν σὲ συναντοῦσαν
καὶ τώρα σὲ λοιδοροῦν γιατὶ, λέει, δὲν βαδίζεις ἴσιο δρόμο.

Φοβᾶμαι, φοβᾶμαι πολλοὺς ἀνθρώπους.

Φέτος φοβήθηκα ἀκόμη περισσότερο.

Νοέμβρης 1983






Ἡ ἀπόφαση
Εἶστε ὑπὲρ ἢ κατά;
Ἔστω ἀπαντεῖστε μ᾿ ἕνα ναὶ ἢ μ᾿ ἕνα ὄχι.
Τὸ ἔχετε τὸ πρόβλημα σκεφτεῖ
Πιστεύω ἀσφαλῶς πὼς σᾶς βασάνισε
Τὰ πάντα βασανίζουν στὴ ζωὴ
Παιδιὰ γυναῖκες ἔντομα
Βλαβερὰ φυτὰ χαμένες ὦρες
Δύσκολα πάθη χαλασμένα δόντια
Μέτρια φίλμς. Κι αὐτὸ σᾶς βασάνισε ἀσφαλῶς.
Μιλᾶτε ὑπεύθυνα λοιπόν. Ἔστω μὲ ναὶ ἢ ὄχι.
Σὲ σᾶς ἀνήκει ἡ ἀπόφαση.
Δὲ σᾶς ζητοῦμε πιὰ νὰ πάψετε
Τὶς ἀσχολίες σας νὰ διακόψετε τὴ ζωή σας
Τὶς προσφιλεῖς ἐφημερίδες σας· τὶς συζητήσεις
Στὸ κουρεῖο· τὶς Κυριακές σας στὰ γήπεδα.
Μιὰ λέξη μόνο. Ἐμπρὸς λοιπόν:
Εἶστε ὑπὲρ ἢ κατά;
Σκεφθεῖτε το καλά. Θὰ περιμένω.







Ο Μανόλης Αναγνωστάκης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 9 Μαρτίου του 1925. Σπούδασε Ιατρική και ειδικεύτηκε ως ακτινολόγος στη Βιέννη (1955-1956). Άσκησε το επάγγελμα του ακτινολόγου στη Θεσσαλονίκη και το 1978 μετεγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
Πήρε μέρος στην Αντίσταση ως στέλεχος της ΕΠΟΝ στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Για την πολιτική του δράση στο φοιτητικό κίνημα φυλακίστηκε στο διάστημα 1948-1951, ενώ το 1949 καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο.
Εμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 1942 από το περιοδικό «Πειραϊκά Γράμματα». Εκτελώντας χρέη και αρχισυντάκτη, το 1944 συνεργάστηκε με το φοιτητικό περιοδικό «Ξεκίνημα» (1944), πόλο συσπείρωσης των προοδευτικών νέων λογοτεχνών της πόλης, και το 1945 εξέδωσε με δικά του έξοδα την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Εποχές». Αν και προχώρησε στην έκδοση μιας σειράς ποιητικών συλλογών τις επόμενες δεκαετίες, θα έπρεπε να περιμένει ως το 1979, σχεδόν 35 χρόνια μετά την πρώτη έκδοση του βιβλίου του, ώστε να δει να τυπώνεται η συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του χωρίς δικά του έξοδα.
Δημοσίευσε ποιήματα και κριτικά σημειώματα σε πολλά περιοδικά, ενώ είχε και πυκνή παρουσία στην εφημερίδα «Αυγή», με κείμενα για θέματα λογοτεχνικά και πολιτικά. Εξέδωσε το περιοδικό «Κριτική» (Θεσσαλονίκη, 1959-1961), υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας των «Δεκαοκτώ κειμένων» (1970), των «Νέων Κειμένων» και του περιοδικού «Η Συνέχεια» (1973).
Τα ποιήματα που ο Μανόλης Αναγνωστάκης άφησε πίσω του δημοσιευμένα είναι 88 και γράφτηκαν από το 1941 έως το 1971. Από το 1979 που κυκλοφόρησε ο συγκεντρωτικός τόμος των ποιημάτων του, και από το 1983 που κυκλοφόρησε ιδιωτικά το αυτοβιογραφικό σχόλιο «Y.Γ.» δεν υπήρξε καμία δημόσια παρέμβασή του.
«Στο αλλοιωμένο τοπίο της εποχής μας δεν θα ξαναγράψω», είχε ξεκαθαρίσει, γιατί «το έργο μου το ολοκλήρωσα. Επιλέγω τη σιωπή». Ίσως επειδή, όπως είχε πει σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις του, «η ποίηση είναι έργο της νεότητας. Χρειάζεται ενθουσιασμό, αυταπάτες, ψευδαισθήσεις. Αυτά τα έχουν οι νέοι. Όσο μεγαλώνεις, κατέχεις καλύτερα τα μέσα σου. Γίνεσαι τεχνίτης, αλλά ένα ποίημα δεν χρειάζεται να είναι τέλειο για να είναι καλό».
Η ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη δεν είναι απαισιόδοξη. Όσο κι αν οι στίχοι του φτάνουν κάποτε στην απελπισία, στο βάθος του ορίζοντα διακρίνεται ένα φως που μοιάζει περισσότερο με την αναλαμπή της αυγής και λιγότερο με το λυκόφως. Η δύναμη του ποιητικού του έργου, υπερβαίνοντα τις κομματικές ταμπέλες, κατάφερε να εκφράσει την αβεβαιότητα, την αποξένωση, αλλά και τις ελπίδες μιας ολόκληρης εποχής.
Έφυγε από τη ζωή τα ξημερώματα της 23ης Ιουνίου 2005, καταβεβλημένος από χρόνια αναπνευστικά και καρδιαγγειακά προβλήματα.

Πέμπτη 24 Απριλίου 2014

Τάκης Σινόπουλος ..."η γύμνια ντυνόταν με προσχήματα κι εγώ κρύωνα όπως τώρα κρυώνεις εσύ και τρομάζεις και κρύβεσαι μες στο σπίτι όπου τρίζει η σιωπή κι ανασαίνει βαθιά στο σκοτάδι"...





Το ταξίδι


Στα σπλάχνα μου υπάρχει τώρα ένας μύλος, αλέθει το σκο-
τάδι της ηλικίας μου και δε σου λέω για τις φωνές που περ-
πατάνε στο μυαλό, μήτε για κείνο το ποτάμι που περάσαμε
προχτές και τα νερά του πλημμυρίζοντας από παντού τη
μνήμη - εσύ,
κοιμόσουν και κυλήσανε χιλιάδες χρόνια που σε κράταγα
κι ήμουν φτωχός και παγωμένος και κουράστηκε, ξερά-
θηκε το χέρι μου -
ή ξαφνικά ένα τίναγμα στο κατακάθι της ψυχής,
τι γύρευα, τι κράταγα από σένα;

Χώρος αναμονής


Εδώ δεν είναι τόπος για περηφάνια.
Εδώ δεν είναι τόπος για έκσταση.
Ενα μακρύ ποτάμι ημέρες αργοκίνητες.
Η νύχτα ο φόβος και το κάθισμα.
Εσύ γυρεύοντας τη σκάλα για τον ουρανό.
Εγώ ψάχνοντας με τα νύχια το πρόσωπο
ανάμεσα στα σιωπηλά ερείπια της πείνας
στον τόπο τούτο με την παγωμένη φωτιά
τι περιμένω;
Τι περιμένω εδώ που ο πυρετός παροξύνεται;
Αν κάποιος φωνάξει βοήθεια απ΄ το δρόμο
αν κάποιος χτυπήσει τον τοίχο
αν έρθουν απέναντι να καθίσουν
όλα τα παιχνίδια που κερδίζονται χωρίς το θεό
η συνέχεια του σκοταδιού
η λάμπα που έφαγε το πετρέλαιο
τ΄ αποτσίγαρα χάμου στο πάτωμα
τα ξένα ρούχα
ακόμη ζεστά
αν έρθει το θαύμα με τα γέρικα χέρια
η πράξη
που γυρίζει ξάφνου σε φόνο;
Γιατί να επικαλούμαι την άσπιλη γυναίκα
που καθόριζε ολημέρα το βασίλειό της;
Γιατί να θυμηθώ την περηφάνια που την έφθειρε ο καιρός
την ησυχία στην κάμαρη τη ζέστα και την άρνηση;
Το στόμα ήταν ακόμα ζωντανό
η αλήθεια καρφωνόταν στο ψέμα και σφάδαζε
η λευτεριά πηδούσε από πόλη σε πόλη
έσταζε το αίμα
η γύμνια ντυνόταν με προσχήματα
κι εγώ κρύωνα
όπως τώρα κρυώνεις εσύ και τρομάζεις και κρύβεσαι
μες στο σπίτι όπου τρίζει η σιωπή
κι ανασαίνει βαθιά στο σκοτάδι.
Σε τούτη την κάμαρα έγιναν οι φανταστικοί βιασμοί
η επινόηση του έρωτα και της απόγνωσης
εδώ εφευρέθηκε το ψέμα κι ο ουρανός
υπάρχει μια τρύπα στο κάθισμα
υπάρχει η σιωπή και ο χρόνος
υπάρχουν κι άλλες επινοήσεις ομοιώματα σχέσεων
ομοιώματα επαφών συναρτήσεων
πίσω απ΄ τον τοίχο η νύχτα υφαίνει έναν κόσμο σκιές
εξόριστα διαστήματα μετατοπίζονται
οι πιθανότητες κοιμούνται μες στο δίχτυ τους
η ώρα ενεδρεύει στο εκκρεμές
μ΄ ένα κρύο χαμόγελο τα φαντάσματα σαλεύουν ακίνητα
πλησιάζουν και είναι ακίνητα
στην κάμαρα τούτη που είμαι ακίνητος και περιμένω
τι περιμένω;
Ισως κατέβεις παραπαίοντας εκεί που τα σπίτια χάνονται
εκεί που η αυγή ανάβει ένα εκατομμύριο χαλίκια
ίσως κατέβεις πιο χαμηλά
εκεί που το σκοτάδι σκάβει το χώμα ακατάπαυστα
εκεί που στροβιλίζονται μισοφώτιστα πρόσωπα
εκεί που η μοναξιά σχεδιάζει
ατελείωτα συμπλέγματα ατελείωτα έργα
στον ατελείωτο χώρο που υπάρχει πίσω από τα πράγματα
όπου το σχήμα χάνεται κι η κίνηση χάνεται
εκεί που είσαι ωστόσο
σκοτεινά τα μάτια τσακισμένα τα χέρια
το καμπύλο κορμί μες στο χρόνο
μες στη νύχτα που καίει
εκεί που είμαι ακίνητος και κοιτάζω και περιμένω
τι περιμένω;


Ο ΚΑΙΟΜΕΝΟΣ


Κοιτάχτε! μπήκε στη φωτιά! είπε ένας απ’ το πλήθος.
Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν
στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του
μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.
Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένoς να παραξενεύομαι.
Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;
Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.
Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.
Γινόταν ήλιος.
Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.
Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.





ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ (1917-1981)
Ο Τάκης Σινόπουλος γεννήθηκε στην Αγουλινίτσα Ηλείας, πρωτότοκος γιος του φιλολόγου Γιώργου Σινόπουλου και της Ρούσας - Βενέτας το γένος Αργυροπούλου και βαφτίστηκε Πάικος. Το 1920 η οικογένεια Σινόπουλου εγκαταστάθηκε στον Πύργο Ηλείας. Εκεί γεννήθηκαν ο αδερφός του ποιητή Νούλης (Αθανάσιος) και οι δίδυμοι Παύλος και Μαρία. Στον Πύργο ο Σινόπουλος πέρασε τα μαθητικά του χρόνια και το 1934 έφυγε για την Αθήνα για να σπουδάσει ιατρική. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του δημοσίευσε ποιήματα, πεζά, κριτικά σημειώματα και μεταφράσεις σε λογοτεχνικά περιοδικά της Αθήνας και της επαρχίας. Το 1941 επιστρατεύτηκε ως λοχίας υγειονομικού. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής πήρε μέρος σε ερασιτεχνικές θεατρικές παραστάσεις, συνέχισε να γράφει και να δημοσιεύει μεταφράσεις και ποιήματα, φυλακίστηκε από τους ιταλούς ως αντιστασιακός (1942) και πήρε το πτυχίο του από την Ιατρική Σχολή (1944). Στον Εμφύλιο πήρε μέρος ως γιατρός του πεζικού και παρέμεινε για δυο χρόνια (1946-1947) με το τάγμα του σ’ ένα χωριό έξω από την Καλαμπάκα. Στην Αθήνα επέστρεψε το 1948 και από το 1949 άσκησε για πολλά χρόνια το ιατρικό επάγγελμα. Πέθανε στο Πύργο Ηλείας.
Την πρώτη του εμφάνιση στο χώρο της λογοτεχνίας πραγματοποίησε το 1934 με τη δημοσίευση του ποιήματος "Προδοσία" και του διηγήματος "Η εκδίκηση ενός ταπεινού" στην εφημερίδα του Πύργου "Νέα Ημέρα" με το ψευδώνυμο Αργυρός Ρουμπάνης, ενώ η πρώτη του ποιητική συλλογή είχε τίτλο "Μεταίχμιο" και εκδόθηκε το 1951.
Η ποιητική πορεία του Τάκη Σινόπουλου χωρίζεται από τη λογοτεχνική κριτική σε δύο φάσεις. Στην πρώτη (1940-1965) κυριαρχούν το περιγραφικό και λυρικό στοιχείο και η στοχαστική γραφή, καθώς επίσης οι επιρροές από τους Έλιοτ, Σεφέρη και Έζρα Πάουντ, στα πλαίσια της προσπάθειας για μια οριοθέτηση του ποιητικού σύμπαντος σ’ έναν αντιποιητικό και απογοητευτικό κόσμο.
Η δεύτερη (γύρω στα 1965 και ως το τέλος της ποιητικής του παραγωγής) κινείται στα ίδια θεματολογικά πλαίσια της φθοράς και του θανάτου, παρουσιάζει όμως μια μεταστροφή στη χρήση του γλωσσικού υλικού προς έναν αντιποιητικό, επιθετικό και συχνά ειρωνικό λόγο. Από το 1963 ως το 1967 συνεργάστηκε με το περιοδικό "Εποχές", όπου δημοσίευσε κείμενα βιβλιοκρισίας. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Παπαδόπουλου πήρε μέρος στις αντιδικτατορικές εκδόσεις "18 Κείμενα" και Κείμενα 1 και 2, ενώ υπήρξε συνιδρυτής της Εταιρείας Μελέτης Ελληνικών Προβλημάτων και συνεργάτης του περιοδικού "Συνέχεια".