tag:blogger.com,1999:blog-72029292923132271412024-03-06T06:11:59.355+02:00Τέχνη για Αντίσταση!Δεν κάνουμε τέχνη για τους άλλους, δεν κάνουμε τέχνη για το μπράβο μιας στιγμής, τέχνη κάνουμε για την ψυχή μας!
apostasia.sk@gmail.comhttp://www.blogger.com/profile/10277488649439986051noreply@blogger.comBlogger49125tag:blogger.com,1999:blog-7202929292313227141.post-45456452892119349512020-06-02T09:15:00.001+03:002020-06-02T22:52:26.911+03:00Νίκος Καρούζος - Από τους σημαντικότερους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς!<div class="separator" style="clear: both; text-align: left;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhi6syymj8GFOx9Oe9tEh6zkSLGYVBpSOWoj4TGBmsAf5MKm333j3yLvtarW5PGdU9S1xxsu9yqROSNfMdi6SILB8RbN-UGcOVayo1A-zKPA8biKdA9eqCJU4N_TUFwwnysdbO8dwCsvBY/" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="1080" data-original-width="730" height="402" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhi6syymj8GFOx9Oe9tEh6zkSLGYVBpSOWoj4TGBmsAf5MKm333j3yLvtarW5PGdU9S1xxsu9yqROSNfMdi6SILB8RbN-UGcOVayo1A-zKPA8biKdA9eqCJU4N_TUFwwnysdbO8dwCsvBY/s320/nikos-karouzos.jpg" width="272" /></a></div><h2></h2><font size="4"><span style="font-family: "georgia";"></span></font><h1 style="text-align: left;"><span style="font-family: courier;"><font size="4">Ἡ νύχτα μὲ συμφέρει </font></span></h1><h1><span style="font-family: courier;"></span></h1><span style="font-family: courier;"><font size="4"><br />Πράγματι ἡ νύχτα μὲ συμφέρει.<br /> Πρῶτα-πρῶτα ἐλαττώνει τὶς φιλοδοξίες· ὕστερα<br /> διορθώνει τὶς σκέψεις· ἔπειτα<br /> συμμαζώνει τὴ θλίψη καὶ τὴν κάνει ὑποφερτότερη<br /> τὴ σιωπὴ μὲ σέβας ἀνατέμνει·<br /> ἐξαίρει τὴν ὄσφρηση μὰ προπάντων ἡ νύχτα περιζώνει.<br /></font></span><div><span style="font-family: courier;"><br /></span></div><div><span style="font-family: courier;"><br /></span></div><h1 style="text-align: left;"><span style="font-family: courier;"><font size="4">Ῥομαντικὸς ἐπίλογος </font></span></h1><h1><span style="font-family: courier;"></span></h1><span style="font-family: courier;"><font size="4"><br />Μὴ μὲ διαβάζετε ὅταν δὲν ἔχετε<br /> παρακολουθήσει κηδεῖες ἀγνώστων<br /> ἢ ἔστω μνημόσυνα.<br /> Ὅταν δὲν ἔχετε<br /> μαντέψει τὴ δύναμη<br /> ποὺ κάνει τὴν ἀγάπη<br /> ἐφάμιλλη τοῦ θανάτου.<br /> Ὅταν δὲν ἀμολήσατε ἀϊτὸ τὴν Καθαρὴ Δευτέρα<br /> χωρὶς νὰ τὸν βασανίζετε<br /> τραβώντας ὁλοένα τὸ σπάγγο.<br /> Ὅταν δὲν ξέρετε πότε μύριζε τὰ λουλούδια<br /> ὁ Νοστράδαμος.<br /> Ὅταν δὲν πήγατε τουλάχιστο μιὰ φορὰ<br /> στὴν Ἀποκαθήλωση.<br /> Ὅταν δὲν ξέρετε κανέναν ὑπερσυντέλικο.<br /> Ἂν δὲν ἀγαπᾶτε τὰ ζῶα<br /> καὶ μάλιστα τὶς νυφίτσες.<br /> Ἂν δὲν ἀκοῦτε τοὺς κεραυνοὺς εὐχάριστα<br /> ὁπουδήποτε.<br /> Ὅταν δὲν ξέρετε πῶς ὁ ὡραῖος Modigliani<br /> τρεῖς ἡ ὥρα τὴ νύχτα μεθυσμένος<br /> χτυποῦσε βίαια τὴν πόρτα ἑνὸς φίλου του<br /> γυρεύοντας τὰ ποιήματα τοῦ Βιγιὸν<br /> κι ἄρχισε νὰ διαβάζει ὦρες δυνατὰ<br /> ἐνοχλώντας τὸ σύμπαν.<br /> Ὅταν λέτε τὴ φύση μητέρα μας καὶ ὄχι θεία μας<br /> Ὅταν δὲν πίνετε χαρούμενα τὸ ἀθῶο νεράκι.<br /> Ἂν δὲν καταλάβατε πῶς ἡ Ἀνθοῦσα<br /> εἶναι μᾶλλον ἡ ἐποχή μας.<br /> ΠΡΟΣΟΧΗ<br /> ΧΡΩΜΑΤΑ<br /> Μὴ μὲ διαβάζετε<br /> ὅταν<br /> ἔχετε<br /> δίκιο.<br /> Μὴ μὲ διαβάζετε ὅταν<br /> δὲν ἤρθατε σὲ ρήξη μὲ τὸ σῶμα...<br /> Ὥρα νὰ πηγαίνω<br /> δὲν ἔχω ἄλλο στῆθος.<br /><br /><br /></font></span><h1 style="text-align: left;"><span style="font-family: courier;"><font size="4">Αἴφνης </font></span></h1><h1><span style="font-family: courier;"></span></h1><span style="font-family: courier;"><font size="4"><br />Αὐτὸ ποὺ λέμε ὄνειρο δὲν εἶν᾿ ὄνειρο<br /> ποὺ ἡ πλατιὰ πραγματικότητα δὲν εἶναι πραγματική.<br /> Κάπου γελιέμαι μὰ ἐκεῖ κιόλας ὑπάρχω ἀπόλυτα,<br /> σὰν τὸ σύννεφο ποὺ ἀλλάζει στὰ νωθρὰ δευτερόλεπτα<br /> ὄντας μονάχα ἡ ἀκάλεστη μεταμόρφωση.<br /> Κανένα λιοντάρι δὲν παραγνώρισε τὸ θήραμα<br /> καὶ ἡ πάπια δὲν ἔπαψε νὰ πιπιλίζει τὴ λάσπη·<br /> τὸ χταπόδι βγαίνει ἀπ᾿ τὸ ρηχὸ θαλάμι του μὲ γαλαζόπετρα<br /> στὰ ξέφωτα ἡ τίγρη λησμονιέται ἀνεπίληπτα.<br /> Νυχτώνει καὶ σήμερα. Ἡ ἀγωνία<br /> λέει πάλι: θὰ βοσκήσω τὸ μαῦρο.</font></span><div class="separator" style="clear: both; text-align: left;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="266" src="https://www.youtube.com/embed/HNW-17MKNeM" width="320" youtube-src-id="HNW-17MKNeM"></iframe></div><p><br /></p><h1 style="text-align: left;"><span style="font-family: courier;"><b>ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ (1926-1990)</b></span></h1><p><span style="font-family: courier;"><b> </b>Ο Νίκος Καρούζος του Δημήτρη και
της Κωνσταντίνας, το γένος Πιτσάκη, γεννήθηκε στο Ναύπλιο. Ο πατέρας του
ήταν δάσκαλος στρατευμένος στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, διώχτηκε
κατά τη διάρκεια του εμφυλίου και εξορίστηκε μετά τη συνθηκολόγηση της
Βάρκιζας. Η μητέρα του ήταν κόρη ιερωμένου και δασκάλου. <br /></span></p><p><span style="font-family: courier;">Κατά τη
διάρκεια των γυμνασιακών του χρόνων ο Καρούζος έδρασε στην ΕΠΟΝ και
εξορίστηκε στην Ικαρία (1947) και στη Μακρόνησο (1951), από όπου έφυγε
τελικά το 1953 μετά από νευρικό κλονισμό. <br /></span></p><p><span style="font-family: courier;">Παντρεύτηκε δύο φορές, το 1955
τη Μαρία Δαράκη, με την οποία έζησε λίγους μόλις μήνες και το 1963 τη
Μαίρη Μεϊμαράκη, από την οποία χώρισε το 1980. Από το 1981 και ως το
τέλος της ζωής του τον συντρόφεψε η Εύα Μπέη. <br /></span></p><p><span style="font-family: courier;">Σπούδασε νομικά και
πολιτικές επιστήμες στην Αθήνα, δεν ολοκλήρωσε όμως τις σπουδές του,
καθώς ήδη από το 1941 είχε στραφεί στην ποίηση. Το 1949 πραγματοποίησε
την πρώτη επίσημη εμφάνισή του στο χώρο των γραμμάτων με τη δημοσίευση
του ποιήματός του Σίμων ο Κυρηναίος στο περιοδικό Ο Αιώνας μας. <br /></span></p><p><span style="font-family: courier;">Η πρώτη
του ποιητική συλλογή με τίτλο "Η επιστροφή του Χριστού" εκδόθηκε το 1954.
Στους λογοτεχνικούς κύκλους έγινε πιο γνωστός στη δεκαετία του ’60 με
τις συλλογές "Η έλαφος των άστρων", "Ο υπνόσακκος" και "Πενθήματα". <br /></span></p><p><span style="font-family: courier;">Ακολούθησαν πολλές ακόμη συλλογές και συγκεντρωτικές εκδόσεις των
ποιημάτων του ως τη συγγραφή του τελευταίου του ποιητικού έργου "Αιώρηση",
γραμμένου στις 29 Αυγούστου 1990 στο νοσοκομείο Υγεία, όπου ο ποιητής
νοσηλευόταν τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής του, άρρωστος από καρκίνο,
και πέθανε. <br /></span></p><p><span style="font-family: courier;">Συνεργάστηκε με τα περιοδικά όπως Νέα Εστία, Αθηναϊκά
Γράμματα, Ευθύνη, Σπείρα, Τομές, η Λέξη. Τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό
Βραβείο Ποίησης (1963), το Βραβείο της Ομάδας των Δώδεκα (1963), το Α΄
Εθνικό Βραβείο Ποίησης, από κοινού με τους Τάκη Βαρβιτσιώτη και Μίλτο
Σαχτούρη (1972) και το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1988). </span><br /></p>apostasia.sk@gmail.comhttp://www.blogger.com/profile/10277488649439986051noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7202929292313227141.post-48617010170931127822020-05-24T11:53:00.001+03:002020-05-24T11:53:02.778+03:00Άρης Αλεξάνδρου - Από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς Έλληνες συγγραφείς<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiz9GTXJPk9cD57zrmdWCngkwHowbmF-ViaHvhpMa4V1zXGG8imA4zFVGoWbiRLPrzF7h6ybu2uSnUMy0LO_5UBOfT2gNajj347291sR1JXTj5Ckem1OQGKIeU2wsj0CTP7hYHjsVUDDJo/" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="640" data-original-width="503" height="320" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiz9GTXJPk9cD57zrmdWCngkwHowbmF-ViaHvhpMa4V1zXGG8imA4zFVGoWbiRLPrzF7h6ybu2uSnUMy0LO_5UBOfT2gNajj347291sR1JXTj5Ckem1OQGKIeU2wsj0CTP7hYHjsVUDDJo/s320/%25CE%2586%25CF%2581%25CE%25B7%25CF%2582+%25CE%2591%25CE%25BB%25CE%25B5%25CE%25BE%25CE%25AC%25CE%25BD%25CE%25B4%25CF%2581%25CE%25BF%25CF%2585.jpg" /></a><br /><br /><h1 style="text-align: left;"><span style="font-family: "georgia";">Μέσα στις πέτρες </span></h1><span style="font-family: "georgia";"><font size="4">Κι όμως δεν αυτοκτόνησα.<br /> Είδατε ποτέ κανέναν έλατο να κατεβαίνει μοναχός του στο πριονιστήριο;<br /> Η θέση μας είναι μέσα δω σʼ αυτό το δάσος<br /> με τα κλαδιά κομμένα μισοκαμένους τους κορμούς<br /> με τις ρίζες σφηνωμένες μέσα στις πέτρες.</font><br /><br /></span><h1 style="text-align: left;"><span style="font-family: "georgia";">Γύμνασμα</span></h1><h1><span style="font-family: "georgia";"></span></h1><span style="font-family: "georgia";"> <br /> <font size="4">Δοκίμαζε, συνέχιζε τα γυμνάσματά σου.<br /> Κοίτα που κ' η θάλασσα ανακατεύει συνεχώς<br /> ουρανό και φύκια<br /> πασχίζοντας να βρει το σωστό της χρώμα.<br /></font><br /><br /></span><h1 style="text-align: left;"><span style="font-family: "georgia";">Το βιβλίο </span></h1><h1><span style="font-family: "georgia";"></span></h1><span style="font-family: "georgia";"><br /><font size="4">Είχανε ξεχάσει ποιο είταν το βιβλίο<br /> συμφωνούσαν όμως όλοι πως το διάβαζε την ώρα που μπήκαν στην ακτίνα<br /> μ’ έναν μακρύ κατάλογο.<br /> Διάβαζε κι όταν έγινε σιωπή κ’ οι αρβύλες των φυλάκων<br /> ηχούσαν στο προαύλιο σαν τα χώματα που πέφτουν πάνω στην νεκρόκασα.<br /> Διάβαζε κι όταν πέρναγαν έναν-έναν τους θαλάμους κι ακουγόντουσαν ξερά επίθετα κι ονόματα<br /> και το πατρώνυμο στο τέλος<br /> χαριστική βολή.<br /> Σε ποιο σπίτι σε τί δέντρα να τον είχε παρασύρει το βιβλίο<br /> σε ποιο βράχο να ’χε κάτσει με τα γυμνά του πόδια μες στον αφρό της θάλασσας<br /> δεν ήξερε κανένας να μου πει.<br /> Μόνο πως όταν τον διακόψαν<br /> το ’κλεισε με παράπονο κ’ είπε πως είταν όμορφο<br /> κρίμα που δεν του ’μεινε καιρός να το τελειώσει. <br /><br />Θα προσπαθήσω να το βρω εκείνο το βιβλίο.<br /> Θα τ’ ανοίξω στην τσακισμένη του σελίδα<br /> και <br /> αν αξιωθώ<br /></font></span><div><font size="4"><span style="font-family: "georgia";"> θα το διαβάσω ώς το τέλος.</span></font></div><div><span style="font-family: "georgia";"><br /></span></div><div><span style="font-family: "georgia";"></span><br /></div><div><br /></div><h1 style="text-align: left;"><span style="font-family: "georgia";">Απόσπασμα από "Το Κιβώτιο"</span></h1><h2><span style="font-family: "georgia";"></span></h2><span style="font-family: "georgia";"> <font size="4">Κυριακή, 13 Οκτωβρίου 1949<br /><br /> Σύντροφε ανακριτά, αρχίζω να αναρωτιέμαι αν είσαστε πράγματι σύντροφος. Ή μάλλον, αρχίζω να πιστεύω πως δεν είσαστε και σας το λέω έξω απ' τα δόντια, αδιαφορώντας αν θα προκαλέσω την οργή σας. Επιτέλους, ελάτε στη θέση μου, προσπαθήστε να δείτε την κατάσταση με τα δικά μου μάτια και πέστε μου ύστερα αν έχω δίκιο να λέω ότι το πράγμα καταντάει αφύσικο. Κατέγραψα τόσα γεγονότα, ανέφερα συγκεκριμένα στοιχεία, ονόματα, ημερομηνίες, επανήλθα σε λεπτομέρειες για να διευκρινίσω τα τυχόν σκοτεινά σημεία, ομολόγησα ότι έτυχε να πω σε ορισμένες περιπτώσεις τη μισή αλήθεια κι όμως εσείς εξακολουθείτε να σωπαίνετε, δεν εννοείτε να παίξετε σωστά τον ρόλο σας, δεν εννοείτε να μου υποβάλετε ερωτήσεις, με αφήνετε να εικάζω τι μπορεί να σας ενδιαφέρει – μάντης είμαι; <br /><br /> Περνώντας από εικασία σε εικασία, μου πέρασε η σκέψη πως δεν έχω να κάνω με σύντροφο – ναι, το ομολογώ, είναι μέρες τώρα που υποπτεύτηκα πως η πόλη Κ μπορεί κάλλιστα να ξανάπεσε στα χέρια των κυβερνητικών, γι’ αυτό το ήθελα το τραπέζι, σκέφτηκα να το βάλω πάνω στο κλινάρι μου και να δω τη σημαία που κυματίζει στην πιο ψηλή πολεμίστρα του Ενετικού Φρουρίου (ήθελα να διαπιστώσω αν είναι ακόμα η σημαία μας) γιατί αν δεν είναι, γράφω μια κατάθεση που φτάνει στα χέρια του εχθρού. Καταλαβαίνετε σε τι δύσκολη θέση με βάζετε; <br /><br /> Το Κιβώτιο, 1998, Κέδρος, σ. 178-179</font><br /><br /><br /><br /></span><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><span style="font-family: "georgia";"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="266" src="https://www.youtube.com/embed/W-QWD6jjSEg" width="320" youtube-src-id="W-QWD6jjSEg"></iframe></span></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><span style="font-family: "georgia";"><br /></span></div><span style="font-family: "georgia";"><font size="4"><b>ΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ (1922-1978)</b></font><br /></span><div><font size="4"><span style="font-family: "georgia";">Ο Άρης Αλεξάνδρου (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Αριστοτέλη Βασιλειάδη) γεννήθηκε στο Λένινγκραντ, γιος του Βασίλη Βασιλειάδη που καταγόταν από την Τραπεζούντα και της εσθονικής καταγωγής ρωσίδας Πολίνα Άντοβνα Βίλγκεμσον. Η οικογενειακή του γλώσσα ήταν τα ρωσικά. <br /></span></font></div><div><font size="4"><span style="font-family: "georgia";">Μετά από δύο χρόνια παραμονής στη Θεσσαλονίκη (1928-1930) εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα και έμεινε σε μια προσφυγική πολυκατοικία. Στην Αθήνα έμαθε ελληνικά στο δημοτικό σχολείο και το 1933 γράφτηκε στο Βαρβάκειο Γυμνάσιο, όπου συνδέθηκε φιλικά με τον Αντρέα Φραγκιά. Οι δυο φίλοι μαζί με τους Γεράσιμο Σταύρου, Χρίστο Θεοδωρόπουλο και Λεωνίδα Τζεφρώνη δημιούργησαν μια μυστική ομάδα μαρξιστικού προσανατολισμού κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά, στα πλαίσια της οποίας συνέχισαν να δρουν και κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. <br /></span></font></div><div><font size="4"><span style="font-family: "georgia";">Το 1940 ο Άρης έδωσε εξετάσεις στο Πολυτεχνείο και στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών χωρίς επιτυχία, πέτυχε όμως στις εξετάσεις της ΑΣΟΕΕ, στις οποίες πήρε μέρος λίγο αργότερα. Το 1941 προσχώρησε μαζί με τους συντρόφους του σε κομμουνιστική οργάνωση από μέλη της πρώην ΟΚΝΕ, από την οποία αποχώρησε ένα χρόνο αργότερα. <br /></span></font></div><div><font size="4"><span style="font-family: "georgia";">Μετά την επανέναρξη των μαθημάτων στις πανεπιστημιακές σχολές επέστρεψε στην Ανωτάτη Εμπορική, εγκατέλειψε όμως τις σπουδές του λίγους μήνες αργότερα και ξεκίνησε τη μακροχρόνια μεταφραστική του εργασία στον εκδοτικό οίκο Γκοβόστη, στα πλαίσια της οποίας πρωτοχρησιμοποίησε το όνομα Άρης Αλεξάνδρου. <br /></span></font></div><div><font size="4"><span style="font-family: "georgia";">Παράλληλα πήρε μέρος σε αντιφασιστικές εκδηλώσεις παραμένοντας εκτός οργανώσεων. Το 1944 τον συνέλαβαν τα αγγλικά στρατεύματα κατά τα Δεκεμβριανά και στάλθηκε στο στρατόπεδο Ελ Ντάμπα στη Βόρειο Αφρική, από όπου επέστρεψε το 1945. <br /></span></font></div><div><font size="4"><span style="font-family: "georgia";">Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου εξορίστηκε στο Μούδρο (1948-1949), τη Μακρόνησο (1949), τον Άγιο Ευστράτιο (1950-1951). Ως το 1958 έζησε στις φυλακές Αβέρωφ, Αίγινας και Γυάρου μετά από καταδίκη του Στρατοδικείου Αθηνών για ανυποταξία. <br /></span></font></div><div><font size="4"><span style="font-family: "georgia";">Το 1959 παντρεύτηκε την Καίτη Δρόσου. Αμέσως μετά την επιβολή της δικτατορίας του Παπαδόπουλου έφυγε για το Παρίσι, όπου έκανε διάφορες χειρονακτικές δουλειές ενώ εργάστηκε επίσης ως συντάκτης στο λεξικό Robert ως το 1974, οπότε ξανάρχισαν οι αναθέσεις μεταφράσεων από έλληνες εκδότες. <br /></span></font></div><div><font size="4"><span style="font-family: "georgia";">Ο Άρης Αλεξάνδρου πέθανε στις 2 Ιουλίου του 1978 από αλλεπάλληλα καρδιακά εμφράγματα σε ηλικία 56 χρόνων. <br /></span></font></div><div><font size="4"><span style="font-family: "georgia";">Ως μεταφραστής συνεργάστηκε και με άλλους Έλληνες εκδότες, καθώς επίσης με τα περιοδικά Ελεύθερα Γράμματα (1946) και Εποχές (1963) · κείμενά του δημοσίευσε στα περιοδικά Καλλιτεχνικά Νέα, Καινούρια Εποχή , Επιθεώρηση Τέχνης, Εποχές, Η συνέχεια. <br /></span></font></div><div><font size="4"><span style="font-family: "georgia";">Το 1946 εκδόθηκε η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο Ακόμα τούτη η Άνοιξη. Ακολούθησαν οι συλλογές Άγονος γραμμή (1952) και Ευθύτης οδών (1959). Τιμήθηκε με το βραβείο ειρήνης στο φεστιβάλ της Μόσχας του 1962. <br /></span></font></div><div><font size="4"><span style="font-family: "georgia";">Το έργο του Άρη Αλεξάνδρου τοποθετείται στο χώρο της μεταπολεμικής ελληνικής λογοτεχνίας. Με το ποιητικό του έργο διέγραψε την πορεία από τον στρατευμένο υπέρ του κομμουνισμού λόγο στην έκφραση της απογοήτευσης για το μάταιο των αγώνων και στην ειρωνεία. Ως σταθμός ωστόσο στην ιστορία της νεώτερης λογοτεχνίας μας θεωρήθηκε το μυθιστόρημά του Το Κιβώτιο, που ολοκληρώθηκε το 1972 μετά α</span>πό <span style="font-family: "georgia";">εφτά χρόνια συγγραφής και εκδόθηκε από τον Κέδρο το 1975.</span></font></div>apostasia.sk@gmail.comhttp://www.blogger.com/profile/10277488649439986051noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7202929292313227141.post-83399939440165874592020-05-21T15:42:00.001+03:002020-05-22T00:00:48.795+03:00Νίκος Καββαδίας - ο ποιητής της θάλασσας και των περιπλανήσεων<br /><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhgLW_0lMRWx5yMI3rKJtD0st54-QmAkp2Rj5UCV-Cuw4ExVljOutYWrck2WtL5Qjc6b_Myk5Flnt9j9gxeAfR91BinI1LdK0jkhITskJ4t2XL8bI4OxTMsaD5rxKXpl9EFIwJIKmEp9iU/" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="693" data-original-width="950" height="337" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhgLW_0lMRWx5yMI3rKJtD0st54-QmAkp2Rj5UCV-Cuw4ExVljOutYWrck2WtL5Qjc6b_Myk5Flnt9j9gxeAfR91BinI1LdK0jkhITskJ4t2XL8bI4OxTMsaD5rxKXpl9EFIwJIKmEp9iU/s320/kavvadias.jpg" width="463" /></a><h1 style="text-align: left;"><span style="font-family: "georgia";"><font size="6">Μαραμπού</font></span> </h1><br /><div><div><div><span style="font-family: "georgia";"><br /> <font size="4">Λένε για μένα οι ναυτικοί που εζήσαμε μαζί<br /> πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο,<br /> πως τις γυναίκες μ' ένα τρόπον ύπουλο μισώ<br /> κι ότι μ' αυτές να κοιμηθώ ποτέ μου δεν πηγαίνω.<br /> <br /> Ακόμα, λένε πως τραβώ χασίσι και κοκό<br /> πως κάποιο πάθος με κρατεί φριχτό και σιχαμένο,<br /> κι ολόκληρο έχω το κορμί με ζωγραφιές αισχρές,<br /> σιχαμερά παράξενες, βαθιά στιγματισμένο.<br /> <br /> Ακόμα, λένε πράματα φριχτά παρά πολύ,<br /> που είν' όμως ψέματα χοντρά και κατασκευασμένα,<br /> κι αυτό που εστοίχισε σε με πληγές θανατερές<br /> κανείς δεν το 'μαθε ποτέ, γιατί δεν το 'πα σε κανένα.<br /> <br /> Μ' απόψε, τώρα που έπεσεν η τροπική βραδιά,<br /> και φεύγουν προς τα δυτικά των Μαραμπού τα σμήνη,<br /> κάτι με σπρώχνει επίμονα να γράψω σε χαρτί,<br /> εκείνο, που παντοτινή κρυφή πληγή μου εγίνη.<br /> <br /> Ήμουνα τότε δόκιμος σ'ένα λαμπρό ποστάλ<br /> και ταξιδεύαμε Αίγυπτο γραμμή Νότιο Γαλλία.<br /> Τότε τη γνώρισα - σαν άνθος έμοιαζε αλπικό -<br /> και μια στενή μας έδεσεν αδελφική φιλία.<br /> <br /> Αριστοκρατική, λεπτή και μελαγχολική,<br /> κόρη ενός πλούσιου Αιγύπτιου οπού 'χε αυτοκτονήσει,<br /> ταξίδευε τη λύπη της σε χώρες μακρινές,<br /> μήπως εκεί γινότανε να τήνε λησμονήσει.<br /> <br /> Πάντα σχεδόν της Μπασκιρτσέφ κρατούσε το Ζουρνάλ,<br /> και την Αγία της Άβιλας παράφορα αγαπούσε,<br /> συχνά στίχους απάγγελνε θλιμμένους γαλλικούς,<br /> κι ώρες πολλές προς τη γαλάζιαν έκταση εκοιτούσε.<br /> <br /> Κι εγώ, που μόνον εταιρών εγνώριζα κορμιά,<br /> κι είχα μιαν άβουλη ψυχή δαρμένη απ' τα πελάη,<br /> μπροστά της εξανάβρισκα την παιδική χαρά<br /> και, σαν προφήτη, εκστατικός την άκουα να μιλάει.<br /> <br /> Ένα μικρό της πέρασα σταυρόν απ' το λαιμό<br /> κι εκείνη ένα μου χάρισε μεγάλο πορτοφόλι<br /> κι ήμουν ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος της γης,<br /> όταν εφθάσαμε σ' αυτήν που θα 'φευγε την πόλη.<br /> <br /> Την εσκεφτόμουνα πολλές φορές στα φορτηγά,<br /> ως ένα παραστάτη μου κι άγγελο φύλακά μου,<br /> και μια φωτογραφία της στην πλώρη ήταν για με<br /> όαση, που ένας συναντά μεσ' στην καρδιά της Άμμου.<br /> <br /> Νομίζω πως θε να 'πρεπε να σταματήσω εδώ.<br /> Τρέμει το χέρι μου, ο θερμός αγέρας με φλογίζει.<br /> Κάτι άνθη εξαίσια τροπικά του ποταμού βρωμούν,<br /> κι ένα βλακώδες Μαραμπού παράμερα γρυλίζει.<br /> <br /> Θα προχωρήσω!... Μια βραδιά σε πόρτο ξενικό<br /> είχα μεθύσει τρομερά με ουίσκι, τζιν και μπύρα,<br /> και κατά τα μεσάνυχτα, τρικλίζοντας βαριά,<br /> το δρόμο προς τα βρωμερά, χαμένα σπίτια επήρα.<br /> <br /> Αισχρές γυναίκες τράβαγαν εκεί τους ναυτικούς,<br /> κάποια μ' άρπαξ' απότομα, γελώντας, το καπέλο<br /> (παλιά συνήθεια γαλλική του δρόμου των πορνών)<br /> κι εγώ την ακολούθησα σχεδόν χωρίς να θέλω.<br /> <br /> Μια κάμαρα στενή, μικρή, σαν όλες βρωμερή,<br /> οι ασβέστες απ' τους τοίχους της επέφτανε κομμάτια,<br /> κι αυτή ράκος ανθρώπινο που εμίλαγε βραχνά,<br /> με σκοτεινά, παράξενα, δαιμονισμένα μάτια.<br /> <br /> Της είπα κι έσβησε το φως. Επέσαμε μαζί.<br /> Τα δάχτυλά μου καθαρά μέτρααν τα κόκαλά της.<br /> Βρωμούσε αψέντι. Εξύπνησα, ως λένε οι ποιητές<br /> «μόλις εσκόρπιζεν η αυγή τα ροδοπέταλά της».<br /> <br /> Όταν την είδα και στο φως τα' αχνό το πρωινό,<br /> μου φάνηκε λυπητερή, μα κολασμένη τόσο,<br /> που μ' ένα δέος αλλόκοτο, σαν να 'χα φοβηθεί,<br /> το πορτοφόλι μου έβγαλα γοργά να την πληρώσω.<br /> <br /> Δώδεκα φράγκα γαλλικά... Μα έβγαλε μια φωνή,<br /> κι είδα μια εμένα να κοιτά με μάτι αγριεμένο,<br /> και μια το πορτοφόλι μου... Μ' απόμεινα κι εγώ<br /> έναν σταυρό απάνω της σαν είδα κρεμασμένο.<br /> <br /> Ξεχνώντας το καπέλο μου βγήκα σαν τον τρελό,<br /> σαν τον τρελό που αδιάκοπα τρικλίζει και χαζεύει,<br /> φέρνοντας μέσα στο αίμα μου μια αρρώστια τρομερή,<br /> που ακόμα βασανιστικά το σώμα μου παιδεύει.<br /> <br /> Λένε για μένα οι ναυτικοί που εκάμαμε μαζί<br /> πως χρόνια τώρα με γυναίκα εγώ δεν έχω πέσει,<br /> πως είμαι παλιοτόμαρο και πως τραβάω κοκό,<br /> μ' αν ήξερα οι δύστυχοι, θα μ' είχαν συχωρέσει...<br /> <br /> Το χέρι τρέμει... Ο πυρετός... Ξεχάστηκα πολύ<br /> ασάλευτο ένα Μαραμπού στην όχθη να κοιτάζω.<br /> Κι έτσι καθώς επίμονα κι εκείνο με κοιτά,<br /><br /> νομίζω πως στη μοναξιά και στη βλακεία του μοιάζω...</font></span><br /><br /><br /><br /><br /><br /><h1 style="text-align: left;"><font size="6"><span style="font-family: "georgia";">Παραλληλισμοί </span></font></h1><h1><font size="6"><span style="font-family: "georgia";"></span></font></h1><br /><font size="4"><span style="font-family: "georgia";"><br /> Τρία πράματα στον κόσμο αυτό, πολύ να μοιάζουν είδα.<br /> Τα ολόλευκα μα πένθιμα σχολεία των Δυτικών,<br /> των φορτηγών οι βρώμικες σκοτεινιασμένες πλώρες<br /> και οι κατοικίες των κοινών, χαμένων γυναικών.<br /> <br /> Έχουνε μια παράξενη συγγένεια και τα τρία<br /> παρ' όλη τη μεγάλη τους στο βάθος διαφορά,<br /> μα μεταξύ τους μοιάζουνε πολύ, γιατί τους λείπει<br /> η κίνηση, η άνεση του χώρου και η χαρά.<br /><br /></span></font><br /><br /><br /><h1 style="text-align: left;"><span style="font-family: "georgia";">Federico Garcia Lorca</span></h1><font size="4"><span style="font-family: "georgia";">Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό<br />και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι<br />Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ<br />τότε που φεύγανε μπουλούκια οι σταυροφόροι<br /><br />Παντιέρες πάγαιναν του ανέμου συνοδειά<br />και ξεκινούσαν οι γαλέρες του θανάτου<br />στο ρογοβύζι ανατριχιάζαν τα παιδιά<br />κι ο γέρος έλιαζε, ακαμάτης, τ'αχαμνά του<br /><br />Του ταύρου ο Πικάσο ρουθούνιζε βαριά<br />και στα κουβέλια τότε σάπιζε το μέλι<br />τραβέρσο ανάποδο, πορεία προς το βοριά<br />τράβα μπροστά, ξοπίσω εμείς και μη σε μέλει<br /><br />Κάτω απ' τον ήλιο αναγαλιάζαν οι ελιές<br />και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια<br />τις νύχτες στέρφες απομέναν οι αγκαλιές<br />τότες που σ' έφεραν, κατσίβελε, στη μπόλια<br /><br />Ατσίγγανε κι αφέντη μου με τι να σε στολίσω;<br />φέρτε το μαυριτάνικο σκουτί το πορφυρό<br />στον τοίχο της Καισαριανής μας φέραν από πίσω<br />κι ίσα ένα αντρίκειο ανάστημα ψηλώσαν το σωρό.<br /><br />Κοπέλες απ' το Δίστομο, φέρτε νερό και ξύδι<br />κι απάνω στη φοράδα σου δεμένος σταυρωτά<br />σύρε για κείνο το στερνό στην Κόρδοβα ταξίδι<br />μέσα απ' τα διψασμένα της χωράφια τα ανοιχτά<br /><br />Βάρκα του βάλτου ανάστροφη<br />φτενή δίχως καρένα<br />σύνεργα που σκουριάζουνε σε γύφτικη σπηλιά<br />σμάρι κοράκια να πετάν στην έρημην αρένα<br />και στο χωριό να ουρλιάζουνε τη νύχτα εφτά σκυλιά.</span></font></div><div><br /><font size="4"><span style="font-family: "georgia";"></span></font></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: left;"><iframe allowfullscreen="" class="BLOG_video_class" height="266" src="https://www.youtube.com/embed/Jnjl9E39Kxo" width="320" youtube-src-id="Jnjl9E39Kxo"></iframe></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><br /></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><br /></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: left;"><font size="4"><span style="font-family: georgia;"><b>Νίκος Καββαδίας (11 Ιανουαρίου 1910 - 10 Φεβρουαρίου 1975)</b></span></font></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: left;"><br /></div><p><font size="4"><span style="font-family: georgia;">Ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 1910 στο Νίκολσκι
Ουσουρίσκι, μια επαρχιακή πόλη της περιοχής του Χαρμπίν στη Μαντζουρία,
από γονείς Κεφαλονίτες, το Χαρίλαο Καββαδία και τη Δωροθέα Αγγελάτου της
γνωστής οικογένειας εφοπλιστών της Κεφαλονιάς. Σ’ αυτή τη μικρή Ρωσική
πόλη, γεννιούνται και άλλα δυο παιδιά: η Τζένια (Ευγενία) κι ο Μήκιας
(Δημήτρης). Ο πατέρας Χαρίλαος Καββαδίας διατηρούσε γραφείο γενικού
εμπορίου διακινώντας μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων με κύριο πελάτη τον
τσαρικό στρατό.</span></font></p><font size="4"><span style="font-family: georgia;">
</span></font><p><font size="4"><span style="font-family: georgia;">Το 1914, με την έκρηξη του Πολέμου, η οικογένεια έρχεται στην Ελλάδα
κι εγκαθίσταται στο Αργοστόλι, ενώ ο πατέρας επιστρέφει στις
επιχειρήσεις του στη Ρωσία, όπου καταστρέφεται οικονομικά. Το 1917, κατά
τη διάρκεια της Οκτωβριανής Επανάστασης, φυλακίζεται. Γυρίζει και πάλι
στην Ελλάδα το 1921, τσακισμένος και ανίκανος να προσαρμοσθεί στην
ελληνική πραγματικότητα.</span></font></p><font size="4"><span style="font-family: georgia;">
</span></font><p><font size="4"><span style="font-family: georgia;">Μετά το Αργοστόλι, η οικογένεια εγκαθίσταται στον Πειραιά. Ο
Καββαδίας πηγαίνει στο Δημοτικό κι είναι συμμαθητής με το Γιάννη
Τσαρούχη. Διαβάζει Ιούλιο Βερν και διάφορα βιβλία περιπέτειας. Στο
Γυμνάσιο γνωρίζεται με το συγγραφέα και ιατρό του Πολεμικού Ναυτικού
Παύλο Νιρβάνα. Δεκαοκτώ ετών, αρχίζει να δημοσιεύει ποιήματα στο
περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας με το ψευδώνυμο Πέτρος
Βαλχάλας.</span></font></p><p><font size="4"><span style="font-family: georgia;">Τελειώνοντας το Γυμνάσιο, δίνει εξετάσεις στην Ιατρική Σχολή. Όμως την
ίδια περίοδο πεθαίνει ο πατέρας του και αναγκάζεται να εργαστεί σε
ναυτικό γραφείο. Συνεχίζει όμως να συνεργάζεται με διάφορα φιλολογικά
περιοδικά. Το Νοέμβριο του 1928, ο Καββαδίας βγάζει ναυτικό φυλλάδιο και
μπαρκάρει ως «ναυτόπαις» τον επόμενο χρόνο στο φορτηγό «Άγιος
Νικόλαος».</span></font></p><p><font size="4"><span style="font-family: georgia;">Το 1934, η οικογένεια μετακομίζει από τον Πειραιά στην Αθήνα. Το σπίτι
της γίνεται τόπος συγκέντρωσης λογοτεχνών, ζωγράφων και ποιητών. Ο
Καββαδίας την εποχή εκείνη περιγράφεται ως ένας λιγομίλητος απλός
άνθρωπος, ατημέλητος, χαριτωμένος, εγκάρδιος, με ανεξάντλητο χιούμορ,
αγαπητός στους πάντες. Το 1938 στρατεύεται και υπηρετεί στην Ξάνθη με
την ειδικότητα του ημιονηγού, ενώ το 1939 παίρνει το δίπλωμα του
ραδιοτηλεγραφητή κατωτέρας τάξεως. Στον πόλεμο του ’40 φεύγει για την
Αλβανία, όπου υπηρετεί αρχικά ως ημιονηγός τραυματιοφορέας και αργότερα
λόγω της ειδικότητάς που είχε ως ασυρματιστής χρησιμοποιείται στο σταθμό
υποκλοπής της ΙΙΙ Μεραρχίας.</span></font></p><p><font size="4"><span style="font-family: georgia;">Από το 1954 μέχρι και το 1974, ταξιδεύει διαρκώς με πολύ μικρά
διαλείμματα. Μέσα στη χρονική αυτή περίοδο, τα πιο σημαντικά γεγονότα
στη ζωή του ποιητή αφορούν το θάνατο του πιο μικρού του αδερφού, Αργύρη,
το 1957, την κυκλοφορία της «Βάρδιας» στα γαλλικά το 1959, την
επανέκδοση του «Μαραμπού» και του «Πούσι» το 1961 από τις εκδόσεις
Γαλαξίας, το θάνατο της μητέρας του το 1965 και τη γέννηση του Φίλιππου
το 1966, γιου της ανιψιάς του Έλγκας.</span></font></p><font size="4"><span style="font-family: georgia;">
</span></font><p><font size="4"><span style="font-family: georgia;">Κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του, και συγκεκριμένα το 1954, συνέβη
το εξής περιστατικό: Ενώ ο ποιητής εργαζόταν σε «ποστάλι» (καράβι μικρών
αποστάσεων, επιβατηγό),ταξίδεψε με το καράβι του ο Γιώργος Σεφέρης.
Τόσο κατά την τυπική υποδοχή των ταξιδιωτών, όσο και κατά τη διάρκεια
του ταξιδιού, ο Σεφέρης δεν μπήκε καν στη διαδικασία να χαιρετίσει τον
Καββαδία. Το γεγονός πίκρανε ιδιαίτερα τον Καββαδία, που θεωρούσε ότι η
λογοτεχνική γενιά του ’30, στην οποία ανήκε και ο ίδιος, τον υποτιμούσε.</span></font></p><p><font size="4"><span style="font-family: georgia;">Στις 10 Φεβρουαρίου του 1975, στην Αθήνα, στην κλινική «Άγιοι
Απόστολοι», αφήνει την τελευταία του πνοή ύστερα από εγκεφαλικό
επεισόδιο.Κηδεύτηκε στο Α΄Νεκροταφείο με παρουσία πολλών ανθρώπων των
γραμμάτων και της τέχνης. Ο Νίκος Καββαδίας ταπεινά παρουσιάστηκε στα
ελληνικά γράμματα, κι η ταπεινότητά του αυτή, μαζί με την μελοποίηση
πολλών ποιημάτων του, τον έφερε κοντά στη μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων,
κάνοντάς τον έναν από τους πιό δημοφιλείς μας ποιητές, δυστυχώς μετά
τον θάνατό του….</span></font></p><p><font size="4"><span style="font-family: georgia;">Το 1979 είναι μια χρονιά-σταθμός για την ποίηση του Νίκου Καββαδία κι
αυτό γιατί τότε κυκλοφόρησε ένας δίσκος ορόσημο για την ελληνική
μουσική. Ο »Σταυρός του Νότου». Ο Θάνος Μικρούτσικος μελοποίησε 11
ποιήματα του Καββαδία και χάρισε στην ελληνική μουσική σκηνή έναν από
τους πιο σημαντικούς της δίσκους.</span></font></p><div class="separator" style="clear: both; text-align: left;"><br /></div><div><br /><font size="4"><span style="font-family: "georgia";"></span></font><span><span lang="EL" style="color: blue; font-family: "consolas"; font-size: 12pt;"></span></span><span><span lang="EL" style="color: blue; font-family: "consolas"; font-size: 12pt;"></span></span></div></div></div>apostasia.sk@gmail.comhttp://www.blogger.com/profile/10277488649439986051noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7202929292313227141.post-57772121003807605302015-03-03T21:41:00.000+02:002015-03-03T21:45:11.811+02:00Edgar Allan Poe - Άρχοντας του Μακάβριου και του Μυστηρίου.. <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
</div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
</div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
</div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<span style="font-family: Georgia,"Times New Roman",serif;">Edgar Allan Poe<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhs8ZSAfsN3AUjONwAwIZE4o91MHaEe1R2wRKss4SeFbaP_DDvhww2pDJ-dFCjGlDnCFmwqAZ2ch7o5rIoZviOgCBQDwEzGTYa-QnrQQrMp4FdrmnKzI4OtnPdP-N752gF9MSy4WwHQ9Hk/s1600/images.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"></a></span></div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhfTkfPRCKpAHE11FV_QhO2oJTXDssw5uFN8eksjSC-d-LbuDoZVBvaRmj6W39v1PMEmFiQtReLq3prYk3LbestM9mzNmjUFsEidcMy_waTfn3oFwE3WhSaNU5EBmNPQ2b0HAqIdJYj9O8/s1600/images.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhfTkfPRCKpAHE11FV_QhO2oJTXDssw5uFN8eksjSC-d-LbuDoZVBvaRmj6W39v1PMEmFiQtReLq3prYk3LbestM9mzNmjUFsEidcMy_waTfn3oFwE3WhSaNU5EBmNPQ2b0HAqIdJYj9O8/s1600/images.jpg" /></a></div>
<br />
<br />
<br />
<br />
<br />
<span style="font-size: x-large;"><span style="font-family: Georgia,"Times New Roman",serif;"><b>Άναμπελ Λη</b></span></span><br />
<br />
<br />
<span style="font-family: Georgia,"Times New Roman",serif;"><span style="font-size: large;">Χρόνια πολλά περάσαν από τότε, <br /> σ' ένα βασίλειο δίπλα στο γιαλό, <br /> που κάποια κόρη ζούσε, τ' όνομά της <br /> 'Αναμπελ Λη, θα το 'χετ' ακουστό. <br /> Κι η κόρη αυτή μονάχην είχε σκέψη <br /> να μ' αγαπά και να την αγαπώ. <br /><br /> <br /> Ήμαστ' ακόμα δυο μικρά παιδάκια, <br /> σ' ένα βασίλειο δίπλα στο γιαλό: <br /> Μα ήταν τρανή η αγάπη που αγαπιόμαστε- <br /> η 'Αναμπελ Λη κι εγώ. Στον ουρανό <br /> τα φτερωμένα Σεραφείμ, που μας ζηλεύανε, <br /> μας κοίταζαν με μάτι φθονερό. <br /><br /> <br /> Κι ήταν γι' αυτό -περάσανε πια χρόνια- <br /> που στο βασίλειο δίπλα στο γιαλό, <br /> κατέβηκε απ' τα νέφη στην ωραία μου <br /> 'Αναμπελ Λη, ψυχρό, θανατερό <br /> τ' αγέρι κι οι μεγάλοι συγγενήδες της <br /> τη πήραν και μ' αφήσαν μοναχό, <br /> σ' ένα μνημούρι μέσα να τη κλείσουνε <br /> στη χώρα τούτη δίπλα στο γιαλό. <br /><br /> <br /> Οι άγγελοι που δεν είχαν τη δική μας <br /> την ευτυχία, ζηλέψαν και γι' αυτό- <br /> Ναι! Και γι' αυτό (καθώς το ξέρουν όλοι <br /> μες στο βασίλειο δίπλα στο γιαλό), <br /> Τ' αγέρι από τα νέφη κάποια νύχτα <br /> κατέβηκε ψυχρό, θανατερό <br /> και μ' άρπαξε τον ώριο θησαυρό. <br /><br /> <br /> Κι από των πιο σοφών και πιο μεγάλων <br /> η αγάπη μας τρανότερη πολύ- <br /> κι ούτ' οι αγγέλοι πάνω στα ουράνια <br /> κι ουτ' οι δαιμόνοι κάτω απ' το βαθύ <br /> Ωκεανό μπορούνε τη ψυχή μου <br /> να τη χωρίσουν διόλου απ' τη ψυχή <br /> της ωραίας μου 'Αναμπελ Λη. <br /><br /> <br /> Γιατί ποτέ δε βγαίνει το φεγγάρι <br /> χωρίς ονείρατα γλυκά να μου κρατεί <br /> της ωραίας μου 'Αναμπελ Λη. <br /> Και πάντα, όταν προβάλλουνε τ' αστέρια, <br /> νιώθω και πάλι τη ματιά τη λαμπερή <br /> της ωραίας μου 'Αναμπελ Λη. <br /> Κι όλη τη νύχτα δίπλα μου τη νιώθω, <br /> συντρόφισσα μου, αγάπη μου ακριβή <br /> μέσα στον τάφο δίπλα στην ακτή <br /> που του πελάου το κύμα αντιλαλεί.<br /> </span></span><br />
<br />
<b><span style="font-size: x-large;"><span style="font-family: Georgia,"Times New Roman",serif;">Το Κοράκι </span></span></b><br />
<br />
<span style="font-size: large;"><span style="font-family: Georgia,"Times New Roman",serif;">Κάποια φορά, μεσάνυχτα, ενώ εμελετούσα<br /> κατάκοπος κι αδύναμος ένα παλιό βιβλίο<br /> μιας επιστήμης άγνωστης, άκουσα ένα κρότο<br /> σα να χτυπούσε σιγανά κανείς στη ξώπορτά μου.<br /> "Κανένας ξένος", σκέφτηκα "οπού χτυπά τη πόρτα,<br /> τούτο θα είναι μοναχά και όχι τίποτ' άλλο". <br /><br /> Θυμάμαι ήταν στον ψυχρό και παγερό Δεκέμβρη<br /> και κάθε λάμψη της φωτιάς σα φάντασμα φαινόταν.<br /> Ποθούσα το ξημέρωμα, μάταια προσπαθούσα<br /> να δώσει με παρηγορία στη λύπη το βιβλίο,<br /> για τη γλυκιά Ελεονόρα μου, την όμορφη τη κόρη<br /> όπως οι αγγέλοι τη καλούν, ενώ εδώ δεν έχει<br /> για πάντα ούτε όνομα. <br /><br /> Και τ' αλαφρό μουρμουρητό που κάναν οι κουρτίνες<br /> με άγγιζε, με γέμιζε με τρόμους φανταχτούς,<br /> και για να πάψει τ' άγριο το χτύπημα η καρδιά μου<br /> σηκώθηκα φωνάζοντας: "Θα είναι κάποιος ξένος<br /> όπου ζητά να κοιμηθεί έδω στη κάμαρά μου<br /> αυτό θα είναι μοναχά και περισσότερο όχι". <br /><br /> Τώρα μου φάνηκε η ψυχή πιο δυνατή για τούτο,<br /> "Κύριε" είπα, "ή Κυρά, ζητώ να συγχωρείστε,<br /> γιατί εγώ ενύσταζα κι ο κρότος ήταν λίγος,<br /> ήσυχος, που δεν άκουσα εάν χτυπά η πόρτα"<br /> κι άνοιξα στους αγέρηδες ορθάνοιχτη τη πόρτα<br /> σκοτάδι ήταν γύρω μου και όχι τίποτ' άλλο. <br /><br /> Μες στο σκοτάδι στάθηκα ώρα πολλή μονάχος,<br /> γεμάτος τρόμους κι όνειρα που πρώτη φορά τότε<br /> η λυπημένη μου ψυχή στα βάθη της επήρε,<br /> μα η σιγή ήταν άσωστη και το σκοτάδι μαύρο<br /> κι "Ελεονόρα" μοναχά ακούγονταν η ηχώ<br /> από τη λέξη που 'βγαινε απ' τα ανοιχτά μου χείλη.<br /> Αυτό μονάχα ήτανε και όχι τίποτ' άλλο. <br /><br /> Γυρίζοντας στη κάμαρα με μια καρδιά όλο φλόγα,<br /> άκουσα πάλι να χτυπούν πιο δυνατά από πρώτα.<br /> "Σίγουρα κάποιος θα χτυπά από το παραθύρι,<br /> ας πάω να δω κι ας λύσω πια ετούτο το μυστήριο,<br /> ας ησυχάσει η μαύρη μου καρδιά<br /> και θα το λύσω θα είναι οι αγέρηδες και όχι τίποτ' άλλο. <br /><br /> 'Ανοιξα το παράθυρο κι ένα κοράκι μαύρο<br /> με σχήμα μεγαλόπρεπο στη κάμαρα μου μπήκε<br /> και χωρίς διόλου να σταθεί ή ν' αμφιβάλλει λίγο,<br /> επήγε και εκάθισε στη πέτρινη Παλλάδα<br /> απάνω από τη πόρτα μου, γιομάτο σοβαρότη.<br /> Κουνήθηκεν, εκάθισε και όχι τίποτ' άλλο. <br /><br /> Το εβενόχρωμο πουλί που σοβαρό καθόταν<br /> τη λυπημένη μου ψυχή έκανε να γελάσει.<br /> "Χωρίς λοφίο", ρώτησα, "κι αν είν' η κεφαλή σου<br /> δεν είσαι κάνας άνανδρος, αρχαϊκό κοράκι,<br /> που κατοικείς στις πένθιμες ακρογιαλιές της Νύχτας;<br /> Στ' όνομα της Πλουτωνικής της Νύχτας, τ' όνομά σου!"<br /> Και το κοράκι απάντησε: "Ποτέ από 'δω και πια". <br /><br /> Ξεπλάγηκα σαν άκουσα το άχαρο πουλί<br /> ν' ακούει τόσον εύκολα τα όσα το ρωτούσα<br /> αν κι η μικρή απάντηση που μου 'δωσε δεν ήταν<br /> καθόλου ικανοποιητική στα όσα του πρωτόπα,<br /> γιατί ποτέ δεν έτυχε να δεις μες στη ζωή σου<br /> ένα πουλί να κάθεται σε προτομή γλυμμένη<br /> απάνω από τη πόρτα σου να λέει:<br /> "Ποτέ πια". <br /><br /> Μα το Κοράκι από κει που ήταν καθισμένο<br /> δεν είπε άλλη λέξη πια σα να 'ταν η ψυχή του<br /> από τις λέξεις: "Ποτέ πια", γεμάτη από καιρό.<br /> Ακίνητο καθότανε, χωρίς ένα φτερό του<br /> να κινηθεί σαν άρχιζα να ψιθυρίζω αυτά:<br /> "Τόσοι μου φίλοι φύγανε ως και αυτές οι Ελπίδες<br /> κι όταν θε να 'ρθει το πρωΐ κι εσύ θε να μου φύγεις".<br /> Μα το πουλί απάντησε: "Ποτέ από δω και πια". <br /><br /> Ετρόμαξα στη γρήγορη απάντηση που μου 'πε<br /> πάντα εκεί ακίνητο στη προτομήν απάνω.<br /> "Σίγουρα" σκέφτηκα, "αυτό που λέει και ξαναλέει<br /> θα είναι ό,τι έμαθε από τον κύριό του<br /> που αμείλικτη η καταστροφή θα του κοψ' το τραγούδι<br /> που θα 'λεγεν ολημερίς και του 'καμε να λέει<br /> λυπητερά το "Ποτέ πια" για τη χαμένη ελπίδα". <br /><br /> Μα η θέα του ξωτικού πουλιού μ' έφερε γέλιο<br /> κι αρπάζοντας το κάθισμα εκάθισα μπροστά του<br /> και βυθισμένος σ' όνειρα προσπάθησα να έβρω<br /> τι λέει με τη φράση αυτή, το μαύρο το Κοράκι,<br /> το άχαρο, τ' απαίσιο, ο τρόμος των ανθρώπων,<br /> σαν έλεγε τις θλιβερές τις λέξεις:<br /> "Ποτέ Πια!". <br /><br /> Κι έτσι ακίνητος βαθιά σε μαύρες σκέψεις μπήκα<br /> χωρίς μια λέξη μοναχά να πω εις το Κοράκι<br /> που τα όλο φλόγα μάτια του μες στη καρδιά με καίγαν.<br /> Έτσι σκεφτόμουν έχοντας στο βελουδένιο μέρος<br /> του παλαιού καθίσματος γερμένο το κεφάλι,<br /> στο μέρος που το χάϊδευαν η λάμψη της καντήλας,<br /> εκεί όπου η αγάπη μου δε θ' ακουμπήσει<br /> πια! <br /><br /> Τότε ο αγέρας φάνηκε σα να 'ταν μυρωμένος<br /> από 'να θυμιατήριο αόρατο που αγγέλοι<br /> και Σεραφείμ το κούναγαν και τ' αλαφρά τους πόδια<br /> ακούγονταν στο μαλακό χαλί της κάμαράς μου.<br /> "Ναυαγισμένε" φώναξα, "αναβολή σου στέλνει<br /> με τους αγγέλους, ο Θεός και μαύρη λησμοσύνη<br /> για τη χαμένη αγάπη σου την όμορφη Λεονόρα.<br /> Πιες απ' το μαύρο το πιοτό της Λήθης και λησμόνα<br /> εκείνην όπου χάθηκε". Και το Κοράκι είπε:<br /> "Ποτέ από δω και πια!". <br /><br /> Είπα: "Προφήτη των κακών, είτε πουλί είτε δαίμων<br /> είτε του μαύρου πειρασμού αποσταλμένε συ<br /> είτε στης άγριας θύελλας το μάνιασμα χαμένε,<br /> αλλ' άφοβε, στον κόσμο αυτόπου κατοικεί ο Τρόμος,<br /> πες μου με ειλικρίνεια, υπάρχει δω στον κόσμο<br /> της λύπης κανά βάλσαμο που δίνει η Ιουδαία;<br /> Πες μου!", μα κείνο απάντησε:<br /> "Ποτέ από δω και πια!". <br /><br /> "Προφήτη", είπα, "δαίμονα, της Συφοράς πουλί,<br /> Προφήτης όμως πάντοτε, στον Ουρανό σ' ορκίζω,<br /> που απλώνεται από πάνω μας παρηγορήτρα αψίδα,<br /> εις του Θεού το όνομα που οι δυο μας τον λατρεύουν,<br /> πες μου αν στον Παράδεισο θε ν' αγκαλιάσω κείνη,<br /> εκείνη που οι άγγελοι τη λεν Ελεονόρα";<br /> Και το κοράκι απάντησε:<br /> "Ποτέ από δω και πια!". <br /><br /> "Ας γίν' η μαύρη φράση σου το σύνθημα να φύγεις",<br /> εφώναξα αγριωπός πηδώντας κει μπροστά του.<br /> "Πήγαινε πάλι να χαθείς στην άγρια καταιγίδα<br /> ή γύρνα στις ακρογιαλιές της Πλουτωνείου Νύχτας<br /> ούτ' ένα μαύρο σου φτερό δε θέλω δω ν' αφήσεις<br /> ενθύμηση της φράσης σου της ψεύτικης και πλάνας<br /> βγάλ' απ' τη δόλια μου καρδιά το ράμφος που 'χεις μπήξει<br /> και σύρε τη φανταστική μορφή σου στα σκοτάδια!"<br /> Και το Κοράκι απάντησε:<br /> "Ποτέ από δω και πια!". Και το Κοράκι ακίνητο στη προτομή όλο μένει,<br /> στης Αθηνάς τη προτομή απάνω από τη πόρτα<br /> και τ' αγριωπά τα μάτια του σα του Διαβόλου μοιάζουν<br /> όταν μονάχος σκέφτεται. Και το θαμπό λυχνάρι<br /> ρίχνει σκια στο πάτωμα σαν πέφτει στο Κοράκι.<br /> Και η ψυχή μου ανήμπορη δε θα μπορέσει πια<br /> να βγει απ' τον αμφίβολο τον κύκλο της Σκιάς<br /> που φαίνεται στο πάτωμα.<br /> Ποτέ από δω και πια!</span></span><br />
<br />
<br />
<br />
<br />
<b><span style="font-size: x-large;"><span style="font-family: Georgia,"Times New Roman",serif;"><br />Όνειρο μέσα σ’ όνειρο</span></span></b><br />
<br />
<span style="font-size: large;"><span style="font-family: Georgia,"Times New Roman",serif;">Το υστερνό μου φίλημα στο μέτωπο σου πάρε<br /> και άφησε με, αγάπη μου, δυο λόγια να σου πω<br /> Αλήθεια λές σαν όνειρο πως διάβηκε η ζωή μου<br /> χωρίς κανένα ατέλειωτο και ξέμακρο σκοπό.<br /> <br /> Μα αν η ελπίδα πέταξε σε μέρα ή σε νύχτα<br /> εκεί με σκέπασε βουνό της δυστυχιάς μεγάλο<br /> σου φαίνεται πως έχασα το πιο λίγο καλή μου<br /> αφου η ζωή είναι όνειρο κρυμμένο μέσα σ' άλλο.<br /> <br /> Στέκομαι σ' άγρια ακρογυαλιά που δέρνει το κύμα<br /> κι άμμους χρυσούς στα χέρια μου σφιχτά σφιχτά κρατάω<br /> τι λίγοι και πως χάνονται απ' τα κλειστά μου χέρια<br /> ενώ εγώ σε δάκρυα ολόπικρα ξεσπάω.<br /> <br /> Θεέ μου, είναι αδύνατο να σώσω μόνο έναν<br /> από το κύμα που κυλά με θόρυβο μεγάλο;<br /> Είναι όλα όσα βλέπουμε σ' αυτόν εδώ τον κόσμο<br /> ένα όνειρο ατέλειωτο κρυμμένο μέσα σ' άλλο;</span></span><br />
<h3 class="post-title entry-title" itemprop="name">
<span style="font-family: Times, "Times New Roman", serif;"> </span></h3>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<iframe allowfullscreen="" class="YOUTUBE-iframe-video" data-thumbnail-src="https://ytimg.googleusercontent.com/vi/rf7aBCrfOQE/0.jpg" frameborder="0" height="266" src="http://www.youtube.com/embed/rf7aBCrfOQE?feature=player_embedded" width="320"></iframe></div>
<br />
<br />
<span style="font-size: small;"><span style="font-family: Georgia,"Times New Roman",serif;">Edgar Allan Poe - 19 Ιανουαρίου 1809 / 7 Οκτωβρίου 1849<br /><br />Η ζωή του Πόε ήταν μια συνεχής τραγωδία. Δεύτερο από τα τρία παιδιά ζεύγους πλανόδιων ηθοποιών, γεννήθηκε το 1809 κι ορφάνεψε πριν καλά καλά συμπληρώσει τα τρία του χρόνια. Την κηδεμονία του ανέλαβε ο ευκατάστατος έμπορος από τη Βιρτζίνια Τζον Αλαν, στον οποίο ο συγγραφέας οφείλει το μεσαίο του όνομα. Επειτα από πενταετή διαμονή στην Αγγλία με τη νέα του οικογένεια, όπου και τέλειωσε το σχολείο, επέστρεψε στην Αμερική και άρχισε να γράφει τα πρώτα του ποιήματα. Ακολούθησαν η σύντομη φοίτηση στο νεοσύστατο πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια, η στράτευση στον αμερικανικό στρατό και η εγγραφή του στη στρατιωτική ακαδημία West Point, όλες τους αποτυχημένες προσπάθειες ένταξης σε μια κοινωνία και έναν τρόπο ζωής που ο ιδιόρρυθμος χαρακτήρας του απέρριπτε. <br />Οι ομηρικοί καβγάδες με τον πατριό του, η ολοένα αυξανόμενη εξάρτησή του από το αλκοόλ και αργότερα το όπιο, καθώς και τα χρέη που δημιούργησε επηρέασαν τον Πόε, κάνοντάς τον εσωστρεφή, βίαιο και αντικοινωνικό. Στο μεταξύ, η έλξη του προς γυναίκες που ήταν μη διαθέσιμες ή με κλονισμένη υγεία κορυφώθηκε με τον γάμο του με τη δεκατριάχρονη ξαδέλφη του Βιρτζίνια, που πέθανε από φυματίωση μόλις στα 24 χρόνια της, όπως άλλωστε η μητέρα και ο αδελφός του. Μετά τον θάνατο της αγαπημένης του, ο Πόε παραδίδεται στους εσωτερικούς του δαίμονες. Δύο χρόνια αργότερα και ενώ επιστρέφει στη Νέα Υόρκη βρέθηκε αναίσθητος σε μια βρώμικη ταβέρνα της Βαλτιμόρης. Μεταφέρθηκε σε κλινική όπου πέθανε 4 μέρες αργότερα (7 Οκτ. 1849) χωρίς ποτέ να ανακτήσει τις αισθήσεις του. Πέπλο μυστηρίου σκεπάζει τον θάνατό του. <br /><br />Αν και η πιο πιθανή αιτία θανάτου είναι το αλκοόλ, όπως αφήνει να εννοηθεί ο Πίτερ Ακρόιντ στην πρόσφατη βιογραφία του, πολλές άλλες θεωρίες έχουν προταθεί, μεταξύ των οποίων σύφιλη, επιληψία, δηλητηρίαση, λύσσα και δολοφονία.<br /><br />Το έργο του Έντγκαρ Άλλαν Πόε είχε σημαντική επιρροή τόσο στην αμερικανική όσο και στην παγκόσμια λογοτεχνία, αποτελώντας το θεμέλιο λίθο για σύγχρονα είδη όπως η αστυνομική λογοτεχνία και οι ιστορίες τρόμου ή φαντασίας. Θεωρείται πρωτοπόρος στο είδος του αστυνομικού μυθιστορήματος, το οποίο ανέπτυξε μέσα από τις τρεις ιστορίες του με ήρωα τον Ωγκύστ Ντυπέν (Auguste Dupin), μεταξύ αυτών Οι Δολοφονίες της Οδού Νεκροτομείου.<br />Η φήμη του Πόε υπήρξε αρκετά μεγάλη τόσο στην Αμερική όσο και στην Ευρώπη. Αμερικανοί λογοτέχνες που εκτιμούσαν το έργο του και επηρεάστηκαν από αυτό, ήταν ο Ουώλτ Ουίτμαν, ο Χ.Φ. Λάβκραφτ, ο Γουίλιαμ Φώκνερ, καθώς και ο Χέρμαν Μέλβιν. Αντιθέτως, ο Μαρκ Τουαίην υπήρξε αυστηρός κριτής του, όπως και ο ποιητής Τ.Σ. Έλιοτ, ο οποίος ωστόσο εκτιμούσε το κριτικό του έργο. <br /><br />Ιδιαίτερα σημαντική επίδραση είχε το έργο του Πόε στη γαλλική λογοτεχνία και ειδικότερα στον γαλλικό συμβολισμό. Ο Κάρολος Μπωντλαίρ μετέφρασε σχεδόν το σύνολο των πεζών του κειμένων, καθώς και αρκετά ποιήματα του. Σε επαφή με το έργο του ήρθε και ο ποιητής Στεφάν Μαλλαρμέ, ο οποίος επίσης μετέφρασε έργα του, ενώ αφιέρωσε δικά του ποιήματα στον Πόε. Επηρέασε σημαντικά και τον Ιούλιο Βερν, ο οποίος έγραψε ένα δοκίμιο για το έργο του, Poe et ses oeuvres (Ο Πόε και τα έργα του), ενώ το μυθιστόρημα του Η Σφίγγα των Πάγων (Le Sphinx des glaces), αποτελούσε συνέχεια της Αφήγησης του Άρθρουρ Γκόρντον Πυμ του Πόε. Ενδεικτικό της επίδρασης του Πόε στη Γαλλία, είναι επιπλέον το γεγονός πως οι ζωγράφοι Εντουάρ Μανέ και Γκυστάβ Ντορέ φιλοτέχνησαν αναπαραστάσεις έργων του. Σε μεταγενέστερη περίοδο, ο Πωλ Βαλερύ και ο Μαρσέλ Προυστ υπήρξαν επίσης θαυμαστές του. Με αφετηρία τη Γαλλία, έργα του μεταφέρθηκαν στην υπόλοιπη Ευρώπη. Στην Αγγλία, μεταξύ των λογοτεχνών που τα εκτίμησαν, υπήρξαν ο Άλγκερνον Σουίνμπουρν και ο Όσκαρ Ουάιλντ.</span></span><br />
<br /></div>
apostasia.sk@gmail.comhttp://www.blogger.com/profile/10277488649439986051noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7202929292313227141.post-34251936204450355782014-12-13T00:45:00.000+02:002014-12-13T00:45:13.227+02:00Τάκης Βαρβιτσιώτης (από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες λυρικούς ποιητές)<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<br /></div>
<br />
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg-njmLsukCScofpPvD-wbSggJBRwX2j36G_gxkfXcfLPWAyl2_UQhqqdMPbbAiVYapQst1RTDCascH3Khenle0R7bo1FqhaFJp8vw6pPtOv_Co5qteH9PtsiFqWHSvpWxOkpy3JjZIhnE/s1600/Varvitsiotis.JPG" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg-njmLsukCScofpPvD-wbSggJBRwX2j36G_gxkfXcfLPWAyl2_UQhqqdMPbbAiVYapQst1RTDCascH3Khenle0R7bo1FqhaFJp8vw6pPtOv_Co5qteH9PtsiFqWHSvpWxOkpy3JjZIhnE/s1600/Varvitsiotis.JPG" height="211" width="320" /></a></div>
<span style="font-family: Times, Times New Roman, serif;"><br /><br /><br /><br /></span><h2 style="text-align: left;">
<span style="font-family: Times, Times New Roman, serif; font-size: x-large;">Υστερόγραφο</span></h2>
<span style="font-family: Times, Times New Roman, serif;"><span style="font-size: large;">Όταν έρθει η ώρα της αναχώρησης<br />Μη λυπηθείτε φίλοι μου<br />Μη λυπηθείτε<br /><br />Θα πνεύσει ένας άνεμος φορτωμένος<br />Νεκρά φύλλα<br />Φωνές λησμονημένες<br /><br />Αθόρυβα θα περάσετε<br />Το παγερό παράθυρο<br />Που ανοίγει προς τη νύχτα<br />Νύχτα σκληρή<br />Πιο τρομερή κι απ’ όλους τους ανέμους<br />Πιο άδεια κι απ’ την απουσία<br /><br />Θα ’ναι βαθιά η τρυφερότητά σας<br />Και το φιλί της αγάπης<br />Θα σας φωτίσει<br /><br />Όταν έρθει η ώρα της αναχώρησης<br />Μη λυπηθείτε φίλοι μου<br />Μη λυπηθείτε<br /><br />Ας ταξιδέψει το χαμόγελό σας<br />Από στόμα σε στόμα</span><br /><br /></span><h2 style="text-align: left;">
<span style="font-family: Times, Times New Roman, serif; font-size: x-large;">Όταν ο ποιητής…</span></h2>
<div>
<span style="font-family: Times, 'Times New Roman', serif; font-size: large;">Όταν ο ποιητής</span></div>
<span style="font-family: Times, Times New Roman, serif;"><span style="font-size: large;">Ανοίγει τα μάτια του<br />Στο καθημερινό θαύμα<br />Εμφανίζονται σιγά - σιγά<br />Όλα τα πένθιμα φαντάσματα<br />Όλα τα όνειρα τα λυπητερά<br />Σαν κεριά που καπνίζουν<br /><br />Τότε με το χλωμό του δάκτυλο<br />Χαράζει τ’ αρχικά της αστραπής<br />Πάνω στη στιβαγμένη σκόνη<br />Πάνω στο πρόσωπο της χρονιάς<br />Που γέρνει<br /><br />Μαστιγωμένο απ’ όλους τους ανέμους<br />Αλλάζει τη λάσπη<br />Σε κρουνούς από φωτεινό αίμα<br />Μεταμορφώνει το θάνατο<br />Σ’ ερωτικό τραγούδι<br /><br />Ω ποίηση αναμάρτητη<br />Εμπιστευμένη στη δροσιά της θύελλας<br />Ω ποίηση ατελεύτητη<br />Φτεροκόπημα χελιδονιών.</span><br /><br /><br /></span><h2 style="text-align: left;">
<span style="font-family: Times, Times New Roman, serif; font-size: x-large;">Ερείπια</span></h2>
<div>
<span style="font-family: Times, Times New Roman, serif; font-size: x-large;"><br /></span></div>
<div style="text-align: left;">
<span style="font-size: large;"><span style="font-family: Times, Times New Roman, serif;">Το κλειστό βιβλίο</span></span></div>
<div style="text-align: left;">
<span style="font-size: large;"><span style="font-family: Times, Times New Roman, serif;">Το λυπημένο βιολί</span></span></div>
<div style="text-align: left;">
<span style="font-size: large;"><span style="font-family: Times, Times New Roman, serif;">Ο ραγισμένος άγγελος που αγρυπνεί</span></span></div>
<div style="text-align: left;">
<span style="font-size: large;"><span style="font-family: Times, Times New Roman, serif;">Πού είστε παιδικά μου χέρια</span></span></div>
<div style="text-align: left;">
<span style="font-size: large;"><span style="font-family: Times, Times New Roman, serif;">Με λησμονήσατε</span></span></div>
<div style="text-align: left;">
<span style="font-size: large;"><span style="font-family: Times, Times New Roman, serif;">Μα δεν μπορώ</span></span></div>
<div style="text-align: left;">
<span style="font-size: large;"><span style="font-family: Times, Times New Roman, serif;">Δεν έχω πια τα μάτια μου να κλάψω</span></span></div>
<div style="text-align: left;">
<span style="font-size: large;"><span style="font-family: Times, Times New Roman, serif;">Η βροχή αποκλείστηκε στον κήπο</span></span></div>
<div style="text-align: left;">
<span style="font-size: large;"><span style="font-family: Times, Times New Roman, serif;">Απ’ τα κλαδιά των δέντρων κρέμονται</span></span></div>
<div style="text-align: left;">
<span style="font-size: large;"><span style="font-family: Times, Times New Roman, serif;">Καρδιές</span></span></div>
<div style="text-align: left;">
<span style="font-size: large;"><span style="font-family: Times, Times New Roman, serif;">Μικρά φώτα</span></span></div>
<div style="text-align: left;">
<span style="font-size: large;"><span style="font-family: Times, Times New Roman, serif;">Ο ήχος μιας καμπάνας</span></span></div>
<div style="text-align: left;">
<span style="font-size: large;"><span style="font-family: Times, Times New Roman, serif;">Η προσευχή</span></span></div>
<div style="text-align: left;">
<span style="font-size: large;"><span style="font-family: Times, Times New Roman, serif;">Ακόμα καπνίζουν</span></span></div>
<div style="text-align: left;">
<span style="font-size: large;"><span style="font-family: Times, Times New Roman, serif;">Των ημερών τα ερείπια</span></span></div>
<span style="font-family: Times, Times New Roman, serif;"><br /><br /><br /></span><h2 style="text-align: left;">
<span style="font-family: Times, Times New Roman, serif; font-size: x-large;">Άνθρωποι εσείς της εποχής μου</span></h2>
<span style="font-family: Times, Times New Roman, serif;"><br /><span style="font-size: large;">Άνθρωποι εσείς της εποχής μου<br />Το άσμα σας είναι από πέτρα<br />Και δεν μπορεί να συγκινεί<br />Ξεχάσατε τη νιότη και το πάθος<br />Τον έρωτα τη μουσική<br /><br />Άνθρωποι εσείς της εποχής μου<br />Το άσμα σας είναι σταυρωμένο<br />Μοιάζει μ’ απέραντη πληγή<br />Κι είναι όλο πλημμυρισμένο<br />Απ’ την άγριά σας οιμωγή<br /><br />Μια νύχτα λοιπόν περιμένω<br />Πιο πρόσφορη απ’ την τωρινή<br />Όπου τ’ αστέρια θα πλέουν στα μάτια σας<br />Μιαν άλλη νύχτα<br />Πιο φωτεινή<br /></span></span><object width="320" height="266" class="BLOGGER-youtube-video" classid="clsid:D27CDB6E-AE6D-11cf-96B8-444553540000" codebase="http://download.macromedia.com/pub/shockwave/cabs/flash/swflash.cab#version=6,0,40,0" data-thumbnail-src="https://ytimg.googleusercontent.com/vi/0biljLDUt_Q/0.jpg"><param name="movie" value="https://youtube.googleapis.com/v/0biljLDUt_Q&source=uds" /><param name="bgcolor" value="#FFFFFF" /><param name="allowFullScreen" value="true" /><embed width="320" height="266" src="https://youtube.googleapis.com/v/0biljLDUt_Q&source=uds" type="application/x-shockwave-flash" allowfullscreen="true"></embed></object><span style="font-family: Times, Times New Roman, serif;"><span style="font-size: large;"><br /></span><br /><br />Ο Τάκης Βαρβιτσιώτης, ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες λυρικούς ποιητές, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1916. Σπούδασε νομικά στο Α.Π.Θ. και ξεκίνησε την επαγγελματική του καριέρα ως δικηγόρος το 1940. Το μεγάλο πάθος του όμως υπήρξε η ποίηση. Έργα του δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά στα περιοδικά Μακεδονικές ημέρες και Κοχλίας. Η πρώτη του ποιητική συλλογή, με τίτλο Φύλλα καπνού, εκδόθηκε το 1949. Το έργο του περιλαμβάνει είκοσι δύο ποιητικές συλλογές και έχει μεταφραστεί σε πολλές ξένες γλώσσες. Έγραψε επίσης κριτικά δοκίμια και μετέφρασε έργα σπουδαίων εκπροσώπων της παγκόσμιας ποίησης. Έχει τιμηθεί με το Βραβείο της Ομάδας των Δώδεκα, το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης, το Βραβείο Ποίησης της Ακαδημίας Αθηνών, το Βραβείο Ουράνη, το Βραβείο Ποίησης του Δήμου Θεσσαλονίκης, το Βραβείο της Ελληνικής Εταιρείας Χριστιανικών Γραμμάτων, το Χρυσό Μετάλλιο των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου, καθώς και με πολυάριθμες διακρίσεις, μεταξύ των οποίων: το Παγκόσμιο Βραβείο Ποίησης Φερνάρντο Ριέλο στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών (Νέα Υόρκη 1988), τον τίτλο και το παράσημο του Ιππότη του Γαλλικού Τάγματος των Γραμμάτων και των Τεχνών από το Υπουργείο Πολιτισμού της Γαλλίας (1989), το ευρωπαϊκό Βραβείο Χέρντερ από το Πανεπιστήμιο της Βιέννης (1994), το χρυσό μετάλλιο τιμής από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για τη μεγάλη συμβολή του στα ευρωπαϊκά γράμματα, ύστερα από πρόταση της Παγκόσμιας Οργάνωσης των Ποιητών, τα διάσημα του Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικος από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας, το Διεθνές Βραβείο «Ίμπλα: μία γέφυρα για την Ευρώπη» εκ μέρος του Ιταλικού Κράτους, το Αριστείο της Τάξεως Γραμμάτων και Τεχνών από το Ίδρυμα Εθνικού και Θρησκευτικού Προβληματισμού, το Χρυσό Μετάλλιο Τιμής από το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.<br />Υπήρξε μέλος της Διεθνούς Ακαδημίας Μιχαήλ Εμινέσκου που εδρεύει στη Ρουμανία και αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.<br />Πέθανε την 1η Φεβρουαρίου του 2011.</span></div>
apostasia.sk@gmail.comhttp://www.blogger.com/profile/10277488649439986051noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7202929292313227141.post-36575744505229696182014-11-18T01:18:00.001+02:002014-11-18T01:18:32.221+02:00Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου "Τι κι αν έδωσε το τελευταίο φίλημα ο πυρετός τού έκαιγε το στόμα· τι κι αν τ’ αργύρια ομορφαίνουν τη ζωή ο θάνατος ήταν η μόνη συγκατάβαση"<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi1raIQmRcQcXqsXU-DloDfQigraStx6D1SpZLS5P3TgmDBdiYOLoQDgYVJpC3-CR8GXEb3ZujEDd9MqduML_V293O2Dgtdq-r25eP1WQAr8n4xhrGs017lVTLQZm-UU6WSQxKZJQKc_ec/s1600/aslanoglou-na.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi1raIQmRcQcXqsXU-DloDfQigraStx6D1SpZLS5P3TgmDBdiYOLoQDgYVJpC3-CR8GXEb3ZujEDd9MqduML_V293O2Dgtdq-r25eP1WQAr8n4xhrGs017lVTLQZm-UU6WSQxKZJQKc_ec/s1600/aslanoglou-na.jpg" height="192" width="320" /></a></div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<br /></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="background-color: #f5be5d; font-family: Tahoma, Helvetica, sans-serif; font-size: 13px; margin: 0cm 0cm 0pt;">
</div>
<br /><br /><h2 style="text-align: left;">
<span style="font-family: Times, Times New Roman, serif; font-size: x-large;">Η ποίηση δε μας αλλάζει</span></h2>
<br /><span style="font-family: Times, Times New Roman, serif; font-size: large;">Η ποίηση δε μας αλλάζει τη ζωή<br />το ίδιο σφίξιμο, ο κόμπος της βροχής<br />η καταχνιά της πόλης σα βραδιάζει<br /><br />Δε σταματά τη σήψη που προχώρησε<br />δε θεραπεύει τα παλιά μας λάθη<br /><br />Η ποίηση καθυστερεί τη μεταμόρφωση<br />κάνει πιο δύσκολη την καθημερινή μας πράξη</span><br /> <br /><br /><h2 style="text-align: left;">
<span style="font-family: Times, Times New Roman, serif; font-size: x-large;">Εκκοκκιστήρια Β'</span></h2>
<br /><br /><span style="font-family: Times, Times New Roman, serif; font-size: large;">Προχωρούσαμε με το Δημήτρη αμίλητοι προς το μικρό<br /> σταθμό. Αφήναμε τη Βέροια πίσω μες στην κατά-<br /> χνιά και κοιτάζαμε άφωνοι τους καπνούς στο μισο- <br /> φώτιστο βράδυ<br /><br />Εκεί, μες στην ερημωμένη έκταση, ακούγαμε τα εκκοκκι-<br /> στήρια να κελαϊδούνε. Υπόκωφη στην αρχή, η βουή<br /> δυνάμωνε με τον καιρό, μας είχε σχεδόν παρασύρει.<br /> Φώτα και μηχανές μεσ' απ' τα τζαμωτά μας άφηναν<br /> να ιδούμε τον αποχωρισμό. Ο καθαρός καρπός γλι-<br /> στρούσε και σωριάζονταν δίπλα μας μέσα σ' ένα σύν-<br /> νεφο άσπρης σκόνης. Ακόμα θυμάμαι τα μάτια του,<br /> σα να είχαν δακρύσει<br /><br />Τότε κατάλαβα πως πέρασε πια η εποχή της συγκομιδής.<br /> Και πως ό,τι μπορούσαμε να δώσουμε το είχαμε<br /> σχεδόν σκορπίσει</span><br /> <br /><h2 style="text-align: left;">
<span style="font-family: Times, Times New Roman, serif;"><span style="font-size: x-large;">Υστεροφημία</span></span></h2>
<span style="font-family: Times, Times New Roman, serif;"><span style="font-size: large;"><br />Είπες, κάποτε αυτά τα ποιήματα θ' αγαπηθούν πολύ<br />θα τοιχοκολληθούν, να τα διαβάσουν όλοι.<br />Μια μέρα θα υγράνουν μάτια και χείλη<br />θα διαβαστούν κάτω από φανοστάτες, σε βροχερές συνελεύσεις.<br />Τέλος, καθώς πολλούς θα τυραννήσουν, θα καούν<br />ή θα ταφούν σε ανήλια σπουδαστήρια - κι είπες πάλι<br />ίσως ο άνεμος μιας δροσερής αυγής να τα σκορπίσει</span><br /></span><br /><h2 style="text-align: left;">
<span style="font-family: Times, Times New Roman, serif;"><span style="font-size: x-large;">Στα μάτια του ζώου </span></span></h2>
<span style="font-family: Times, Times New Roman, serif;"><br /><br /><br /><span style="font-size: large;">Στα μάτια του ζώου βλέπω καλύτερα την έκταση<br />όπου σε αντάμωσα γυρνώντας μόνος και άρρωστος<br />πίσω, στ’ αχνάρια της χαμένης σου ηλικίας<br /> <br />Και η πόλη δε σε λογαριάζει πια καθώς αρδεύεις<br />τις βιομηχανικές ζώνες της δυτικής ακτής<br />ψάχνοντας στα καφενεία λίγο οξυγόνο<br />γι’ αυτή την ποίηση που αργοπεθαίνει μέσα μου<br />πίσω, στα τραμ της χαμένης αφετηρίας </span></span><br /><h2 style="text-align: left;">
<span style="font-size: x-large;"><br /></span><span style="font-family: Times, Times New Roman, serif;"><span style="font-size: x-large;">Ιούδας </span></span></h2>
<span style="font-family: Times, Times New Roman, serif;"><br /><br /><span style="font-size: large;">Ήταν μια δύσκολη υποχώρηση κι αυτή, ν’ αφεθεί, κι ο αέρας του βραδιού<br />να του χτενίζει τα μαλλιά. Τι κι αν έδωσε το τελευταίο φίλημα<br />ο πυρετός τού έκαιγε το στόμα· τι κι αν τ’ αργύρια ομορφαίνουν τη ζωή<br />ο θάνατος ήταν η μόνη συγκατάβαση<br /> <br />Μα εγώ τον συμπόνεσα στην απελπισμένη του κίνηση. Ήτανε φίλος μου<br />μ’ έβλεπε στον ανήσυχο ύπνο του και τιναζόταν. Με ξεχώρισε<br />στο ανώνυμο πλήθος και μου ’σφιξε το χέρι – «δε χώρισα ποτέ ευθύνες» είπε<br />«δε δίστασα στην εκλογή, ξέρω πάντα καλά τι είναι αλήθεια»</span></span> <br /><br /><iframe allowfullscreen='allowfullscreen' webkitallowfullscreen='webkitallowfullscreen' mozallowfullscreen='mozallowfullscreen' width='320' height='266' src='https://www.youtube.com/embed/wbElYtIlorc?feature=player_embedded' frameborder='0'></iframe><br /><br /><span style="font-family: Times, Times New Roman, serif;">Ο Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου (1931-1996) ήταν γόνος αστικής οικογένειας από τη Θεσσαλονίκη, στην ιδιοκτησία της οποίας υπήρχε μια κλωστοϋφαντουργία. Ο νεαρός ποιητής απέτυχε ή απέφυγε, ωστόσο, να ενταχθεί στο αναμενόμενο μοντέλο της επαγγελματικής διαδοχής αδυνατώντας να συμφιλιωθεί με τη φύση της συγκεκριμένης εργασίας. Αναπόφευκτα, τον θάνατο του πατέρα ακολούθησε μία παρατεταμένη παρακμή. Πάντως νωρίτερα, ο ποιητής είχε εμφανιστεί στα γράμματα σε πολύ νεαρή ηλικία με τη μονόπρακτη ενότητα «Θάλασσα και συγχρονισμός» (1951), στην οποία διαφαίνεται μια πρώιμη και έντονη οδύνη: «Ακόμα μια νύχτα σπαταλημένη. Ακόμα μια / νύχτα / κάτω από τους ίδιους αστερισμούς. Περιμένουμε / χωρίς να περιμένουμε, / ελπίζουμε χωρίς να ελπίζουμε». Συνολικά, από τη δεκαετία του '50 είχε πολλές ιστορίες να διηγηθεί: ταξίδια, παραθερισμοί, βόλτες με τζιπ, στρατιωτική θητεία. Αλλά και λίγο αργότερα όταν λάτρεψε τη Γαλλία, όπου σε σχετικά μεγάλη ηλικία βρέθηκε για σπουδές φιλολογίας, ξοδεύοντας τα κατάλοιπα της οικογενειακής περιουσίας. Αυτή η σχεδόν μυθική εποχή για εκείνον, είχε πια παρέλθει ως μία ακόμα ανάμνηση.<br />Η ασυνήθιστη οικονομική δυσχέρεια στην οποία περιέπεσε, σε συνδυασμό με την ερωτική ιδιοτυπία του σε εποχές απόλυτης κατακραυγής της ομοφυλοφιλίας, δημιούργησαν συνθήκες απροσπέλαστης απελπισίας σ' έναν άνθρωπο ιδιαίτερα ευαίσθητο κι αξιοπρεπή. Ως εκ τούτου, το θέαμα της διαπόμπευσής του από κοινωνικά αποβράσματα στο ζαχαροπλαστείο «Αχίλλειον» της Θεσσαλονίκης ή οι βρισιές που άγνωστοι έγραφαν στις σκάλες της πολυκατοικίας που διέμενε, αποτελούν εν μέρει μια εξήγηση για την πληγωμένη εσωστρέφεια και την πνιγηρή απομόνωση του ποιητή. «Μέσα σ' αυτή τη διαπάλη μεταξύ του εξωτερικού κόσμου και του εσωτερικού», εξηγεί ο ίδιος, «γεννιέται μια σύγκρουση, ένα δράμα, που εξωτερικεύεται με μια στιχουργική προσωπική, μέσα σε μια θεματολογία που υπαγορεύεται από την ίδια την ψυχοσύνθεση του ποιητή, από τον ιδιαίτερο ψυχισμό του». Η ερημία, λοιπόν, έμελλε να γίνει σταδιακά η μόνιμη συνθήκη του έργου του, η κυριαρχική παρουσία μιας μοναξιάς που αποδίδεται με πηγαίο λυρισμό: «παγώνεις με την άνοιξη, το φως της σε ταλαιπωρεί / κι η πόλη σου είναι ξένη».</span><br /><br /><br /><br /><br /><br /><br /><br /><br /><br /></div>
apostasia.sk@gmail.comhttp://www.blogger.com/profile/10277488649439986051noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7202929292313227141.post-71750141506917227492014-05-06T23:42:00.002+03:002014-05-06T23:42:59.173+03:00Καίσαρας Βαλιέχο (César Αbraham Vallejo Mendoza)<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<br /></div>
<br />
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg9Ogsy_i5us7LU_4wifbc8hqk26R4KIIpV4n1wCYRnGolr0A1VvGUrcVhMiigyW7hfnEPxjKLUffrO6mzeLuWHelfkhlX-keLU63UwkWotoART5SadW6b_iN8G6ruF4zIBk4mIgwo_EdI/s1600/600full-cesar-vallejo.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg9Ogsy_i5us7LU_4wifbc8hqk26R4KIIpV4n1wCYRnGolr0A1VvGUrcVhMiigyW7hfnEPxjKLUffrO6mzeLuWHelfkhlX-keLU63UwkWotoART5SadW6b_iN8G6ruF4zIBk4mIgwo_EdI/s1600/600full-cesar-vallejo.jpg" /></a></div>
<br /><br /><h2 style="text-align: left;">
<span style="font-family: Times, Times New Roman, serif; font-size: x-large;">Ποίημα για να διαβαστεί και να τραγουδηθεί</span></h2>
<span style="font-family: Times, Times New Roman, serif; font-size: large;"><br />Ξέρω πως είναι κάποιος<br />που με ψάχνει μέσα στο χέρι του νύχτα-μέρα,<br />και με βρίσκει, κάθε λεπτό, μες στα παπούτσια του.<br />Δεν ξέρει πως η νύχτα είναι θαμμένη<br />με σπιρούνια πίσω από την κουζίνα; <br /><br />Ξέρω πως είναι κάποιος καμωμένος από τα μέλη μου,<br />που τον ολοκληρώνω όταν το ανάστημά μου<br />καλπάζει στο ακριβές του πετραδάκι.<br />Αγνοεί πως στο χρηματοκιβώτιό του<br />δε θα επιστρέψει νόμισμα που βγήκε απ’ το πορτρέτο του;<br /><br />Ξέρω τη μέρα,<br />αλλά μου έχει ξεφύγει ο ήλιος<br />ξέρω την παγκόσμια πράξη που έκανε το κρεβάτι του<br />με ξένο κουράγιο κι εκείνο το χλιαρό νερό,<br />που η φαινομενική συχνότητά του είναι ένα ορυχείο.<br />Είναι, ίσως, τόσο μικρός εκείνος ο άνθρωπος<br />που τον πατούν τα ίδια του τα πόδια;<br /><br />Μια γάτα είναι το σύνορο ανάμεσα σ’ εκείνον και σ’ εμένα,<br />ακριβώς πλάι στο κύπελλό της με το νερό.<br />Τον βλέπω στις γωνίες, ανοίγει, κλείνει<br />το κουστούμι του, μάλλον μια ερωτηματική φοινικιά…<br />Τι άλλο μπορεί να κάμει παρά ν’ αλλάξει κλάμα;<br /><br />Αλλά με ψάχνει και με ψάχνει. Τι ιστορία!</span><br /><br /><br /><br /><h2 style="text-align: left;">
<span style="font-family: Times, Times New Roman, serif; font-size: x-large;">Οι πέτρες </span></h2>
<br /><span style="font-family: Times, Times New Roman, serif; font-size: large;">Σήμερα το πρωί κατέβηκα <br />στις πέτρες - ω οι πέτρες!<br />Και προκάλεσα και σφράγισα<br />μια πυγμαχία από πέτρες.<br /><br />Μητέρα των θνητών αν στον κόσμο <br />πονούν τα βήματά μου,<br />είναι από τα χτυπήματα φωτιάς <br />μιας παράλογης αυγής. <br /><br />Οι πέτρες δεν προσβάλουν , ούτε <br />φθονούν τίποτα. Ζητάνε μόνο<br />αγάπη για όλους, και ζητάνε <br />αγάπη ακόμα κι απ' το Τίποτα.<br /><br />Κι αν κάποιες απ' αυτές <br />είναι θλιμμένες, ή <br />ντροπιασμένες, είναι <br />γιατί έχουν κατιτί το ανθρώπινο...<br /><br />Αλλά δεν απολείπει αυτός που κάποια <br />πέτρα χτυπάει από καπρίτσιο μόνο.<br />Τέτοια άσπρη πέτρα είναι το φεγγάρι<br />που πέταξε στον ουρανό από μια κλωτσιά...<br /><br />Μητέρα των θνητών, σήμερα το πρωί <br />έτρεξα με τις πέτρες,<br />βλέποντας το γαλάζιο καραβάνι <br />από πέτρες, <br />πέτρες, <br />πέτρες...<br /></span><br /><br /><br /><h2 style="text-align: left;">
<span style="font-family: Times, Times New Roman, serif; font-size: x-large;">Ειδύλλιο νεκρό</span></h2>
<span style="font-family: Times, Times New Roman, serif; font-size: large;"><br />Τι κάνει αυτή την ώρα η άνδεια, γλυκιά μου Ρίτα<br />από σπάρτο και βατόμουρο·<br />τώρα που με πνίγει το Βυζάντιο και κοιμάται<br />το αίμα μέσα μου σα ξεθυμασμένο κονιάκ.<br /><br />Πού να είναι τα χέρια της που σε θέση μετάνοιας<br />σιδέρωναν τ’ απόβραδα λευκότητες να ‘ρθούν·<br />τώρα, με τούτη τη βροχή που παίρνει<br />τη θέλησή μου για να ζήσω.<br /><br />Τι ν’ απόγινε η φανελένια ρόμπα της· τα<br />βάσανά της, η περπατησιά της·<br />η γεύση της από ζαχαροκαλαμιές Μαγιού του τόπου.<br /><br />Θα στέκεται στην πόρτα κοιτώντας κάποιο προμήνυμα,<br />και τρέμοντας θα πει: “Ιησού Χριστέ… Τι κρύο που κάνει!”<br />Και στα κεραμίδια του σπιτιού θα κλάψει ένα αγριοπούλι.<br /><br /></span><h2 style="text-align: left;">
<span style="font-family: Times, Times New Roman, serif; font-size: x-large;"><br /></span><span style="font-family: Times, Times New Roman, serif; font-size: x-large;">“Οι Μαύροι Μαντατοφόροι”</span></h2>
<div>
<span style="font-family: Times, Times New Roman, serif; font-size: x-large;"><br /></span></div>
<span style="font-family: Times, Times New Roman, serif; font-size: large;">Έχει χτυπήματα η ζωή τόσο σκληρά… Δεν ξέρω!<br />Χτυπήματα σαν απ’ οργή Θεού, λες και μπροστά τους<br />η ταραχή όλων των πόνων<br />ήταν μια λίμνη στην ψυχή… Δεν ξέρω!<br /><br />Λίγα είναι, μα υπάρχουν… Ανοίγουν τάφρους σκοτεινές<br />στο πρόσωπο το πιο σκληρό στην πιο γερή την πλάτη.<br />Ίσως και να ‘ ναι άτια από βάρβαρους Αττίλες<br />ή μαντατοφόροι μαύροι που μας στέλνει ο Θάνατος.<br /><br />Είναι οι βαθιές πτώσεις των Χριστών της ψυχής,<br />από μια πίστη που βλαστημάει το Πεπρώμένο.<br />Αυτά τα αιματηρά χτυπήματα είναι οι τριγμοί<br />κάποιου ψωμιού που στου φούρνου την πόρτα μας καίγεται.<br /><br />Κι ο άνθρωπος… Φτωχός… φτωχός! Στρέφει τα μάτια , όπως<br />όταν πάνω στον ώμο μια παλάμη μας καλεί,<br />στρέφει τα τρελά του μάτια , κι όλα όσα έζησε<br />λιμνάζουν, σαν λακκούβα ενοχής, μέσα στο βλέμμα του.<br /><br />Έχει χτυπήματα η ζωή τόσο σκληρά… Δεν ξέρω!</span><br /><br /><br /><iframe allowfullscreen='allowfullscreen' webkitallowfullscreen='webkitallowfullscreen' mozallowfullscreen='mozallowfullscreen' width='320' height='266' src='https://www.youtube.com/embed/fvCzVy2EoTA?feature=player_embedded' frameborder='0'></iframe><br /><br /><br /><span style="font-family: Times, Times New Roman, serif;">Ο Καίσαρας Βαλιέχο (César Αbraham Vallejo Mendoza) ήταν ένας από τους μεγαλύτερους ισπανόφωνους ποιητές του 20ου αιώνα. Γεννήθηκε στο χωριό Σαντιάγκο Ντε Τσούκο του Περού, στις 16 Μαρτίου του 1892 και ήταν ο "βενιαμίν" μιας οικογένειας με 11 παιδιά. Επιθυμία και των δύο γονιών του ήταν να γίνει ιερέας, ωστόσο αυτός γράφτηκε στη Φιλοσοφική σχολή του πανεπιστημίου του Τρουχίλιο. Από εκεί αποφοίτησε έχοντας πάρει πτυχίο στην Ισπανική λογοτεχνία. Το 1920, ο Βαλιέχο ξεκίνησε να εργάζεται σαν δάσκαλος, ωστόσο έχασε τη θέση του όταν αρνήθηκε να παντρευτεί μια γυναίκα με την οποία είχε ερωτικό δεσμό. Στη συνέχεια φυλακίστηκε για 117 μέρες καθώς καταδικάστηκε άδικα για υποκίνηση εξέγερσης στο χωριό του και δύο χρόνια αργότερα, υπό το φόβο μιας νέας κάθειρξης, μετανάστευσε στην Ευρώπη, όπου θα έμενε μέχρι το τέλος της ταλαίπωρης ζωής του.<br /><br />Ο ποιητής εγκαθίσταται στο Παρίσι. Από το 1923 μέχρι και το θάνατό του το 1938, ο Βαλιέχο υποφέρει από την φτώχεια και την πείνα. Οργανώνεται στις τάξεις του μαρξισμού-λενινισμού, στα ιδανικά του οποίου επρόκειτο να παραμείνει πιστός μέχρι το τέλος του τραγικού του βίου. Την ίδια περίοδο πραγματοποιεί τρία ταξίδια στη Σοβιετική Ένωση, ενώ για λίγα χρόνια, στις αρχές της δεκαετίας του 30', ζει στην Ισπανία. Το πρωί της 15ης Απριλίου (Μεγάλη Παρασκευή) ο Βαλιέχο αφήνει στο Παρίσι την τελευταία του πνοή. Ήταν μόλις 46 ετών, ωστόσο οι πολύχρονες κακουχίες και στερήσεις σε συνδυασμό με τη διαφαινόμενη ήττα των δημοκρατικών δυνάμεων στην Ισπανία, τον είχαν εξαντλήσει ανεπανόρθωτα... Πέθανε από μια άγνωστη ασθένεια, που πλέον εικάζεται ότι επρόκειτο για μια μορφή ελονοσίας.<br /><br />Όπως αναφέρεται και στη Βικιπαίδεια, «ο Βαλιέχο υπήρξε πρωτοπόρος γιατί έγραψε σουρεαλιστική ποίηση πριν από τους σουρεαλιστές, ασχολήθηκε με την αυτόματη γραφή πριν από τον Μπρετόν, έγραψε μοντέρνα ταυτόχρονα με τους μοντερνιστές και έγραψε ποίηση αποδομητική προτού ανακαλυφθεί ο όρος. Υπήρξε ένας κινηματίας της ποίησης πολύ προτού γεννηθούν τα ποιητικά ευρωπαϊκά κινήματα. Και για τον λόγο αυτόν η προσφορά του στο ποιητικό στερέωμα είναι μοναδική και ανεκτίμητη». Αν και στο ευρύ ελληνικό αναγνωστικό κοινό, ο Βαλιέχο παραμένει σχετικά άγνωστος, σε παγκόσμιο επίπεδο θεωρείται από πολλούς ως ο μεγαλύτερος ισπανόφωνος ποιητής του περασμένου αιώνα.</span></div>
apostasia.sk@gmail.comhttp://www.blogger.com/profile/10277488649439986051noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7202929292313227141.post-9484365090899268572014-05-02T07:50:00.000+03:002014-05-02T07:50:03.072+03:00Τζένη Μαστοράκη ("και μικρός είχε δουλέψει ένα φεγγάρι αλογάκι σε λούνα παρκ")<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<br /></div>
<br />
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiLmMDVOfD9CdK_8MlwmrnJS2I7eWkkULpv7WfhKsKqnEbgqSlobqCqs_A9ExfzMHJF0ffIGgZRkObnI9saYfHzlmonlRLeFrsHiT2VPKONlgckPt9V5exMvR5SnPJBJyCYqmaVZWMLZxU/s1600/26-03-10_330415_281.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiLmMDVOfD9CdK_8MlwmrnJS2I7eWkkULpv7WfhKsKqnEbgqSlobqCqs_A9ExfzMHJF0ffIGgZRkObnI9saYfHzlmonlRLeFrsHiT2VPKONlgckPt9V5exMvR5SnPJBJyCYqmaVZWMLZxU/s1600/26-03-10_330415_281.jpg" /></a></div>
<br /><br /><br /><br /><br /><h2 style="text-align: left;">
<span style="font-family: Times, Times New Roman, serif;"><span style="font-size: x-large;">Ο ποιητής</span></span></h2>
<span style="font-family: Times, Times New Roman, serif;"><span style="font-size: large;">Πρέπει να 'ναι δύσκολη </span><br /><span style="font-size: large;">η δουλειά του ποιητή.</span><br /><span style="font-size: large;">Προσωπικά, δεν το ξέρω.</span><br /><span style="font-size: large;">Εγώ σ' όλη μου τη ζωή</span><br /><span style="font-size: large;">έγραφα μόνο</span><br /><span style="font-size: large;">κάτι μακριά, απελπισμένα γράμματα</span><br /><span style="font-size: large;">για τις άνυδρες συνοικίες,</span><br /><span style="font-size: large;">τα 'κλεινα σε μπουκάλια</span><br /><span style="font-size: large;">και τα πετούσα στους υπονόμους.</span><br /><br /> <br /><br /><br /></span><h2 style="text-align: left;">
<span style="font-family: Times, Times New Roman, serif;"><span style="font-size: x-large;">Γενέθλιον</span></span></h2>
<span style="font-family: Times, Times New Roman, serif;"><span style="font-size: large;">Η ενηλικίωση</span><br /><span style="font-size: large;">(έχει κάτι από το μεγαλείο</span><br /><span style="font-size: large;">μιας τελετουργικής καρατόμησης.</span><br /><span style="font-size: large;">Το κάρο, το κούτσουρο, ο ιεροεξεταστής,</span><br /><span style="font-size: large;">ο καλόγερος, ο στρατιώτης,</span><br /><span style="font-size: large;">μια μεγάλη κραυγή πλεούμενη</span><br /><span style="font-size: large;">πάνω απ' τις στέγες.</span><br /><span style="font-size: large;">Δεν προφταίνεις να τους πεις</span><br /><span style="font-size: large;">ούτε τ' όνομά σου.</span><br /><span style="font-size: large;">Πίσω σού φωνάζουν να προχωρήσεις</span><br /><span style="font-size: large;">ο δήμιος ξεμπερδεύει με τον επόμενο</span><br /><span style="font-size: large;">ενώ το πλήθος αλαλάζει</span><br /><span style="font-size: large;">γενέθλιους ύμνους.</span><br /><br /> <br /><br /><br /></span><h2 style="text-align: left;">
<span style="font-family: Times, Times New Roman, serif;"><span style="font-size: x-large;">Παρακμή</span></span></h2>
<span style="font-family: Times, Times New Roman, serif;"><span style="font-size: large;">Η παρακμή</span><br /><span style="font-size: large;">δεν έχει χρονικά περιθώρια.</span><br /><span style="font-size: large;">Έρχεται σαν εξώδικη πρόσκληση</span><br /><span style="font-size: large;">κι έτσι απλά</span><br /><span style="font-size: large;">σου βγάζει τα έπιπλα στο δρόμο.</span><br /><span style="font-size: large;">Γύρω σου τα παιδιά</span><br /><span style="font-size: large;">περιεργάζονται</span><br /><span style="font-size: large;">την πλάτη της καρέκλας σου</span><br /><span style="font-size: large;">εκεί που σε μια παραφορά</span><br /><span style="font-size: large;">της εφηβείας</span><br /><span style="font-size: large;">είχες γράψει:</span><br /><span style="font-size: large;">Ψέματα - Ψέματα - Ψέματα.</span><br /><span style="font-size: large;">Τελικά</span><br /><span style="font-size: large;">φορτώνεις μόνο το κρεβάτι</span><br /><span style="font-size: large;">σε μια περαστική μοτοσυκλέτα</span><br /><span style="font-size: large;">και μετακομίζεις</span><br /><span style="font-size: large;">σε άγνωστη διεύθυνση.</span><br /><br /><br /></span><h2 style="text-align: left;">
<span style="font-family: Times, Times New Roman, serif;"><span style="font-size: x-large;">Ο Δούρειος Ίππος</span></span></h2>
<span style="font-family: Times, Times New Roman, serif;"><span style="font-size: large;">Ο Δούρειος Ίππος τότε είπε</span><br /><span style="font-size: large;">όχι δε θα δεχτώ δημοσιογράφους</span><br /><span style="font-size: large;">κι είπαν γιατί κι είπε</span><br /><span style="font-size: large;">πως δεν ήξερε τίποτα για το φονικό·</span><br /><span style="font-size: large;">κι ύστερα εκείνος</span><br /><span style="font-size: large;">έτρωγε πάντα ελαφρά τα βράδια</span><br /><span style="font-size: large;">και μικρός</span><br /><span style="font-size: large;">είχε δουλέψει ένα φεγγάρι</span><br /><span style="font-size: large;">αλογάκι σε λούνα παρκ.</span><br /></span><br /><br /><iframe allowfullscreen='allowfullscreen' webkitallowfullscreen='webkitallowfullscreen' mozallowfullscreen='mozallowfullscreen' width='320' height='266' src='https://www.youtube.com/embed/pdP1HBknIIo?feature=player_embedded' frameborder='0'></iframe><br /><br /><br /><br />Η Τζένη Μαστοράκη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1949. <br />Σπούδασε βυζαντινή και μεσαιωνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. <br />Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα με ένα ποίημά της <br />που περιλήφθηκε στην "Αντι-ανθολογία" του Δημήτρη Ιατρόπουλου, το 1971. <br />Την επόμενη χρονιά τα ποιήματά της <br />κίνησαν το ενδιαφέρον του Γιάννη Ρίτσου και της Νανάς Καλλιανέση, <br />και εκδόθηκε από τον "Κέδρο" το πρώτο της βιβλίο, "Διόδια", με τίτλο που επέλεξε ο ποιητής. <br />Έχουν εκδοθεί μέχρι σήμερα τέσσερα βιβλία ποίησης<br />("Διόδια", 1972, "Το σόι", 1978, "Ιστορίες για τα βαθιά", 1983 και "Μ' ένα στεφάνι φως", 1989), <br />με το τελευταίο βιβλίο της, εμπνευσμένο από το έργο του Δ. Σολωμού, <br />να έχει συγκεντρώσει την καθολική, σχεδόν, αποδοχή κριτικής και κοινού <br />και να έχει επαινεθεί, μεταξύ άλλων, <br />για την αριστοτεχνική χρήση της ελληνικής γλώσσας (Γ. Π. Σαββίδης) <br />και της μυθοποιητικής παράδοσης (Δ. Μαρωνίτης). <br />Τα ποιήματά της μεταφράστηκαν σε διάφορες γλώσσες <br />και δημοσιεύθηκαν σε ανθολογίες και περιοδικά. <br />Η διευθύντρια του προγράμματος ελληνικών σπουδών <br />στο Columbia University της Νέας Υόρκης, Karen Van Dyck, <br />αφιερώνει στη Τζένη Μαστοράκη ένα ολόκληρο κεφάλαιο του βιβλίου της<br />"Η Κασσάνδρα και οι λογοκριτές" (1998), <br />θεωρώντας την "μία από τις κορυφαίες ποιήτριες και μεταφράστριες της Ελλάδας". <br />Δεινή μεταφράστρια, η Τζένη Μαστοράκη έχει μεταφράσει συγγραφείς <br />πολύ διαφορετικούς μεταξύ τους, όπως οι Τζέι-Ντι Σάλιντζερ, <br />Κάρσον ΜακΚάλερς, Ελίας Κανέττι, Χάινριχ Μπελ, Χάινριχ φον Κλάιστ, <br />Καρλ Μαρξ, Κάρλο Γκολντόνι, Έντγκαρ Άλαν Πόε, Άπτον Σίνκλαιρ, <br />Λιούις Κάρολ, Τζόρτζιο Μανγκανέλλι, Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, <br />Χάρολντ Πίντερ, Σάρα Κέην, Μιγέλ δε Θερβάντες, Χάουαρντ Μπάρκερ, <br />Πωλ Σουήζι, Άγκνες Χέλερ, <br />κι ακόμη τον "Πετροτσουλούφη" του Χάινριχ Χόφμαν <br />και παραμύθια των Αδελφών Γκριμ. <br />Το 1989 τιμήθηκε με το Thornton Niven Wilder Prize <br />του Columbia University (Translation Center) <br />για το σύνολο του μεταφραστικού της έργου και το 1992 <br />με το ειδικό βραβείο του ΙΒΒΥ (International Board on Books for Young People)<br />για τη μετάφραση του παιδικού βιβλίου <br />"Ο ταξιδιώτης της αυγής", του Σι-Ες Λιούις (εκδόσεις Kέδρος).</div>
apostasia.sk@gmail.comhttp://www.blogger.com/profile/10277488649439986051noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7202929292313227141.post-66095190174604506892014-04-29T22:28:00.000+03:002014-04-29T22:28:24.513+03:00Μανόλης Αναγνωστάκης ο "ποιητής της ήττας" (καθώς με τους στίχους του εξέφρασε τη διάψευση των οραμάτων της Αριστεράς)<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<br /></div>
<br />
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEigYrg2nqNfnuMhOXNBQsVZysl2NJn0KxWrmEYLYW8RIsO8URM4ty2PL-0IgOgQA3se-IR5l2gaOV8Mjdtkyx4_sBKLuT80IySaH-zsKpAp7fXUVUG6iyNQdANTqBp-InCz4SzteQ1mjBI/s1600/404322-cf83ceaccf81cf89cf83ceb70030.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEigYrg2nqNfnuMhOXNBQsVZysl2NJn0KxWrmEYLYW8RIsO8URM4ty2PL-0IgOgQA3se-IR5l2gaOV8Mjdtkyx4_sBKLuT80IySaH-zsKpAp7fXUVUG6iyNQdANTqBp-InCz4SzteQ1mjBI/s1600/404322-cf83ceaccf81cf89cf83ceb70030.jpg" height="320" width="211" /></a></div>
<br /><br /><br /><br /><span style="font-size: x-large;"><b>Στ᾿ Ἀστεῖα Παίζαμε!</b></span><br /><span style="font-size: large;"><br />Δὲ χάσαμε μόνο τὸν τιποτένιο μισθό μας<br />Μέσα στὴ μέθη τοῦ παιχνιδιοῦ σᾶς δώσαμε καὶ τὶς γυναῖκες μας<br />Τὰ πιὸ ἀκριβὰ ἐνθύμια ποὺ μέσα στὴν κάσα κρύβαμε<br />Στὸ τέλος τὸ ἴδιο τὸ σπίτι μας μὲ ὅλα τὰ ὑπάρχοντα.<br /><br />Νύχτες ἀτέλειωτες παίζαμε, μακριὰ ἀπ᾿ τὸ φῶς τῆς ἡμέρας<br />Μήπως πέρασαν χρόνια; σαπίσαν τὰ φύλλα τοῦ ἡμεροδείχτη<br />Δὲ βγάλαμε ποτὲ καλὸ χαρτί, χάναμε· χάναμε ὁλοένα<br />Πῶς θὰ φύγουμε τώρα; ποῦ θὰ πᾶμε; ποιὸς θὰ μᾶς δεχτεῖ;<br /><br />Δῶστε μας πίσω τὰ χρόνια μας δῶστε μας πίσω τὰ χαρτιά μας<br />Κλέφτες!<br />Στὰ ψέματα παίζαμε!</span><br /><br /><br /><br /><span style="font-size: x-large;"><b>Τὸ σκάκι</b></span><br /><br /><span style="font-size: large;">Ἔλα νὰ παίξουμε...<br />Θὰ σοῦ χαρίσω τὴ βασίλισσά μου<br />Ἦταν γιὰ μένα μιὰ φορὰ ἡ ἀγαπημένη<br />Τώρα δὲν ἔχω πιὰ ἀγαπημένη<br /><br />Θὰ σοῦ χαρίσω τοὺς πύργους μου<br />Τώρα πιὰ δὲν πυροβολῶ τοὺς φίλους μου<br />Ἔχουν πεθάνει ἀπὸ καιρὸ<br />πρὶν ἀπὸ μένα<br /><br />Ὅλα, ὅλα καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω<br />Ὅλα, ὅλα καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω<br />Μονάχα ἐτοῦτο τὸν τρελό μου θὰ κρατήσω<br />ποὺ ξέρει μόνο σ᾿ ἕνα χρῶμα νὰ πηγαίνει<br /><br />δρασκελώντας τὴν μίαν ἄκρη ὡς τὴν ἄλλη<br />γελώντας μπρὸς στὶς τόσες πανοπλίες σου<br />μπαίνοντας μέσα στὶς γραμμές σου ξαφνικὰ<br />ἀναστατώνοντας τὶς στέρεες παρατάξεις<br /><br />Ἔλα νὰ παίξουμε...<br /><br />Ὁ βασιλιὰς αὐτὸς δὲν ἤτανε ποτὲ δικός μου<br />Κι ὕστερα τόσους στρατιῶτες τί τοὺς θέλω!<br />Τραβᾶνε μπρὸς σκυφτοὶ δίχως κἂν ὄνειρα<br />Ὅλα, ὅλα, καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω<br /><br />Ὅλα, ὅλα, καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω<br />Μονάχα ἐτοῦτο τὸν τρελό μου θὰ κρατήσω<br />ποὺ ξέρει μόνο σ᾿ ἕνα χρῶμα νὰ πηγαίνει<br />δρασκελώντας τὴν μίαν ἄκρη ὡς τὴν ἄλλη<br /><br />γελώντας μπρὸς στὶς τόσες πανοπλίες σου<br />μπαίνοντας μέσα στὶς γραμμές σου ξαφνικὰ<br />ἀναστατώνοντας τὶς στέρεες παρατάξεις<br />Ἔλα νὰ παίξουμε...<br /><br />Κι αὐτὴ δὲν ἔχει τέλος ἡ παρτίδα...</span><br /><br /><br /><br /><br /><br /><br /><span style="font-size: x-large;"><b>Φοβᾶμαι...</b></span><br /><br /><span style="font-size: large;">Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἑφτὰ χρόνια ἔκαναν πὼς δὲν εἶχαν πάρει χαμπάρι <br />καὶ μία ὡραία πρωία μεσοῦντος κάποιου Ἰουλίου <br />βγῆκαν στὶς πλατεῖες μὲ σημαιάκια κραυγάζοντας «δῶστε τὴ χούντα στὸ λαό».<br /><br />Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ μὲ καταλερωμένη τὴ φωλιὰ <br />πασχίζουν τώρα νὰ βροῦν λεκέδες στὴ δική σου.<br /><br />Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ σοῦ κλείναν τὴν πόρτα <br />μὴν τυχὸν καὶ τοὺς δώσεις κουπόνια καὶ τώρα <br />τοὺς βλέπεις στὸ Πολυτεχνεῖο νὰ καταθέτουν γαρίφαλα καὶ νὰ δακρύζουν.<br /><br />Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ γέμιζαν τὶς ταβέρνες <br />καὶ τὰ σπάζαν στὰ μπουζούκια κάθε βράδυ καὶ τώρα τὰ ξανασπάζουν <br />ὅταν τοὺς πιάνει τὸ μεράκι τῆς Φαραντούρη καὶ ἔχουν καὶ «ἀπόψεις».<br /><br />Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἄλλαζαν πεζοδρόμιο ὅταν σὲ συναντοῦσαν <br />καὶ τώρα σὲ λοιδοροῦν γιατὶ, λέει, δὲν βαδίζεις ἴσιο δρόμο.<br /><br />Φοβᾶμαι, φοβᾶμαι πολλοὺς ἀνθρώπους.<br /><br />Φέτος φοβήθηκα ἀκόμη περισσότερο.<br /><br />Νοέμβρης 1983</span><br /><br /><br /><br /><br /><br /><span style="font-size: x-large;"><b>Ἡ ἀπόφαση</b></span><br /><span style="font-size: large;">Εἶστε ὑπὲρ ἢ κατά;<br />Ἔστω ἀπαντεῖστε μ᾿ ἕνα ναὶ ἢ μ᾿ ἕνα ὄχι.<br />Τὸ ἔχετε τὸ πρόβλημα σκεφτεῖ<br />Πιστεύω ἀσφαλῶς πὼς σᾶς βασάνισε<br />Τὰ πάντα βασανίζουν στὴ ζωὴ<br />Παιδιὰ γυναῖκες ἔντομα<br />Βλαβερὰ φυτὰ χαμένες ὦρες<br />Δύσκολα πάθη χαλασμένα δόντια<br />Μέτρια φίλμς. Κι αὐτὸ σᾶς βασάνισε ἀσφαλῶς.<br />Μιλᾶτε ὑπεύθυνα λοιπόν. Ἔστω μὲ ναὶ ἢ ὄχι.<br />Σὲ σᾶς ἀνήκει ἡ ἀπόφαση.<br />Δὲ σᾶς ζητοῦμε πιὰ νὰ πάψετε<br />Τὶς ἀσχολίες σας νὰ διακόψετε τὴ ζωή σας<br />Τὶς προσφιλεῖς ἐφημερίδες σας· τὶς συζητήσεις<br />Στὸ κουρεῖο· τὶς Κυριακές σας στὰ γήπεδα.<br />Μιὰ λέξη μόνο. Ἐμπρὸς λοιπόν:<br />Εἶστε ὑπὲρ ἢ κατά;<br />Σκεφθεῖτε το καλά. Θὰ περιμένω.</span><br /><br /><br /><iframe allowfullscreen='allowfullscreen' webkitallowfullscreen='webkitallowfullscreen' mozallowfullscreen='mozallowfullscreen' width='320' height='266' src='https://www.youtube.com/embed/ibxTniYs90g?feature=player_embedded' frameborder='0'></iframe><br /><br /><br /><br />Ο Μανόλης Αναγνωστάκης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 9 Μαρτίου του 1925. Σπούδασε Ιατρική και ειδικεύτηκε ως ακτινολόγος στη Βιέννη (1955-1956). Άσκησε το επάγγελμα του ακτινολόγου στη Θεσσαλονίκη και το 1978 μετεγκαταστάθηκε στην Αθήνα.<br />Πήρε μέρος στην Αντίσταση ως στέλεχος της ΕΠΟΝ στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Για την πολιτική του δράση στο φοιτητικό κίνημα φυλακίστηκε στο διάστημα 1948-1951, ενώ το 1949 καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο.<br />Εμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 1942 από το περιοδικό «Πειραϊκά Γράμματα». Εκτελώντας χρέη και αρχισυντάκτη, το 1944 συνεργάστηκε με το φοιτητικό περιοδικό «Ξεκίνημα» (1944), πόλο συσπείρωσης των προοδευτικών νέων λογοτεχνών της πόλης, και το 1945 εξέδωσε με δικά του έξοδα την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Εποχές». Αν και προχώρησε στην έκδοση μιας σειράς ποιητικών συλλογών τις επόμενες δεκαετίες, θα έπρεπε να περιμένει ως το 1979, σχεδόν 35 χρόνια μετά την πρώτη έκδοση του βιβλίου του, ώστε να δει να τυπώνεται η συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του χωρίς δικά του έξοδα.<br />Δημοσίευσε ποιήματα και κριτικά σημειώματα σε πολλά περιοδικά, ενώ είχε και πυκνή παρουσία στην εφημερίδα «Αυγή», με κείμενα για θέματα λογοτεχνικά και πολιτικά. Εξέδωσε το περιοδικό «Κριτική» (Θεσσαλονίκη, 1959-1961), υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας των «Δεκαοκτώ κειμένων» (1970), των «Νέων Κειμένων» και του περιοδικού «Η Συνέχεια» (1973).<br />Τα ποιήματα που ο Μανόλης Αναγνωστάκης άφησε πίσω του δημοσιευμένα είναι 88 και γράφτηκαν από το 1941 έως το 1971. Από το 1979 που κυκλοφόρησε ο συγκεντρωτικός τόμος των ποιημάτων του, και από το 1983 που κυκλοφόρησε ιδιωτικά το αυτοβιογραφικό σχόλιο «Y.Γ.» δεν υπήρξε καμία δημόσια παρέμβασή του.<br />«Στο αλλοιωμένο τοπίο της εποχής μας δεν θα ξαναγράψω», είχε ξεκαθαρίσει, γιατί «το έργο μου το ολοκλήρωσα. Επιλέγω τη σιωπή». Ίσως επειδή, όπως είχε πει σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις του, «η ποίηση είναι έργο της νεότητας. Χρειάζεται ενθουσιασμό, αυταπάτες, ψευδαισθήσεις. Αυτά τα έχουν οι νέοι. Όσο μεγαλώνεις, κατέχεις καλύτερα τα μέσα σου. Γίνεσαι τεχνίτης, αλλά ένα ποίημα δεν χρειάζεται να είναι τέλειο για να είναι καλό».<br />Η ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη δεν είναι απαισιόδοξη. Όσο κι αν οι στίχοι του φτάνουν κάποτε στην απελπισία, στο βάθος του ορίζοντα διακρίνεται ένα φως που μοιάζει περισσότερο με την αναλαμπή της αυγής και λιγότερο με το λυκόφως. Η δύναμη του ποιητικού του έργου, υπερβαίνοντα τις κομματικές ταμπέλες, κατάφερε να εκφράσει την αβεβαιότητα, την αποξένωση, αλλά και τις ελπίδες μιας ολόκληρης εποχής.<br />Έφυγε από τη ζωή τα ξημερώματα της 23ης Ιουνίου 2005, καταβεβλημένος από χρόνια αναπνευστικά και καρδιαγγειακά προβλήματα.</div>
apostasia.sk@gmail.comhttp://www.blogger.com/profile/10277488649439986051noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7202929292313227141.post-89095080519769335982014-04-24T00:47:00.000+03:002014-04-24T00:48:15.682+03:00Τάκης Σινόπουλος ..."η γύμνια ντυνόταν με προσχήματα κι εγώ κρύωνα όπως τώρα κρυώνεις εσύ και τρομάζεις και κρύβεσαι μες στο σπίτι όπου τρίζει η σιωπή κι ανασαίνει βαθιά στο σκοτάδι"...<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgiIJS_S4iqVEPFWvOOUBqeAQhfgg3UNTol8pf2pd6BvKm-lobA6DLTLvuKSE3F-cbdtEABKZQwWZ-M84Hh7NQYJP2A_fdT7XPFOOsufEieQb1I6OpUZIIzYo3KlMXtmgP_oDihRS27dr4/s1600/1953.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgiIJS_S4iqVEPFWvOOUBqeAQhfgg3UNTol8pf2pd6BvKm-lobA6DLTLvuKSE3F-cbdtEABKZQwWZ-M84Hh7NQYJP2A_fdT7XPFOOsufEieQb1I6OpUZIIzYo3KlMXtmgP_oDihRS27dr4/s1600/1953.jpg" height="230" width="320" /></a></div>
<br />
<span style="font-size: large;"><span style="font-family: Times,"Times New Roman",serif;"><br /><br /></span></span><br />
<h2 style="text-align: left;">
<span style="font-size: x-large;"><span style="font-family: Times,"Times New Roman",serif;">Το ταξίδι </span></span></h2>
<h2>
<span style="font-size: large;"><span style="font-family: Times,"Times New Roman",serif;"></span></span></h2>
<span style="font-size: large;"><span style="font-family: Times,"Times New Roman",serif;"><br />Στα σπλάχνα μου υπάρχει τώρα ένας μύλος, αλέθει το σκο-<br />τάδι της ηλικίας μου και δε σου λέω για τις φωνές που περ-<br />πατάνε στο μυαλό, μήτε για κείνο το ποτάμι που περάσαμε<br />προχτές και τα νερά του πλημμυρίζοντας από παντού τη<br />μνήμη - εσύ, <br />κοιμόσουν και κυλήσανε χιλιάδες χρόνια που σε κράταγα<br />κι ήμουν φτωχός και παγωμένος και κουράστηκε, ξερά-<br />θηκε το χέρι μου - <br />ή ξαφνικά ένα τίναγμα στο κατακάθι της ψυχής, <br />τι γύρευα, τι κράταγα από σένα;<br /></span></span><br />
<h2 style="text-align: left;">
<span style="font-size: x-large;"><span style="font-family: Times,"Times New Roman",serif;">Χώρος αναμονής </span></span></h2>
<h2>
<span style="font-size: large;"><span style="font-family: Times,"Times New Roman",serif;"></span></span></h2>
<span style="font-size: large;"><span style="font-family: Times,"Times New Roman",serif;"><br />Εδώ δεν είναι τόπος για περηφάνια.<br />Εδώ δεν είναι τόπος για έκσταση.<br />Ενα μακρύ ποτάμι ημέρες αργοκίνητες.<br />Η νύχτα ο φόβος και το κάθισμα.<br />Εσύ γυρεύοντας τη σκάλα για τον ουρανό.<br />Εγώ ψάχνοντας με τα νύχια το πρόσωπο<br />ανάμεσα στα σιωπηλά ερείπια της πείνας<br />στον τόπο τούτο με την παγωμένη φωτιά<br />τι περιμένω; <br />Τι περιμένω εδώ που ο πυρετός παροξύνεται;<br />Αν κάποιος φωνάξει βοήθεια απ΄ το δρόμο<br />αν κάποιος χτυπήσει τον τοίχο<br />αν έρθουν απέναντι να καθίσουν<br />όλα τα παιχνίδια που κερδίζονται χωρίς το θεό<br />η συνέχεια του σκοταδιού<br />η λάμπα που έφαγε το πετρέλαιο<br />τ΄ αποτσίγαρα χάμου στο πάτωμα<br />τα ξένα ρούχα<br />ακόμη ζεστά<br />αν έρθει το θαύμα με τα γέρικα χέρια<br />η πράξη<br />που γυρίζει ξάφνου σε φόνο; <br />Γιατί να επικαλούμαι την άσπιλη γυναίκα<br />που καθόριζε ολημέρα το βασίλειό της;<br />Γιατί να θυμηθώ την περηφάνια που την έφθειρε ο καιρός<br />την ησυχία στην κάμαρη τη ζέστα και την άρνηση;<br />Το στόμα ήταν ακόμα ζωντανό<br />η αλήθεια καρφωνόταν στο ψέμα και σφάδαζε<br />η λευτεριά πηδούσε από πόλη σε πόλη<br />έσταζε το αίμα<br />η γύμνια ντυνόταν με προσχήματα<br />κι εγώ κρύωνα<br />όπως τώρα κρυώνεις εσύ και τρομάζεις και κρύβεσαι<br />μες στο σπίτι όπου τρίζει η σιωπή<br />κι ανασαίνει βαθιά στο σκοτάδι. <br />Σε τούτη την κάμαρα έγιναν οι φανταστικοί βιασμοί<br />η επινόηση του έρωτα και της απόγνωσης<br />εδώ εφευρέθηκε το ψέμα κι ο ουρανός<br />υπάρχει μια τρύπα στο κάθισμα<br />υπάρχει η σιωπή και ο χρόνος<br />υπάρχουν κι άλλες επινοήσεις ομοιώματα σχέσεων<br />ομοιώματα επαφών συναρτήσεων<br />πίσω απ΄ τον τοίχο η νύχτα υφαίνει έναν κόσμο σκιές<br />εξόριστα διαστήματα μετατοπίζονται<br />οι πιθανότητες κοιμούνται μες στο δίχτυ τους<br />η ώρα ενεδρεύει στο εκκρεμές<br />μ΄ ένα κρύο χαμόγελο τα φαντάσματα σαλεύουν ακίνητα<br />πλησιάζουν και είναι ακίνητα<br />στην κάμαρα τούτη που είμαι ακίνητος και περιμένω<br />τι περιμένω; <br />Ισως κατέβεις παραπαίοντας εκεί που τα σπίτια χάνονται<br />εκεί που η αυγή ανάβει ένα εκατομμύριο χαλίκια<br />ίσως κατέβεις πιο χαμηλά<br />εκεί που το σκοτάδι σκάβει το χώμα ακατάπαυστα<br />εκεί που στροβιλίζονται μισοφώτιστα πρόσωπα <br />εκεί που η μοναξιά σχεδιάζει<br />ατελείωτα συμπλέγματα ατελείωτα έργα<br />στον ατελείωτο χώρο που υπάρχει πίσω από τα πράγματα<br />όπου το σχήμα χάνεται κι η κίνηση χάνεται<br />εκεί που είσαι ωστόσο<br />σκοτεινά τα μάτια τσακισμένα τα χέρια<br />το καμπύλο κορμί μες στο χρόνο<br />μες στη νύχτα που καίει<br />εκεί που είμαι ακίνητος και κοιτάζω και περιμένω<br />τι περιμένω;<br /><br /> </span></span><br />
<h2 style="text-align: left;">
<span style="font-size: large;"><span style="font-family: Times,"Times New Roman",serif;"><span style="font-size: x-large;">Ο ΚΑΙΟΜΕΝΟΣ </span></span></span></h2>
<h2>
<span style="font-size: large;"><span style="font-family: Times,"Times New Roman",serif;"></span></span></h2>
<span style="font-size: large;"><span style="font-family: Times,"Times New Roman",serif;"><br />Κοιτάχτε! μπήκε στη φωτιά! είπε ένας απ’ το πλήθος.<br /> Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν<br /> στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του<br /> μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.<br /> Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.<br /> Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένoς να παραξενεύομαι.<br /> Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;<br /> Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;<br /> Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.<br /> Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.<br /> Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.<br /> Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.<br /> Γινόταν ήλιος.<br /> Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές<br /> άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.<br /> Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.</span></span><br />
<br />
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<iframe allowfullscreen='allowfullscreen' webkitallowfullscreen='webkitallowfullscreen' mozallowfullscreen='mozallowfullscreen' width='320' height='266' src='https://www.youtube.com/embed/JVr03Mzr4OM?feature=player_embedded' frameborder='0'></iframe></div>
<br />
<span style="font-size: small;"><span style="font-family: Times,"Times New Roman",serif;"><br /><br /><span style="font-family: Arial,Helvetica,sans-serif;"><span style="font-size: large;">ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ (1917-1981)</span><br /> Ο Τάκης Σινόπουλος γεννήθηκε στην Αγουλινίτσα Ηλείας, πρωτότοκος γιος του φιλολόγου Γιώργου Σινόπουλου και της Ρούσας - Βενέτας το γένος Αργυροπούλου και βαφτίστηκε Πάικος. Το 1920 η οικογένεια Σινόπουλου εγκαταστάθηκε στον Πύργο Ηλείας. Εκεί γεννήθηκαν ο αδερφός του ποιητή Νούλης (Αθανάσιος) και οι δίδυμοι Παύλος και Μαρία. Στον Πύργο ο Σινόπουλος πέρασε τα μαθητικά του χρόνια και το 1934 έφυγε για την Αθήνα για να σπουδάσει ιατρική. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του δημοσίευσε ποιήματα, πεζά, κριτικά σημειώματα και μεταφράσεις σε λογοτεχνικά περιοδικά της Αθήνας και της επαρχίας. Το 1941 επιστρατεύτηκε ως λοχίας υγειονομικού. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής πήρε μέρος σε ερασιτεχνικές θεατρικές παραστάσεις, συνέχισε να γράφει και να δημοσιεύει μεταφράσεις και ποιήματα, φυλακίστηκε από τους ιταλούς ως αντιστασιακός (1942) και πήρε το πτυχίο του από την Ιατρική Σχολή (1944). Στον Εμφύλιο πήρε μέρος ως γιατρός του πεζικού και παρέμεινε για δυο χρόνια (1946-1947) με το τάγμα του σ’ ένα χωριό έξω από την Καλαμπάκα. Στην Αθήνα επέστρεψε το 1948 και από το 1949 άσκησε για πολλά χρόνια το ιατρικό επάγγελμα. Πέθανε στο Πύργο Ηλείας.<br />Την πρώτη του εμφάνιση στο χώρο της λογοτεχνίας πραγματοποίησε το 1934 με τη δημοσίευση του ποιήματος "Προδοσία" και του διηγήματος "Η εκδίκηση ενός ταπεινού" στην εφημερίδα του Πύργου "Νέα Ημέρα" με το ψευδώνυμο Αργυρός Ρουμπάνης, ενώ η πρώτη του ποιητική συλλογή είχε τίτλο "Μεταίχμιο" και εκδόθηκε το 1951.<br /> Η ποιητική πορεία του Τάκη Σινόπουλου χωρίζεται από τη λογοτεχνική κριτική σε δύο φάσεις. Στην πρώτη (1940-1965) κυριαρχούν το περιγραφικό και λυρικό στοιχείο και η στοχαστική γραφή, καθώς επίσης οι επιρροές από τους Έλιοτ, Σεφέρη και Έζρα Πάουντ, στα πλαίσια της προσπάθειας για μια οριοθέτηση του ποιητικού σύμπαντος σ’ έναν αντιποιητικό και απογοητευτικό κόσμο. <br />Η δεύτερη (γύρω στα 1965 και ως το τέλος της ποιητικής του παραγωγής) κινείται στα ίδια θεματολογικά πλαίσια της φθοράς και του θανάτου, παρουσιάζει όμως μια μεταστροφή στη χρήση του γλωσσικού υλικού προς έναν αντιποιητικό, επιθετικό και συχνά ειρωνικό λόγο. Από το 1963 ως το 1967 συνεργάστηκε με το περιοδικό "Εποχές", όπου δημοσίευσε κείμενα βιβλιοκρισίας. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Παπαδόπουλου πήρε μέρος στις αντιδικτατορικές εκδόσεις "18 Κείμενα" και Κείμενα 1 και 2, ενώ υπήρξε συνιδρυτής της Εταιρείας Μελέτης Ελληνικών Προβλημάτων και συνεργάτης του περιοδικού "Συνέχεια".<br /><br /> <br /><br /></span><br /> </span></span></div>
apostasia.sk@gmail.comhttp://www.blogger.com/profile/10277488649439986051noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7202929292313227141.post-52191805633952859792013-12-06T23:51:00.002+02:002013-12-06T23:53:41.754+02:00Νικηφόρος Βρεττάκος "Σκεφτεῖτε: Εἶπα καὶ ἔγραψα, «Ἀγαπῶ» " <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh2Ko17SbROvysKWeXN9kM6yOj0IzKbHweJdVOefCVeUu6qy0Zd1kcSmZwMs8RyT3Af28VHEPF71orLqLWlTqo3pShC9xp0YBb1_RvICS5aVbokUyVne0mIQJWf7sJewrhORyQRgtj_fg8/s1600/10080.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh2Ko17SbROvysKWeXN9kM6yOj0IzKbHweJdVOefCVeUu6qy0Zd1kcSmZwMs8RyT3Af28VHEPF71orLqLWlTqo3pShC9xp0YBb1_RvICS5aVbokUyVne0mIQJWf7sJewrhORyQRgtj_fg8/s1600/10080.jpg" /></a></div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<br /></div>
<br />
<span style="font-family: Verdana, sans-serif;"><br /></span>
<br />
<h2 style="text-align: left;">
<span style="font-family: Verdana, sans-serif; font-size: x-large;">Ἕνας μικρότερος κόσμος</span></h2>
<span style="font-family: Verdana, sans-serif;"><br /><span style="font-size: large;">Ἀναζητῶ μίαν ἀκτὴ νὰ μπορέσω νὰ φράξω<br />μὲ δέντρα ἢ καλάμια ἕνα μέρος<br />τοῦ ὁρίζοντα. Συμμαζεύοντας τὸ ἄπειρο, νἄχω<br />τὴν αἴσθηση: ἢ πὼς δὲν ὑπάρχουνε μηχανὲς<br />ἢ πὼς ὑπάρχουνε πολὺ λίγες· ἢ πὼς δὲν ὑπάρχουν στρατιῶτες<br />ἢ πὼς ὑπάρχουνε πολὺ λίγοι· ἢ πὼς δὲν ὑπάρχουνε ὅπλα<br />ἢ πὼς ὑπάρχουνε πολὺ λίγα, στραμμένα κι αὐτὰ πρὸς τὴν ἔξοδο<br />τῶν δασῶν μὲ τοὺς λύκους· ἢ πὼς δὲν ὑπάρχουνε ἔμποροι<br />ἢ πὼς ὑπάρχουνε πολὺ λίγοι σε ἀπόκεντρα<br />σημεῖα τῆς γῆς ὅπου ἀκόμη δὲν ἔγιναν ἁμαξωτοὶ δρόμοι.<br />Τὸ ἐλπίζει ὁ Θεὸς<br />πὼς τουλάχιστο μὲς στοὺς λυγμοὺς τῶν ποιητῶν<br />δὲν θὰ πάψει νὰ ὑπάρχει ποτὲς ὁ παράδεισος.</span><br /><br /><br /></span><br />
<h2 style="text-align: left;">
<span style="font-family: Verdana, sans-serif; font-size: x-large;">Μὴν ἀγγίζετε!</span></h2>
<span style="font-family: Verdana, sans-serif;"><br /><span style="font-size: large;">Ἀφῆστε αὐτὸν τὸν ὄμορφο κόσμο νὰ διαιωνίζεται<br />ἀνακυκλώνοντας τὸ αὔριο μὲς στὶς πηγές του ὅπως<br />τὸν καιρὸ ποὺ γεννήθηκα ὡς ν᾿ ἀναδύεται,<br />κάθε πρωί, γιὰ πρώτη φορά, μὲς<br />ἀπ᾿ τὶς ρόδινες γάζες τῆς γέννας του.<br />Σβῆστε στὸν ἥλιο τὴν κακὴ φωτιά.<br />Μὴ μᾶς σκοτώνετε!</span><br /><br /><br /></span><br />
<h2 style="text-align: left;">
<span style="font-family: Verdana, sans-serif; font-size: x-large;">Ὁ ἄνθρωπος, ὁ κόσμος καὶ ἡ ποίηση</span></h2>
<span style="font-family: Verdana, sans-serif;"><br /><span style="font-size: large;">Ἀνάσκαψα ὅλη τη γῆ νὰ σὲ βρῶ.<br />Κοσκίνισα μὲς τὴν καρδιά μου τὴν ἔρημο· ἤξερα<br />πὼς δίχως τὸν ἄνθρωπο δὲν εἶναι πλῆρες<br />τοῦ ἥλιου τὸ φῶς. Ἐνῷ, τώρα, κοιτάζοντας<br />μὲς ἀπὸ τόση διαύγεια τὸν κόσμο,<br />μὲς ἀπὸ σένα - πλησιάζουν τὰ πράγματα,<br />γίνονται εὐδιάκριτα, γίνονται διάφανα -<br />τώρα μπορῶ<br />ν᾿ ἀρθρώσω τὴν τάξη του σ᾿ ἕνα μου ποίημα.<br />Παίρνοντας μία σελίδα θὰ βάλω<br />σ᾿ εὐθεῖες τὸ φῶς.</span><br /> <br /></span><br />
<h2 style="text-align: left;">
<span style="font-family: Verdana, sans-serif; font-size: x-large;">Ὁ ἀγρὸς τῶν λέξεων</span></h2>
<span style="font-family: Verdana, sans-serif;"><br /><span style="font-size: large;">Ὅπως ἡ μέλισσα γύρω ἀπὸ ἕνα ἄγριο<br />λουλοῦδι, ὅμοια κ᾿ ἐγώ. Τριγυρίζω<br />διαρκῶς γύρω ἀπ᾿ τὴ λέξη.<br /><br />Εὐχαριστῶ τὶς μακριὲς σειρὲς<br />τῶν προγόνων, ποὺ δούλεψαν τὴ φωνή,<br />τὴν τεμαχίσαν σὲ κρίκους, τὴν κάμαν<br />νοήματα, τὴ σφυρηλάτησαν ὅπως<br />τὸ χρυσάφι οἱ μεταλλουργοὶ κ᾿ ἔγινε<br />Ὅμηροι, Αἰσχύλοι, Εὐαγγέλια<br />κι ἄλλα κοσμήματα.<br /><br />Μὲ τὸ νῆμα<br />τῶν λέξεων, αὐτὸν τὸ χρυσὸ<br />τοῦ χρυσοῦ, ποὺ βγαίνει ἀπ᾿ τὰ βάθη<br />τῆς καρδιᾶς μου, συνδέομαι· συμμετέχω<br />στὸν κόσμο.<br />Σκεφτεῖτε:<br />Εἶπα καὶ ἔγραψα, «Ἀγαπῶ».</span></span><iframe allowfullscreen='allowfullscreen' webkitallowfullscreen='webkitallowfullscreen' mozallowfullscreen='mozallowfullscreen' width='320' height='266' src='https://www.youtube.com/embed/7OggbB8CuLs?feature=player_embedded' frameborder='0'></iframe><span style="font-family: Verdana, sans-serif;"><br /><br /><br /><br />O Νικηφόρος Βρεττάκος (Κροκεές Λακωνίας 1 Ιανουαρίου 1912 – Αθήνα 4 Αυγούστου 1991) ήταν Έλληνας ποιητής και πεζογράφος.<br />Γεννήθηκε στις Κροκεές Λακωνίας την 1η Ιανουαρίου 1912. Έζησε τα παιδικά του χρόνια στο πατρικό του κτήμα στην Πλούμιτσα, κοντά στον Ταΰγετο και τα μαθητικά του στις Κροκεές και το Γύθειο, από το Γυμνάσιο του οποίου αποφοίτησε.<br />Νέος εγκαταστάθηκε στην Αθήνα για σπουδές που δεν πραγματοποίησε και άσκησε διάφορα επαγγέλματα ως ιδιωτικός υπάλληλος (1930-1938) και έπειτα ως δημόσιος υπάλληλος (1938-1947) και ως φιλολογικός συντάκτης περιοδικών και εφημερίδων.<br />Πήρε μέρος στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940-41 και ύστερα στην Εθνική Αντίσταση από τις γραμμές του ΕΑΜ.<br />Το 1954 εξελέγη δημοτικός σύμβουλος στον Πειραιά.<br />Την περίοδο της δικτατορίας (1967-74) έζησε αυτοεξόριστος σε χώρες της Ευρώπης.<br />Ο Νικηφόρος Βρεττάκος είναι ένας σημαντικός σύγχρονος Έλληνας ποιητής, που διακρίνεται για τον βαθύτατο ανθρωπισμό της ποίησής του και την ιδιομορφία των εμπνεύσεών του.<br />Ποιήματά του μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες. <br />Υπήρξε μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών. <br />Πήρε μέρος σε πολλά ποιητικά συνέδρια και φεστιβάλ στο Λονδίνο, στην Αχρίδα της τότε Γιουγκοσλαβίας κ.α. <br />Τιμήθηκε με δύο Πρώτα Κρατικά Βραβεία (1940 και 1956), το Βραβείο Εθνικής Αντίστασης (1945), το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (1976), με το βραβείο Ουράνη κ.ά. <br />Το 1980 πραγματοποίησε τα αποκαλυπτήρια του μνημείου του «αγνώστου ναυτικού» στο λιμάνι του Γυθείου.<br />Το 1987 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.<br />Ήταν κάτοικος Αθηνών (οδός Φιλολάου) και ομιλούσε Γαλλικά και Ιταλικά.<br />Ο Νικηφόρος Βρεττάκος απεβίωσε στις 4 Αυγούστου του 1991.<br />Ο Δήμος Αθηναίων απονέμει ένα λογοτεχνικό βραβείο στη μνήμη του. Το Αρχείο του έχει δωριθεί και σώζεται στη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Σπάρτης.</span></div>
apostasia.sk@gmail.comhttp://www.blogger.com/profile/10277488649439986051noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7202929292313227141.post-706012906139356312013-11-23T08:39:00.000+02:002013-11-23T08:39:07.849+02:00Η ποίηση της Ράνιας Καταβούτα <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiBbJpSKuLD1btEgMTmcg_mlvnx_bS7IWxce7K4yZrwQ4TKLKVSYUxXrKcSIFvIsejq6qZy3jXvQesAAD5ul1IY8CP-b4WKHcv9D_RjkQE8EloENwVN8kvmKWDppRZ6TcopM2rzP7lHpqE/s1600/559845_4537554390265_1969656745_n.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiBbJpSKuLD1btEgMTmcg_mlvnx_bS7IWxce7K4yZrwQ4TKLKVSYUxXrKcSIFvIsejq6qZy3jXvQesAAD5ul1IY8CP-b4WKHcv9D_RjkQE8EloENwVN8kvmKWDppRZ6TcopM2rzP7lHpqE/s1600/559845_4537554390265_1969656745_n.jpg" height="320" width="320" /></a></div>
<br />
<h2 style="text-align: left;">
<span style="font-size: x-large;">Των ποιητών, κανονικών ανθρώπων</span></h2>
<br />
<br />
<span style="font-size: large;">Οι ποιητές ζουν κάποτε<br /><br />ανάμεσα στους κανονικούς ανθρώπους.<br /><br />Πάνε στο περίπτερο, στο σούπερ μάρκετ,<br /><br />καλλιεργούν τη γη ή πλένουν πιάτα.<br /><br />Μόνο που, μια στιγμή, εκεί που καθαρίζουν<br /><br />η σκέψη τους γίνεται πουλί,<br /><br />στον αφρό της σαπουνάδας<br /><br />γλιστράνε οι λέξεις,<br /><br />μέσα απ’ το χώμα φυτρώνουν τα λόγια,<br /><br />στίχοι γίνονται στο δρόμο τα βήματά τους.<br /><br />Οι ποιητές είναι άνθρωποι κανονικοί<br /><br />ζουν, όμως, ανάμεσα<br /><br />σε μια πληγή και μια γιορτή.</span><br />
<br />
<br />
<br />
<h2 style="text-align: left;">
<span style="font-size: x-large;">Σαν ξεχασμένη Anne Sexton</span></h2>
<br />
<br />
<span style="font-size: large;">Σαν ξεχασμένη Anne Sexton<br />θα γράψω ένα ποίημα για το “μας”<br />πως από κάπου εκεί ξεκινάς<br />και κάπου εκεί σταματάς<br />να ψάχνεις μια ζωή το “μας”<br />τον ήλιο που σου δείχνει<br />τα χέρια που σου ανοίγει<br />το βλέμμα που σου δίνει<br />κι όλη τη λύτρωση στην κόπωση το βράδυ,<br />όπως δυο όνειρα που απ’το κεφάλι του ενός<br />χοροπηδάνε στο κεφάλι του άλλου, <br />άτακτα παιδιά που χορεύουν με τις μνήμες,<br />τα κύτταρα των πρώτων μας εικόνων,<br />γλιστράνε στην παιδική χαρά των ήχων του σώματός μας<br />κι όλα αυτά για την παλάμη<br />που έβαλες το βράδυ στο πρόσωπό μου<br />λίγο πάνω απ’τα μάτια <br />και μου λες “κοιμήσου, Ρανιώ”<br />μην πάει χαμένο τόσο σκοτάδι.</span><br />
<br />
<br />
<h2 style="text-align: left;">
<span style="font-size: x-large;">{Γραμμές του σώματος}</span></h2>
<br />
<br />
<span style="font-size: large;">Γραμμές του σώματος<br /><br />κι άλλα ηδονικά<br /><br />τα μάτια, τα μαλλιά, τα χείλη.<br /><br />Κυρίως, όμως, αυτές<br /><br />οι αισθαντικές γραμμές<br /><br />και κείνη η ζείδωρη ευφορία<br /><br />να καβαλάς τα σύννεφα<br /><br />νεφεληγερέτης -πώς τό’ λεγεν ο Όμηρος; -<br /><br />Για κείνη τη στιγμή λοιπόν,<br /><br />στον καλπασμό των κυμάτων<br /><br />να ομνύεις<br /><br />που από τα βάθη βγαίνουν στον αφρό<br /><br />κι ύστερα πάλι πίσω.</span><br />
<br />
<h2 style="text-align: left;">
<span style="font-size: x-large;">Πάβελ</span></h2>
<br />
<span style="font-size: large;"><br />Δεν κατάλαβε πώς εξαφανίστηκε ο εντός του άνθρωπος. Πως έφυγε από μια σχισμή, κάπου ανάμεσα σε μια ανάσα και ένα ανοιγοκλείσιμο των ματιών. Πως σκαρφάλωσε από μέσα του, πέρασε τα στενά των βρόγχων, ανέβηκε την τραχεία, κολύμπησε στα ιγμόρεια και γλίστρησε απ’ τα ρουθούνια. Έτσι βγήκε, σαν αέρας. Πώς ήταν το όνομά του; Δύσκολα θυμάται… “Πάβελ. Πάβελ Κόχουτ..” επαναλάμβανε μουρμουρίζοντας ανάμεσα απ’τα δόντια. “Πάβελ Κόχουτ” σαν ξόρκι τρανσυλβάνιο που τριγυρνούσε πίσω από βαριές πόρτες κι ομίχλες.<br />Και έτσι έμεινε άδειος ο μέσα του εαυτός. Το ξόρκι πήρε φεύγοντας όλα τα αισθήματα και όλες τις σκέψεις.<br />“Πόσο καιρό συμβαίνει αυτό;”. Άνοιξε τα μάτια και τρόμαξε.</span><br />
<br />
<br />
<h2 style="text-align: left;">
<span style="font-size: x-large;">My angel by the sea</span></h2>
<br />
<br />
<span style="font-size: large;">Περπατούσε και σκεφτόταν, περπατούσε και σκεφτόταν. Τα όνειρά του ταξίδευαν κάθε μέρα στο γκρι. Μελωδίες σπάνιες και ξαφνικές έρχονταν από τη βαθιά σήραγγα του μυαλού του. Δεν έβλεπε τα ρούχα που έβαζε, δεν κοιτούσε στον καθρέφτη, τι να δει από το άδειο βλέμμα; Μάζευε φωτογραφίες, τραπουλόχαρτα, ξερά φύλλα, ανάσες και αφές από παλτά που βγήκαν στα πρωτοβρόχια. Πάντα στις τσέπες του είχε κάτι, να χαρίσει στα παιδιά, να δώσει στον άστεγο, να ξεγελάσει τον άνθρωπο που έφυγε. Μια μέρα κατέβηκε στη θάλασσα, στην ασπρόμαυρη παραλία. Τα φτερά του έτρεμαν, κάπως κρύωνε. Δεν πήγε να μαζέψει κοχύλια, δεν πήγε να χαζέψει τα πουλιά, ούτε να πάρει τις ψυχές. Βαρέθηκε την τόση ησυχία και γλίστρησε για πάντα στα νερά.</span><br />
<div>
<span style="font-size: large;"><br /></span></div>
<div>
<span style="font-size: large;"><br /></span></div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<iframe allowfullscreen='allowfullscreen' webkitallowfullscreen='webkitallowfullscreen' mozallowfullscreen='mozallowfullscreen' width='320' height='266' src='https://www.youtube.com/embed/OXO6ELur3sw?feature=player_embedded' frameborder='0'></iframe></div>
<div>
<span style="font-size: large;"><br /></span></div>
<div>
<span style="font-size: large;"><br /></span></div>
<div>
<span style="font-size: large;">Η Ράνια Καταβούτα, ζει - εργάζεται - πορεύεται - δημιουργεί στην Θεσσαλονίκη. Το κύριο επάγγελμα της είναι φιλόλογος. </span><br />
<span style="font-size: large;">Γράφει από πολύ μικρή και δημοσιεύει την δουλειά της στο blog που διατηρεί </span><a href="http://razzrania.wordpress.com./">http://razzrania.wordpress.com./</a><span style="font-size: large;"> .</span><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span></div>
</div>
apostasia.sk@gmail.comhttp://www.blogger.com/profile/10277488649439986051noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7202929292313227141.post-11162990496773423432013-11-15T00:10:00.000+02:002013-11-15T00:12:16.880+02:00Παρουσίαση της ποιητικής συλλογής «Αποστασία» της Στέλλας Κωνσταντίνου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ars Poetica<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br />
<span style="font-size: x-large;">Οι εκδόσεις Ars Poetica, </span><br />
<div>
<span style="font-size: x-large;">o Σύλλογος Εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, </span></div>
<div>
<span style="font-size: x-large;">ο Σύλλογος Κυπρίων Νομού Πέλλας </span></div>
<div>
<span style="font-size: x-large;">και το Θεατρικό Εργαστήρι Γιαννιτσών </span></div>
<div>
<span style="font-size: x-large;">με ιδιαίτερη χαρά σας ενημερώνουν και σας προσκαλούν στην παρουσίαση της πρώτης ποιητικής συλλογής «Αποστασία» της Στέλλας Κωνσταντίνου που θα πραγματοποιηθεί την Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2013 στις 18:30 στο Wine – Bar «Piccolo» Καπετάν Ρούμπα 3 στα Γιαννιτσά.</span><br />
<br />
<span style="font-size: x-large;">Για την ποιήτρια και το έργο της θα μιλήσουν:<br /><br />ο Γιάννης Πετρόπουλος: δάσκαλος, συγγραφέας<br /><br />και η Ράνια Καταβούτα: ποιήτρια, υπ. διδάκτορας φιλολογίας στο ΑΠΘ,<br /><br />Ποιήματα της Στέλλας Κωνσταντίνου θα διαβάσουν οι ηθοποιοί του Θ.Ε.Γ.</span></div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<span style="font-size: x-large;"><br /></span></div>
<div>
<span style="font-size: x-large;">Ελένη Γκιρκινούδη, </span></div>
<div>
<span style="font-size: x-large;">Αλεξάνδρα Ιορδανίδου Γραμματικού </span></div>
<div>
<span style="font-size: x-large;">και η Γεωργία Ταχτσίδου.<br /><br />Την εκδήλωση θα πλαισιώσει με μουσικές στο πιάνο ο μουσικός Νίκος Μπούμπας.</span><br />
<br />
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh765JkvCRFlCP0HFUrkYwBJ6P8EsBzX2hsnw5mrMCvEaDMYpkJT8V0zLPD1uH_Lm_Aow-4KljiGJZNEV-8zF_4XhgC-OY8IH9-WWG-Tu8Ssh7ZiGnOK8SbA9mwSl4EQHmMRSum5N9ww8A/s1600/1395815_10201962763378067_627468292_n.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em; text-align: center;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh765JkvCRFlCP0HFUrkYwBJ6P8EsBzX2hsnw5mrMCvEaDMYpkJT8V0zLPD1uH_Lm_Aow-4KljiGJZNEV-8zF_4XhgC-OY8IH9-WWG-Tu8Ssh7ZiGnOK8SbA9mwSl4EQHmMRSum5N9ww8A/s1600/1395815_10201962763378067_627468292_n.jpg" height="320" width="219" /></a><br />
<br />
<span style="font-size: x-large;">Το βιβλίο:<br /><br />Μπορεί να γίνει ο μόχθος της καθημερινότητας έμπνευση για ποίηση;. </span></div>
<div>
<span style="font-size: x-large;">Μπορεί το αυγουστιάτικό φεγγάρι που βλέπουμε μέσα από το παράθυρο του διαμερίσματός μας σε μια πόλη να μας καλέσει σε ποιητικές αναζητήσεις; </span></div>
<div>
<span style="font-size: x-large;">Μπορεί ένα κυριακάτικο τηλεμαγκαζίνο να αποτελέσει έναυσμα για μια ένα ποίημα καταγγελίας για τον σύγχρονο τρόπο ζωής;<br /><br />Η ποίηση της Στέλλας Κωνσταντίνου είναι μια μορφή καταγγελίας και οργής για την διεστραμμένη καθημερινότητα που βιώνουμε στην σύγχρονη πραγματικότητα και επιπλέον μια μορφή ξεσπάσματος οργής. Μια οργή που κατευθύνεται σε όλους εμάς που δεν βλέπουμε ότι μπροστά στα μάτια μας εμείς οι ίδιοι βιώνουμε και πανηγυρίζουμε την καταστροφή μας.<br /><br />Η “Αποστασία” είναι ένα βιβλίο που θέλει να μας υπενθυμίσει ότι αν δεν αλλάξουμε εμείς οι ίδιοι, οι ζωές μας θα παραμείνουν εκεί που είναι: στο τέλμα της καθημερινότητας. Η ποιήτρια μας το λέει αυτό με όλους τους τόνους και με όλα τα μέσα που διαθέτει: την ποίηση δηλαδή.<br /><br /><br /><br /><br />Η ποιήτρια:<br /><br />Η Στέλλα Κωνσταντίνου γεννήθηκε στη Λευκωσία της Κύπρου το 1973 και από το 1975 είναι μόνιμη κάτοικος της Ελλάδας και μένει στα Γιαννιτσά. Η “Αποστασία” είναι η πρώτη της ποιητική συλλογή.<br /><br />Ένα απόσπασμα από το βιβλίο:</span><br />
<br />
<span style="font-size: x-large;">ΕΝΑ ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΟ ΚΑΙ ΕΝΑ ΑΚΟΜΑ<br /><br />Στο τικ και στο τακ του παλιού εκκρεμούς </span></div>
<div>
<span style="font-size: x-large;">η ζωή μου τραμπαλίζεται, βουτάει στον Άδη </span></div>
<div>
<span style="font-size: x-large;">το εξιλαστήριο θύμα στη θράκα σιγοβράζει </span></div>
<div>
<span style="font-size: x-large;">το παιδί δίνει στον πατέρα το μήλο </span></div>
<div>
<span style="font-size: x-large;">ο πατέρας δίνει σε ’κείνην </span></div>
<div>
<span style="font-size: x-large;">αυτό που πραγματικά θα ’θελε να θέλει </span></div>
<div>
<span style="font-size: x-large;">τα χαμόγελα και τα φιδίσια φιλιά </span></div>
<div>
<span style="font-size: x-large;">στους γλουτούς μου καρφωμένα με πινέζα </span></div>
<div>
<span style="font-size: x-large;">η ντίλερ κάνει επίδειξη των προσόντων της </span></div>
<div>
<span style="font-size: x-large;">στις happy sexy real women </span></div>
<div>
<span style="font-size: x-large;">η βάρδια 3 – 11 της γυναικείας μου υπόστασης </span></div>
<div>
<span style="font-size: x-large;">-με φθισιδιασμένη όψη- </span></div>
<div>
<span style="font-size: x-large;">τρέχει πίσω απ’ την αγέλη για ένα μικρό κόκαλο </span></div>
<div>
<span style="font-size: x-large;">με μυρωδιά από σάρκα </span></div>
<div>
<span style="font-size: x-large;">αλαλάζοντας μήπως τη φάνε κι αυτήν. </span></div>
<div>
<span style="font-size: x-large;">Γιατί τα σκοτώνουν τα άλογα όταν γεράσουν. </span></div>
<div>
<span style="font-size: x-large;">Έτσι δεν κάνουν;<br /><br />Πετάει πάνω από τα σύννεφα </span></div>
<div>
<span style="font-size: x-large;">μυρίζεται την άνοιξη και τη φθινοπωρινή βροχή </span></div>
<div>
<span style="font-size: x-large;">βλέπει το παιδί με το θαλασσί μπαλόνι </span></div>
<div>
<span style="font-size: x-large;">τους γονείς του στο παγκάκι </span></div>
<div>
<span style="font-size: x-large;">να γελούν αγκαλιασμένοι </span></div>
<div>
<span style="font-size: x-large;">τους απεργούς </span></div>
<div>
<span style="font-size: x-large;">να μοιράζουν τα ανεκπλήρωτα αιτήματά τους στους λαθρομετανάστες </span></div>
<div>
<span style="font-size: x-large;">-έτσι για συμπαράσταση και αλληλεγγύη- </span></div>
<div>
<span style="font-size: x-large;">τη γιαγιά </span></div>
<div>
<span style="font-size: x-large;">να βάζει φωτιά σε κάδους και να κατεβάζει βιτρίνες φαρμακείων </span></div>
<div>
<span style="font-size: x-large;">τις ντίλερ της avon, της tupper και των βιβλίων μαγειρικής </span></div>
<div>
<span style="font-size: x-large;">να περπατούν ντυμένες με το εμπόρευμα </span></div>
<div>
<span style="font-size: x-large;">-και όποιος βλέπει ας ρίχνει και κανένα φράγκο.<br /><br />Στο τικ και στο τακ, εφιάλτης και νιρβάνα. </span></div>
<div>
<span style="font-size: x-large;">Σουρεαλισμός και ρομαντισμός. </span></div>
<div>
<span style="font-size: x-large;">Αλήθεια και αλήθεια.<br /><br />Παραμύθι και παραμύθι. </span></div>
<div>
<span style="font-size: x-large;">Τα άλογα… Τα σκοτώνουν τα άλογα όταν γεράσουν; </span></div>
<div>
<span style="font-size: x-large;">Ο δήμιος… Φοράει κουκούλα ο δήμιος; </span></div>
<div>
<span style="font-size: x-large;">Θα έχει και πλήθος από κάτω;</span></div>
</div>
apostasia.sk@gmail.comhttp://www.blogger.com/profile/10277488649439986051noreply@blogger.com1tag:blogger.com,1999:blog-7202929292313227141.post-57603388116472990972013-10-28T18:55:00.001+02:002013-10-28T18:55:33.943+02:00"Η Βεγγέρα" του Ηλία Καπετανάκη, από το Θεατρικό Εργαστήρι Γιαννιτσών.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div class="MsoNormal">
<b><br /></b></div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgpCJFotHTEmxsb65L3PmyAg9V4DcGK_V4W37apjEriuQaoM5m_mwHkpQvNrG8THBNrb-LgxD7Ey2UU90wFahmrPKKGv1h3HuSwnC8VC95Fo-BiFl5I0UKCEF1ZR7nxzOy2L6NOGIPPciA/s1600/P3185947+6.JPG" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgpCJFotHTEmxsb65L3PmyAg9V4DcGK_V4W37apjEriuQaoM5m_mwHkpQvNrG8THBNrb-LgxD7Ey2UU90wFahmrPKKGv1h3HuSwnC8VC95Fo-BiFl5I0UKCEF1ZR7nxzOy2L6NOGIPPciA/s1600/P3185947+6.JPG" height="213" width="320" /></a></div>
<span style="font-family: Georgia, Times New Roman, serif; font-size: large;"><br /><br /><br /><br /></span><h2 style="text-align: left;">
<span style="font-family: Georgia, Times New Roman, serif; font-size: large;"> Λίγα λόγια για το έργο και τον συγγραφέα</span></h2>
<span style="font-family: Georgia, Times New Roman, serif; font-size: large;"><br /> <br /><br />Η Βεγγέρα γράφτηκε από τον Ηλία Καπετανάκη το 1894 και ανέβηκε για πρώτη φορά στις 23 Μαρτίου 1894 από τον θίασο του Δημήτρη Κοτοπούλη. Άλλα έργα του Η. Καπετανάκη: Ο Γενικός Γραμματέας, Το γεύμα του Παπή, Αντιθάλαμος (δεν σώζεται σήμερα) και ένα τμήμα από την επιθεώρηση Αι Υπαίθριοι Αθήναι (άγνωστο σήμερα ποιο ακριβώς είναι δικό του). Η Βεγγέρα είναι μια μονόπρακτη κωμωδία, η οποία επιχειρεί να ξεφύγει από τα θεατρικά στεγανά της εποχής της και συγκεκριμένα από το κωμειδύλιο. <br /><br />Κεντρικό θέμα του έργου είναι η επίσκεψη-βεγγέρα της οικογένειας Στενού, μετά του ανεψιού της Νίκου, στο σπίτι της οικογένειας Νερουλού, με απώτερο σκοπό το συνοικέσιο με μία από τις δύο κόρες της δεύτερης οικογένειας. Η συναναστροφή δεν αργεί να αποδομηθεί και να οδηγηθεί σταδιακά στην διάλυση. Οι ρωγμές αυτής της σχέσης είναι βέβαια ορατές από τις πρώτες στιγμές της συνύπαρξης, παρόλα αυτά οι ήρωες του έργου αρνούνται να αποδεχτούν τα καταστροφικά αποτελέσματά της. Η κυρία Ελένη Νερουλού από τη μία νομίζει ότι κρατάει την εικόνα της οικογένειάς της στα όρια της ευπρέπειας, ενώ ο κύριος Στενός αρνείται πεισματικά να παραδεχτεί ότι τα κέρδη που θα είχε το επικείμενο συνοικέσιο θα ήταν πολύ λιγότερα από τα προβλήματα που αυτό δημιουργεί. Ότι όμως δεν βλέπουν ή αρνούνται να κατανοήσουν οι ήρωες του έργου, το βλέπουν και το κατανοούν οι θεατές, των οποίων η περίοπτη θέση ενισχύεται από την δράση του τρομερού παιδιού Πίπη, που μαζί με την υπηρέτρια-Δημήτρω σταδιακά μεγαλώνουν τα εμπόδια αυτής της σχέσης, και χωρίς να το επιδιώκουν παρουσιάζουν την πραγματική εικόνα της συγκεκριμένης κοινωνικής συνύπαρξης. <br /><br />Ο Η. Καπετανάκης αναδεικνύει και σατιρίζει αρκετές πτυχές της ελληνικής-αστικής κοινωνίας, όπως την ασυνεννοησία της, την αιώνια-διαχρονική σχέση των Ελλήνων με την πολιτική, την αλλοπρόσαλλη διαχείριση και επιβολή της όποιας εξουσίας κατέχει, όπως επίσης και την προβολή της μέσα από την κατοχή υλικών αγαθών, αλλά και τον άκομψο εκλεκτικισμό σε σχέση με τα ξένα και ελληνικά ήθη. Στο έργο σατιρίζονται και τα αποτελέσματα της γλωσσικής διαμάχης ανάμεσα στην καθαρεύουσα και την δημοτική, η πολεμική των οποίων καθιστά πολλές φορές αδύνατη την επικοινωνία και οδηγεί τη συζήτηση μεταξύ δύο ανθρώπων σε παράλληλους μονόλογους. Θα λέγαμε ότι το συγκεκριμένο έργο αποτελεί μια διαχρονική απεικόνιση της ελληνικής αστικής κοινωνίας, η οποία προβάλλεται μέσα από ένα ξεκάθαρα κωμικό πρίσμα. <br /><br /> <br /><br />Συντελεστές της παράστασης:<br /><br />Σκηνοθεσία: Βασίλης Δεμιρτζόγλου <br /><br />Σκηνικά-κουστούμια: Τιτώ Παπαδημητρίου <br /><br />Μουσική: Ηρακλής Πασχαλίδης <br /><br />Μουσική προσαρμογή: Θεόδωρος Αργυρόπουλος <br /><br />Αφίσα-γραφιστικά: Μανδατσής Φώτης<br /><br />Φωτισμοί: Βασιλειάδης Δημήτρης<br /><br />Βοηθός σκηνοθέτη: Νικολέτα Καραντώνη <br /><br />Συντονισμός ομάδας: Ελένη Γκριργκινούδη </span><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi3kgeoCYymz18NL2CcNB-e8OgV0w9MLJ33rS9C9NDkU4kOl4cmIeSIFQX8u2Lj3QZjcaY57z0XBECngRw89Xj4f6iEupOwNVIreVZxZFfO6h9xQW_X7EaMkD06kQJlFOt6ajmDFuEuw40/s1600/P3175928+4.JPG" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi3kgeoCYymz18NL2CcNB-e8OgV0w9MLJ33rS9C9NDkU4kOl4cmIeSIFQX8u2Lj3QZjcaY57z0XBECngRw89Xj4f6iEupOwNVIreVZxZFfO6h9xQW_X7EaMkD06kQJlFOt6ajmDFuEuw40/s1600/P3175928+4.JPG" height="213" width="320" /></a></div>
<br />
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhZN5dUac1NNt92pH2d81WZXw6TaidpKaiH_FRib4AKQ8NyHUh37ksBigqBCxDPDKQ-uNk-6JuGQR92AFkhR-EeVqzMi7PWUGFyqP10kbC_A4h2_Bw8KG4oCswpYbhdEYSAooRQMtdiG_U/s1600/P3185950+7.JPG" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhZN5dUac1NNt92pH2d81WZXw6TaidpKaiH_FRib4AKQ8NyHUh37ksBigqBCxDPDKQ-uNk-6JuGQR92AFkhR-EeVqzMi7PWUGFyqP10kbC_A4h2_Bw8KG4oCswpYbhdEYSAooRQMtdiG_U/s1600/P3185950+7.JPG" height="213" width="320" /></a></div>
<br />
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhkMZ0fpkMAW6fd_OD6UYCmpO-pIIK4LpK_f2j6yx5Rf1Jczz6viP0XYyWbv7345QlSe0ncCLkl8q9RNLoiCJQErIVWB-j5B2MxIg_4E42Us3xj-v6gW58O4Bd0LW86HsRGxELntRWcRhY/s1600/P3185952+8.JPG" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhkMZ0fpkMAW6fd_OD6UYCmpO-pIIK4LpK_f2j6yx5Rf1Jczz6viP0XYyWbv7345QlSe0ncCLkl8q9RNLoiCJQErIVWB-j5B2MxIg_4E42Us3xj-v6gW58O4Bd0LW86HsRGxELntRWcRhY/s1600/P3185952+8.JPG" height="213" width="320" /></a></div>
<br />
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEizZo6cIuIQSPZyiekUjT1PKCv126qlFWzbk1shU0uO_6LzQIrHvdQWYtAZE4VZfcahZ6Xz4YMoDk2uRq1_O_h5IYrMQbBTZfFL8OBQSqsQ81PL7oX4T4bTWY1XUqZTgyBmvY90nVlx1Lg/s1600/P3185954+9.JPG" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEizZo6cIuIQSPZyiekUjT1PKCv126qlFWzbk1shU0uO_6LzQIrHvdQWYtAZE4VZfcahZ6Xz4YMoDk2uRq1_O_h5IYrMQbBTZfFL8OBQSqsQ81PL7oX4T4bTWY1XUqZTgyBmvY90nVlx1Lg/s1600/P3185954+9.JPG" height="213" width="320" /></a></div>
<br />
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiEySXVVZnYpbSNFe0QzJyRw4CgDVJW_NuBURkrjfrdgjHLA1yd5Qf6sCgfKLP45XwPVzN451VrEpzjSOHAwwdeivptKFeJtrnz2Z7vjou_-Xe11isoBEiciAQW_BXnhcvdrtf0YZMLzCI/s1600/P3186270+15.JPG" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiEySXVVZnYpbSNFe0QzJyRw4CgDVJW_NuBURkrjfrdgjHLA1yd5Qf6sCgfKLP45XwPVzN451VrEpzjSOHAwwdeivptKFeJtrnz2Z7vjou_-Xe11isoBEiciAQW_BXnhcvdrtf0YZMLzCI/s1600/P3186270+15.JPG" height="213" width="320" /></a></div>
<br />
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhPCI3hfFNlzFy-7CQfV38ru_85UakH2Og8us5957Vvj-dlPOzecoW_xTvJUT89F8De4CM2ISiW9e2HSTi6jJhMo0hlypeUBkdLyGKRQ8tfveM7Fwq9l3Z-ngcncbvz_LIBGCUqdKDCwBs/s1600/P3186319+16.JPG" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhPCI3hfFNlzFy-7CQfV38ru_85UakH2Og8us5957Vvj-dlPOzecoW_xTvJUT89F8De4CM2ISiW9e2HSTi6jJhMo0hlypeUBkdLyGKRQ8tfveM7Fwq9l3Z-ngcncbvz_LIBGCUqdKDCwBs/s1600/P3186319+16.JPG" height="213" width="320" /></a></div>
<div class="MsoNormal">
<br /></div>
<div class="MsoNormal">
<o:p>
</o:p></div>
<span style="font-family: Georgia, Times New Roman, serif;"><br /><br /><b><span style="font-size: x-large;">Παίζουν:</span></b><span style="font-size: large;"> Νικολέτα Καραντώνη, Παύλος Αντωνιάδης, Βασίλης Δεμιρτζόγλου, Πέτρος Δοϊτσίνης, Ελευθερία Λαγκαδιανού, Γεωργία Ταχτσίδου, Λευτέρης Βασιλειάδης, Χριστίνα Σταματιάδου, Ελένη Γκιργκινούδη, Πετρίνα Βάσσου, Τιτώ Παπαδημητρίου </span><br /><br /><br /><br /><b><span style="font-size: x-large;">Ευχαριστίες στους:</span></b><span style="font-size: large;"> Ηρακλή Πασχαλίδη, Νίκο Κουμαριά, Σάββα Πατσαλίδη, Αλέκο Σπυριδάκη, Διονύση Καραθανάση, Στέλλα Κωνσταντίνου.</span><br /><br /><br /><br /><span style="font-size: x-large;"><b> Ημέρες παραστάσεων:</b></span></span><b style="font-family: Georgia, 'Times New Roman', serif; font-size: xx-large;">2-3 Νοεμβρίου, 9-10 Νοεμβρίου, 16-17 Νοεμβρίου</b><span style="font-family: Georgia, Times New Roman, serif;"><span style="font-size: x-large;"><b><br /></b></span></span><b style="font-family: Georgia, 'Times New Roman', serif; font-size: xx-large;">Ώρα: 9 μ.μ.</b><span style="font-family: Georgia, Times New Roman, serif;"><span style="font-size: x-large;"><b><br /></b><br />Απαραίτητη κράτηση θέσεων στο 6939171711</span></span></div>
apostasia.sk@gmail.comhttp://www.blogger.com/profile/10277488649439986051noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7202929292313227141.post-57792166496864021362013-09-18T22:01:00.000+03:002013-09-18T22:01:17.894+03:00Αδαλόγλου Κούλα <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<br /></div>
<br />
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjyIQZuH0waEX-mJU-CIG9plDdDxyyhcFRUjpqZ-f_Px987D3brmdjPLvbnmG_M_eAk_B8CBujf_k05gziCAWT9m9VmL_Q8lehj2rtvDuorBt-R-MeXBdjda7kZOpjmf4aqO6XAFLfzF9c/s1600/ADALOGLOY.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjyIQZuH0waEX-mJU-CIG9plDdDxyyhcFRUjpqZ-f_Px987D3brmdjPLvbnmG_M_eAk_B8CBujf_k05gziCAWT9m9VmL_Q8lehj2rtvDuorBt-R-MeXBdjda7kZOpjmf4aqO6XAFLfzF9c/s1600/ADALOGLOY.jpg" /></a></div>
<br /><br /><br /><br /><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;"><br /></span><h2 style="text-align: left;">
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: x-large;">Ο έρωτας είμαι ...</span></h2>
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;"><br /></span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">Ο έρωτας είμαι, ανέστιος πένητας και πλάνης</span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;"><br /><br />εκλιπαρώ μια κούπα μέλανα ζωμό<br />ονειρεύομαι μιαν ήσυχη άκρα<br />δε συνορεύω<br />χαίρομαι μιαν οριστική σε στύση.<br /><br />Οι ανεμώνες φτάνουν καλές ως εδώ,<br />απλώνεται ένα ήσυχο πράσινο.<br /><br />Ο έρωτας είμαι,<br />χρόνια με μια μαούνα<br />γυρεύω να περάσω απέναντι<br />μα ο καιρός κακός<br />κι οι σπηλιές βγάζουν ήχο υπόκωφο,<br />τη νύχτα οι μορφές ζωντανεύουν<br />και ροκανίζουν το βράχο<br />η αποκάλυψη θ' αργήσει;<br /><br />Ο έρωτας είμαι,<br />χέρι ρακοσυλλέκτη<br />ανασκαλεύω ανελέητους σωρούς :<br />υπερσυντέλικοι και παρατατικοί<br />κι ούτε ένας μέλλων,<br />Τόσο δωρικοί οι καιροί.<br /><br />Ο τόπος είναι αιωνόβιος,<br />μαργαρίτες αμέτρητες και σκίνα κίτρινα ...<br />... κι ένα καφέ λιωμένο, όπως εκείνο του παλιού<br />αίματος -<br /><br /><br /></span><h2 style="text-align: left;">
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: x-large;">Άτιτλο</span></h2>
<div>
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: x-large;"><br /></span></div>
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">Και για όσα σου πρόσφερα</span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;"><br />με ανταμείβεις με μία σχισμή<br />που δεν είναι ούτε χαμόγελο<br /><br />που δεν είναι ούτε χαμόγελο<br />να κρεμάσω μια υποψία αχνού,<br />όπως στο μπάνιο ο καθρέφτης που θαμπώνει<br /><br />όπως στο μπάνιο ο καθρέφτης που θαμπώνει<br />και παίζει κακέκτυπα την πατίνα του χρόνου<br />μπερδεύοντας τα χνάρια της αλήθειας στο πρόσωπό μου<br /><br />στο πρόσωπό μου που ώρα πρωινή<br />στο πίσω κάθισμα του λεωφορείου<br />απορροφήθηκε από το χνωτισμένο τζάμι.<br /><br /><br /><br /><br /></span><h2 style="text-align: left;">
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: x-large;">Διανυκτερεύσεις</span></h2>
<div>
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: x-large;"><br /></span></div>
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">Φανάρι κόκκινο και στάση.</span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;"><br />Γραφείο τελετών - διανυκτερεύει.<br /><br />Να διανυκτέρευαν αλήθεια, μαγαζιά,<br />γραφεία, επιχειρήσεις,<br />μ' ένα φωτάκι, κάποιο υπάλληλο.<br />Θα 'χε μια χαμηλή ζωή η πόλη.<br /><br />Θα 'χα κι εγώ μια ελπίδα συντροφιάς.<br />Κάποιες δουλειές θα τέλειωνα ίσως<br />τις ξάγρυπνες ώρες που δε θέλω διασκεδάσεις.<br /><br />Μα τελικά μόνον ο θάνατος διανυκτερεύει;</span><br /><br /><iframe allowfullscreen='allowfullscreen' webkitallowfullscreen='webkitallowfullscreen' mozallowfullscreen='mozallowfullscreen' width='320' height='266' src='https://www.youtube.com/embed/l5i6OJwFDmc?feature=player_embedded' frameborder='0'></iframe><br /><br /><br />Η Kούλα Αδαλόγλου γεννήθηκε στη Βέροια το 1953. Σπούδασε Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Πήρε μεταπτυχιακό στην Εφαρμοσμένη Γλωσσολογία από το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου και διδακτορικό δίπλωμα από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Σχολική Σύμβουλος Φιλολόγων (1998-2007) και Διευθύντρια του Καλλιτεχνικού Γυμνασίου Αμπελοκήπων Θεσσαλονίκης (2007-2011). Αποτελεί μέλος της συγγραφικής ομάδας των βιβλίων "Έκφραση /Έκθεση", που εισήγαγαν την επικοινωνιακή γλωσσική διδασκαλία στο Λύκειο. Εργάζεται ερευνητικά σε θέματα που αφορούν τη διδασκαλία της γλώσσας και την αξιολόγηση της γλωσσικής ικανότητας των μαθητών. Συνισταμένη των ερευνητικών αναζητήσεών της αποτελεί η μελέτη Η γραπτή έκφραση των μαθητών. Προτάσεις για την αξιολόγηση και τη βελτίωσή της, εκδ. Κέδρος 2007, η οποία εστιάζει στο γράψιμο ως διαδικασία, μέσα από ποικίλα και διαφορετικά είδη κειμένων. Ποιήματα, αφηγήματα και κριτικά σημειώματά της για σύγχρονους λογοτέχνες έχουν δημοσιευτεί σε γνωστά λογοτεχνικά και φιλολογικά περιοδικά. Εξέδωσε πέντε ποιητικές συλλογές, τελευταία η "Διπλή άρθρωση", εκδ. Ταξιδευτής, 2009. Ανθολόγηση ποιημάτων της έγιναν σε πολλά περιοδικά. Το βιβλίο "Βγήκε ένας ήλιος χλωμός" αποτελεί την πρώτη της συλλογή διηγημάτων.</div>
apostasia.sk@gmail.comhttp://www.blogger.com/profile/10277488649439986051noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7202929292313227141.post-52715435717257211672013-09-17T09:15:00.000+03:002013-09-17T09:15:31.131+03:00Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<br /></div>
<br />
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEheCSBOs1dsA5W-NW4eR7sjQrahQ7_oHjxx27SedKaaqmU-rrg1VH51F93FgAgooGTA-ZYm3NHMj9LLSVd2BpbzJiJHqsaUP1X-IssV-t69_3ThQ8I_65ySek1Zeku4ACoxgQ_mwqkTTik/s1600/rouk_1.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEheCSBOs1dsA5W-NW4eR7sjQrahQ7_oHjxx27SedKaaqmU-rrg1VH51F93FgAgooGTA-ZYm3NHMj9LLSVd2BpbzJiJHqsaUP1X-IssV-t69_3ThQ8I_65ySek1Zeku4ACoxgQ_mwqkTTik/s1600/rouk_1.jpg" /></a></div>
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><br /><br /><br /></span><h2 style="text-align: left;">
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><span style="font-size: x-large;">Η ανορεξία της ύπαρξης</span></span></h2>
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">Δεν πεινάω, δεν πονάω, δε βρωμάω</span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><br /><span style="font-size: large;">ίσως κάπου βαθιά να υποφέρω και να μην το ξέρω</span><br /><span style="font-size: large;">κάνω πως γελάω</span><br /><span style="font-size: large;">δεν επιθυμώ το αδύνατο</span><br /><span style="font-size: large;">ούτε το δυνατό</span><br /><span style="font-size: large;">τα απαγορευμένα για μένα σώματα</span><br /><span style="font-size: large;">δε μου χορταίνουν τη ματιά.</span><br /><span style="font-size: large;">Τον ουρανό καμιά φορά</span><br /><span style="font-size: large;">κοιτάω με λαχτάρα</span><br /><span style="font-size: large;">την ώρα που ο ήλιος σβήνει τη λάμψη του</span><br /><span style="font-size: large;">κι ο γαλανός εραστής παραδίνεται</span><br /><span style="font-size: large;">στη γοητεία της νύχτας.</span><br /><span style="font-size: large;">Η μόνη μου συμμετοχή</span><br /><span style="font-size: large;">στο στροβίλισμα του κόσμου</span><br /><span style="font-size: large;">είναι η ανάσα μου που βγαίνει σταθερή.</span><br /><span style="font-size: large;">Αλλά νιώθω και μια άλλη</span><br /><span style="font-size: large;">παράξενη συμμετοχή∙</span><br /><span style="font-size: large;">αγωνία με πιάνει ξαφνικά</span><br /><span style="font-size: large;">για τον ανθρώπινο πόνο.</span><br /><span style="font-size: large;">Απλώνεται πάνω στη γη</span><br /><span style="font-size: large;">σαν τελετουργικό τραπεζομάντιλο</span><br /><span style="font-size: large;">που μουσκεμένο στο αίμα</span><br /><span style="font-size: large;">σκεπάζει μύθους και θεούς</span><br /><span style="font-size: large;">αιώνια αναγεννιέται</span><br /><span style="font-size: large;">και με τη ζωή ταυτίζεται.</span><br /><span style="font-size: large;">Ναι, τώρα θέλω να κλάψωαλλά στέρεψε ως και των δακρύων μου η πηγή.</span><br /><br /><br /><br /></span><h2 style="text-align: left;">
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><span style="font-size: x-large;"> Η αλλοτρίωση της έλξης</span><span style="font-size: large;"> </span></span></h2>
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">Η σάρκα έγινε σελίδα</span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><br /><span style="font-size: large;">το δέρμα χαρτί</span><br /><span style="font-size: large;">το χάδι έννοια αφηρημένη</span><br /><span style="font-size: large;">το σώμα καινούρια θεωρία του ανύπαρχτου.</span><br /><span style="font-size: large;">Αλήθεια, πώς να περιγράψω</span><br /><span style="font-size: large;">τη φύση όταν μ’ έχει εγκαταλείψει</span><br /><span style="font-size: large;">και μονο στην πρεμιέρα του φθινοπώρου</span><br /><span style="font-size: large;">θυμάται να με προσκαλέσει καμιά φορά;</span><br /><span style="font-size: large;">Ελπίζω να βρω το θάρρος</span><br /><span style="font-size: large;">μια τελευταία επιθυμία να εκφράσω:</span><br /><span style="font-size: large;">γδυτό ένα ωραίο αρσενικό να δω</span><br /><span style="font-size: large;">να θυμηθώ, σαν τελευταία εικόνα</span><br /><span style="font-size: large;">να κουβαλώ το ανδρικό σώμα</span><br /><span style="font-size: large;">που δεν είναι ύλη</span><br /><span style="font-size: large;">αλλά η υπερφυσική ουσία του μέλλοντος.</span><br /><span style="font-size: large;">Γιατί αυτό θα πει ηδονή:</span><br /><span style="font-size: large;">ν’ αγγίζεις το φθαρτό</span><br /><span style="font-size: large;">και να παραμερίζεις τον θάνατο.</span><br /><br /><br /><br /></span><h2 style="text-align: left;">
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><span style="font-size: x-large;">Στον ουρανό τού τίποτα με ελάχιστα </span></span></h2>
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><span style="font-size: large;">Από την κλειδαρότρυπα κρυφοκοιτάω τη ζωή</span><br /><span style="font-size: large;">την κατασκοπεύω μήπως καταλάβω</span><br /><span style="font-size: large;">πώς κερδίζει πάντα αυτή</span><br /><span style="font-size: large;">ενώ χάνουμε εμείς.</span><br /><span style="font-size: large;">Πώς οι αξίες γεννιούνται</span><br /><span style="font-size: large;">κι επιβάλλονται πάνω σ’ αυτό που πρώτο λιώνει:</span><br /><span style="font-size: large;">το σώμα.</span><br /><span style="font-size: large;">Πεθαίνω μες στο νου μου χωρίς ίχνος αρρώστιας</span><br /><span style="font-size: large;">ζω χωρίς να χρειάζομαι ενθάρρυνση καμιά</span><br /><span style="font-size: large;">ανασαίνω κι ας είμαι</span><br /><span style="font-size: large;">σε κοντινή μακρινή απόσταση</span><br /><span style="font-size: large;">απ’ ό,τι ζεστό αγγίζεται, φλογίζει…</span><br /><span style="font-size: large;">Αναρωτιέμαι τι άλλους συνδυασμούς</span><br /><span style="font-size: large;">θα εφεύρει η ζωή</span><br /><span style="font-size: large;">ανάμεσα στο τραύμα της οριστικής εξαφάνισης</span><br /><span style="font-size: large;">και το θαύμα της καθημερινής αθανασίας.</span><br /><span style="font-size: large;">Χρωστάω τη σοφία μου στο φόβο∙</span><br /><span style="font-size: large;">πέταλα, αναστεναγμούς, αποχρώσεις</span><br /><span style="font-size: large;">τα πετάω.</span><br /><span style="font-size: large;">Χώμα, αέρα, ρίζες κρατάω∙</span><br /><span style="font-size: large;">να φεύγουν τα περιττά λέω</span><br /><span style="font-size: large;">να μπω στον ουρανό τού τίποτα</span><br /><span style="font-size: large;">με ελάχιστα.</span><br /><br /><br /><br /></span><h2 style="text-align: left;">
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><span style="font-size: x-large;">ΣΙΓΑ ΜΗΝ ΤΡΕΜΕΙΣ...</span></span></h2>
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">«Σιγά μην τρέμεις...»</span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><br /></span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">είμαστε των παλαιών ερώτων οι φωνές</span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><br /></span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">όχι αυτών που σου άλλαζαν τη ζωή</span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><br /></span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">και βρισκόσουν ξαφνικά σ’ άλλες κάμαρες</span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><br /></span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">να προσκυνάς άλλα αγάλματα</span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><br /></span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">αλλ’ εκείνων των ερώτων των μικρών</span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><br /></span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">που για μια μόνο στιγμή</span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><br /></span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">σ’ έκαναν να κοιτάς ψηλά</span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><br /></span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">μ’ ουράνια οικειότητα</span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><br /></span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">ενώ κάτι άταχτα μονοκοτυλήδονα</span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><br /></span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">το γελάκι, η ματιά</span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><br /></span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">σ’ έκαναν να ξεχνάς τ’ αειθαλή αγκάθια</span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><br /></span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">του κάκτου χρόνου.</span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><br /></span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">Έρωτα μικρέ της τελευταίας στιγμής</span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><br /></span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">ακουμπά σ’ έναν ώμο φανατικά θνητό</span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><br /></span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">ακουμπά στο κενοτάφιο των ονείρων.</span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><br /><br /><br /><br /></span><h2 style="text-align: left;">
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">ΜΕΤΑΦΡΑΖΟΝΤΑΣ ΣΕ ΕΡΩΤΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ</span></h2>
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">Επειδή με τη δική μου γλώσσα</span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><br /></span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">δεν μπορώ να σ’ αγγίξω</span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><br /></span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">μεταγλωττίζω το πάθος μου.</span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><br /></span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">Δεν μπορώ να σε μεταλάβω</span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><br /></span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">και σε μετουσιώνω,</span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><br /></span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">δεν μπορώ να σε ξεντύσω</span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><br /></span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">έτσι σε ντύνω μ’ αλλόφωνη φαντασία.</span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><br /></span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">Στα φτερά σου από κάτω</span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><br /></span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">δεν μπορώ να κουρνιάσω</span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><br /></span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">γι’ αυτό γύρω σου πετάω</span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><br /></span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">και του λεξικού σου γυρνάω τις σελίδες.</span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><br /></span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">Πώς απογυμνώνεσαι θέλω να μάθω</span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><br /></span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">πώς ξανοίγεσαι</span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><br /></span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">γι’ αυτό μες στις γραμμές σου</span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><br /></span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">ψάχνω συνήθειες</span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><br /></span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">τα φρούτα π’ αγαπάς</span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><br /></span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">μυρουδιές που προτιμάς</span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><br /></span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">κορίτσια που ξεφυλλίζεις.</span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><br /></span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">Τα σημάδια σου ποτέ μου δεν θα δω γυμνά</span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><br /></span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">εργάζομαι λοιπόν σκληρά πάνω στα επίθετα σου</span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><br /></span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">για να τ’ απαγγείλω σ’ αλλόθρησκη λαλιά.</span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><br /></span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">Πάλιωσε όμως η δική μου ιστορία</span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><br /></span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">κανένα ράφι δεν στολίζει ο τόμος μου</span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><br /></span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">και τώρα εσένα φαντάζομαι με δέρμα σπάνιο</span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><br /></span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">ολόδετο σε ξένη βιβλιοθήκη.</span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><br /></span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">Επειδή δεν έπρεπε ποτέ</span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><br /></span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">ν’ αφεθώ στην ασυδοσία της νοσταλγίας</span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><br /></span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">και να γράψω αυτό το ποίημα</span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><br /></span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">τον γκρίζο ουρανό διαβάζω</span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><br /></span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">σε ηλιόλουστη μετάφραση.</span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><br /><br /> <br /></span><iframe allowfullscreen='allowfullscreen' webkitallowfullscreen='webkitallowfullscreen' mozallowfullscreen='mozallowfullscreen' width='320' height='266' src='https://www.youtube.com/embed/kR7HPWLAN6o?feature=player_embedded' frameborder='0'></iframe><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><br /></span><br />Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ γεννήθηκε στην Αθήνα το 1939. Ποιήτρια και μεταφράστρια. Σπούδασε στην Αθήνα, στη Νότια Γαλλία και Ελβετία. Είναι Διπλωματούχος της Σχολής Μεταφραστών και Διερμηνέων (αγγλικά, γαλλικά, ρωσικά). Πρωτοδημοσίευσε στην «Καινούργια Εποχή» το 1956. Έχει δημοσιεύσει άρθρα και δοκίμια για την ελληνική ποίηση και τη μετάφραση της ποίησης σε πολλά περιοδικά και εφημερίδες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό Έχει δώσει διαλέξεις και έχει διαβάσει ποιήματά της σε Πανεπιστήμια των ΗΠΑ και Καναδά (Harvard, Cornell, Daztmouth, N.Y. State, Princeton, Columbia κ.α.). Έργα της έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από δέκα γλώσσες και ποιήματά της περιλαμβάνονται σε πολλές ανθολογίες σε όλο τον κόσμο.<br /><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><br /></span></div>
apostasia.sk@gmail.comhttp://www.blogger.com/profile/10277488649439986051noreply@blogger.com1tag:blogger.com,1999:blog-7202929292313227141.post-80949162795034007892013-09-15T02:16:00.002+03:002013-09-15T02:16:41.349+03:00Bertolt Brecht ...Όμως εσείς, όταν θα ‘ρθει ο καιρός ο άνθρωπος να βοηθάει τον άνθρωπο να μας θυμάστε με κάποιαν επιείκεια...<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<br /></div>
<br />
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg0XS0HZ3NJNu_V3NBW-tNQ2mTZ_olrpspX4Wm4Gh4DEzw1m7jXYfq_EdUgGKzfR1xvFo9KXuSSrTIA2bQeNQZ5zG02YZh2scryhb8VqTPC9s6aR4WOt6SA6t1BkCBCy_BwqbKVoABLPag/s1600/bertolt_brecht.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg0XS0HZ3NJNu_V3NBW-tNQ2mTZ_olrpspX4Wm4Gh4DEzw1m7jXYfq_EdUgGKzfR1xvFo9KXuSSrTIA2bQeNQZ5zG02YZh2scryhb8VqTPC9s6aR4WOt6SA6t1BkCBCy_BwqbKVoABLPag/s1600/bertolt_brecht.jpg" /></a></div>
<span style="font-size: large;"><span style="font-family: Arial,Helvetica,sans-serif;"><br /></span></span><h2 style="text-align: left;">
<span style="font-size: x-large;"><span style="font-family: Arial,Helvetica,sans-serif;">Μετανάστες</span></span></h2>
<h2>
<span style="font-size: large;"><span style="font-family: Arial,Helvetica,sans-serif;"></span></span></h2>
<span style="font-size: large;"><span style="font-family: Arial,Helvetica,sans-serif;"> <br /><br />Λαθεμένο μου φαινόταν πάντα τ’ όνομα<br /> που μας δίναν: “Μετανάστες”<br /> Θα πει, κείνοι που αφήσαν την πατρίδα τους.<br /> Εμείς, ωστόσο, δε φύγαμε γιατί το θέλαμε,<br /> λεύτερα να διαλέξουμε μιάν άλλη γη.<br /> Ούτε και σε μιάν άλλη χώρα μπήκαμε<br /> να μείνουμε για πάντα εκεί, αν γινόταν.<br /> Εμείς φύγαμε στα κρυφά.<br /> Μας κυνήγησαν, μας προγράψανε.<br /> Κι η χώρα που μας δέχτηκε, σπίτι δε θα ‘ναι,<br /> μα εξορία.<br /> Έτσι απομένουμε δω πέρα, ασύχαστοι,<br /> όσο μπορούμε πιό κοντά στα σύνορα,<br /> προσμένοντας του γυρισμού τη μέρα,<br /> καραδοκώντας το παραμικρό σημάδι αλλαγής<br /> στην άλλην όχθη,<br /> πνίγοντας μ’ ερωτήσεις κάθε νεοφερμένο,<br /> χωρίς τίποτα να ξεχνάμε, τίποτα ν’ απαρνιόμαστε,<br /> χωρίς να συχωράμε τίποτ’ απ’ όσα έγιναν,<br /> τίποτα δε συχωράμε. <br /><br />Α, δε μας ξεγελάει τούτη η τριγύρω σιωπή!<br /> Ακούμε ίσαμ’ εδώ τα ουρλιαχτά που αντιλαλούν<br /> απ’ τα στρατόπεδά τους.<br /> Εμείς οι ίδιοι μοιάζουμε των εγκλημάτων τους απόηχος,<br /> που κατάφερε τα σύνορα να δρασκελίσει.<br /> Ο καθένας μας, περπατώντας μες στο πλήθος<br /> με παπούτσια ξεσκισμένα,<br /> μαρτυράει τη ντροπή που τη χώρα μας μολεύει.<br /> Όμως κανένας μας δε θα μείνει εδώ.<br /> Η τελευταία λέξη δεν ειπώθηκε ακόμα. <br /><br /> <br /></span></span><h2 style="text-align: left;">
<span style="font-size: large;"><span style="font-family: Arial,Helvetica,sans-serif;"> <span style="font-size: x-large;"><span style="font-weight: normal;">Στους μεταγενέστερους</span></span></span></span></h2>
<h2>
<span style="font-size: large;"><span style="font-family: Arial,Helvetica,sans-serif;"></span></span></h2>
<h2 style="text-align: left;">
<span style="font-weight: normal;"><span style="color: white;"></span></span><span style="font-size: large;"><span style="font-family: Arial,Helvetica,sans-serif;"> </span></span></h2>
<h2>
<span style="font-size: large;"><span style="font-family: Arial,Helvetica,sans-serif;"></span></span></h2>
<span style="font-size: large;"><span style="font-family: Arial,Helvetica,sans-serif;"><br />Αλήθεια, σε μαύρα χρόνια ζω!<br /> Τα λόγια που δεν κεντρίζουν είναι σημάδι χαζομάρας.<br /> Ένα λείο μέτωπο, αναισθησίας. Εκείνος που γελάει<br /> Δεν έχει μάθει ακόμα<br /> Τις τρομερές ειδήσεις.<br /> Μα τι καιροί λοιπόν ετούτοι, που<br /> Είν’ έγκλημα σχεδόν όταν μιλάς για δέντρα<br /> Γιατί έτσι παρασιωπάς χιλιάδες κακουργήματα!<br /> Αυτός εκεί πού διασχίζει ήρεμα το δρόμο<br /> Ξέκοψε πια ολότελα απ’ τους φίλους του<br /> Πού βρίσκονται σ’ ανάγκη.<br /> Είναι σωστό: το ψωμί μου ακόμα το κερδίζω.<br /> Όμως πιστέψτε με: Είναι εντελώς τυχαίο. Απ’ ό,τι κάνω,<br /> Τίποτε δε μου δίνει το δικαίωμα να φαω ως να χορτάσω.<br /> Έχω γλιτώσει κατά σύμπτωση. (Λίγο η τύχη να, μ’ αφήσει χάθηκα.)<br /> Μου λένε: Φάε και πιες! Να ‘σαι ευχαριστημένος που έχεις!<br /> Μα πως να φαω και να πιω, όταν<br /> Το φαγητό μου τ’ αρπάζω από τον πεινασμένο, όταν<br /> Κάποιος διψάει για το ποτήρι το νερό που έχω;<br /> Κι ωστόσο, τρωω και πίνω.<br /> Θα ‘θελα ακόμα να ‘μουνα σοφός.<br /> Τ’ αρχαία βιβλίο λένε τί είναι η σοφία:<br /> Μακριά να μένεις απ’ τις επίγειες συγκρούσεις και δίχως φόβο<br /> Τη λιγοστή ζωή σου να περνάς.<br /> Θεωρούν σοφό ακόμα<br /> Το δρόμο σου να τραβάς αποφεύγοντας τη βία<br /> Στο κακό ν’ ανταποδίνεις το καλό<br /> Να μη χορταίνεις τις επιθυμίες σου, αλλά να τις ξεχνάς.<br /> Μου είναι αδύνατο να πράξω όλα τούτα:<br /> Αλήθεια, σε μαύρα χρόνιο ζω! <br /><br />Ήρθα στις πόλεις την εποχή της αναστάτωσης<br /> Όταν εκεί βασίλευε η πείνα.<br /> Ήρθα μες στους ανθρώπους στην εποχή της ανταρσίας<br /> Και ξεσηκώθηκα μαζί τους.<br /> Έτσι κύλησε ο χρόνος<br /> Που πάνω στη γη μου δόθηκε.<br /> Το ψωμί μου το ‘τρωγα ανάμεσα στις μάχες.<br /> Για να κοιμηθώ πλάγιαζα ανάμεσα στους δολοφόνους.<br /> Αφρόντιστα δινόμουνα στον έρωτα<br /> Κι αντίκριζα τη φύση δίχως υπομονή.<br /> Έτσι κύλησε ο χρόνος<br /> Που πάνω στη γη μου δόθηκε<br /> Στον καιρό μου οι δρόμοι φέρνανε στη λάσπη.<br /> Η μιλιά μου με κατέδιδε στο δήμιο.<br /> Λίγα περνούσαν απ’ το χέρι μου. Όμως αν δεν υπήρχα<br /> Οι αφέντες θα στέκονταν πιο σίγουρα, αυτό έλπιζα τουλάχιστον.<br /> Έτσι κύλησε ο χρόνος<br /> Που πάνω στη γη μου δόθηκε.<br /> Οι δυνάμεις ήτανε μετρημένες. Ο στόχος<br /> Βρισκότανε πολύ μακριά.<br /> Φαινόταν ολοκάθαρα, αν και για μένα<br /> Ήταν σχεδόν απρόσιτος.<br /> Έτσι κύλησε ο χρόνος<br /> Που πάνω στη γη μου δόθηκε. <br /><br />Εσείς, που θ’ αναδυθείτε μέσ’ απ’ τον κατακλυσμό<br /> Που εμάς, μας έπνιξε,<br /> Όταν για τις αδυναμίες μας μιλάτε<br /> Σκεφτείτε<br /> Και τα μαύρα χρόνια<br /> Που εσείς γλυτώσατε<br /> Εμείς περνάγαμε, αλλάζοντας χώρες πιο συχνά από παπούτσια,<br /> Μέσα από ταξικούς πολέμους, απελπισμένοι σα βλέπαμε,<br /> Την αδικία να κυριαρχεί και να μην υπάρχει εξέγερση.<br /> Κι όμως το ξέραμε:<br /> Ακόμα και το μίσος ενάντια στην ευτέλεια<br /> Παραμορφώνει τα χαρακτηριστικά.<br /> Ακόμα κ’ η οργή ενάντια στην αδικία<br /> Βραχνιάζει τη φωνή. Αλλοίμονο, εμείς<br /> Που θέλαμε να ετοιμάσουμε το δρόμο στη φιλία<br /> Δεν καταφέρναμε να ‘μαστε φίλοι ανάμεσά μας.<br /> Όμως εσείς, όταν θα ‘ρθει ο καιρός<br /> Ο άνθρωπος να βοηθάει τον άνθρωπο<br /> Να μας θυμάστε<br /> Με κάποιαν επιείκεια<br /><br /> </span></span><h2 style="text-align: left;">
<span style="font-size: x-large;"><span style="font-family: Arial,Helvetica,sans-serif;"> Για τον φτωχό Μπ .Μπ.</span></span></h2>
<h2>
<span style="font-size: large;"><span style="font-family: Arial,Helvetica,sans-serif;"></span></span></h2>
<span style="font-size: large;"><span style="font-family: Arial,Helvetica,sans-serif;"> <br /> Εγώ, ο Μπέρτολτ Μπρεχτ , είμαι από τα Μαύρα Δάση.<br /> Η μάνα μου στις πολιτείες με κουβάλησε<br /> σαν ήμουν ακόμα στην κοιλιά της. Και των δασών η παγωνιά<br /> μέσα μου θα ‘ναι ως το θάνατό μου.<br /> <br /> Έχω το σπίτι μου στην πολιτεία της ασφάλτου<br /> φορτωμένος από την αρχή μ’ όλα τα μυστήρια του θανάτου,<br /> μ’ εφημερίδες, με καπνό και με ρακί.<br /> Καχύποπτος και τεμπέλης κι ευχαριστημένος τελικά.<br /> <br /> Φέρνομαι φιλικά στους ανθρώπους. Φορώ<br /> καθώς το συνηθίζουν ένα σκληρό καπέλο.<br /> Λέω: είναι ζώα που μυρίζουν τελείως ιδιόμορφα<br /> και λέω πάλι:δε βαριέσαι έχω κι εγώ την ίδια μυρουδιά.<br /> <br /> Στις άδειες κουνιστές πολυθρόνες μου καθίζω<br /> το πρωί κάτι γυναίκες καμιά φορά<br /> τις κοιτάω ξένοιαστα και λέω:<br /> Καθόλου μην ποντάρετε σ’ αυτόν που τώρα σας κοιτά.<br /> <br /> Κοντά το βράδυ μαζεύω γύρω μου τα παιδιά<br /> λέμε ο ένας τον άλλον «τζέντλεμαν»<br /> ακουμπάνε στο τραπέζι μου τα πόδια<br /> και λένε: Θα δούμε μέρες πιο καλές. Κι εγώ πότε δε ρωτώ.<br /> <br /> Το πρωί στο γκρίζο χάραμα κατουράνε τα έλατα<br /> και τα ζωύφιά τους, τα πουλιά αρχίζουν να φωνάζουν.<br /> Κείνη την ώρα αδειάζω το ποτήρι μου στην πόλη,<br /> πετάω τ’ αποτσίγαρό μου κι ανήσυχος κοιμάμαι.<br /> <br /> Καθόμασταν μια ελαφρόμυαλη γενιά<br /> σε σπίτια που λογίζονταν αγκρέμιστα<br /> (έτσι χτίσαμε τα μακριά σπίτια της νήσου Μανχάταν<br /> και τις λεπτές κεραίες που στηρίζουν τον Ατλαντικό.)<br /> <br /> Απ’ αυτές τις πολιτείες θ’ απομείνει<br /> εκείνος που διάβηκε από μέσα τους: ο άνεμος!<br /> Δίνει χαρά το σπίτι σ’ αυτόν που τρώει:τ’ αδειάζει.<br /> Ξέρουμε ότι είμαστε περαστικοί<br /> κι ότι μετά από μας τίποτα αξιόλογο δε θα ‘ρθει.<br /> <br /> Ελπίζω στους σεισμούς που μέλλονται να ‘ρθουν,<br /> να μην αφήσω τη Βιρτζίνιά μου απ’ την πίκρα να μου σβήσει.<br /> Εγώ ο Μπέρτολτ Μπρεχτ από τα Μαύρα Δάση,<br /> ξερασμένος στις πολιτείες της ασφάλτου, μέσα στη μάνα μου,<br /> σε πρώιμη εποχή!</span></span><br />
<br />
<span style="font-size: large;"><span style="font-family: Arial,Helvetica,sans-serif;"><iframe allowfullscreen='allowfullscreen' webkitallowfullscreen='webkitallowfullscreen' mozallowfullscreen='mozallowfullscreen' width='320' height='266' src='https://www.youtube.com/embed/Ms3wI3ShbTw?feature=player_embedded' frameborder='0'></iframe> </span></span><br />
<span style="font-size: large;"><span style="font-family: Arial,Helvetica,sans-serif;"></span></span><br />
<br />ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ (1898-1956) <br />Μια από τις κορυφαίες φυσιογνωμίες των γραμμάτων του 20ου αιώνα. Διακρίθηκε ως ποιητής, σκηνοθέτης και κυρίως θεατρικός συγγραφέας.Μια από τις κορυφαίες φυσιογνωμίες των γραμμάτων του 20ου αιώνα. Διακρίθηκε ως ποιητής, σκηνοθέτης και κυρίως θεατρικός συγγραφέας.<br />Το συγγραφικό του έργο διαπνέεται από την καταγγελία της αδικίας και του μιλιταρισμού της εποχής του και εμπνέεται από τη μαρξιστική κοσμοθεωρία. <br />Τα θεατρικά «Η όπερα της πεντάρας», «Μάνα κουράγιο», «Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν», «Ο κύκλος με την κιμωλία», θεωρούνται σήμερα κλασικά, μνημεία του πολιτισμού της ανθρωπότητας! <br />Από τα ποιήματά του ξεχωρίζουν ως αντιπροσωπευτικά δείγματα της προσήλωσης του δημιουργού τους στον διαλεκτικό υλισμό και τον επιστημονικό σοσιαλισμό τα «Άκουσα πως τίποτα δεν θέλετε να μάθετε», «Να καταπολεμάτε το πρωτόγονο», «Γερμανικό εγχειρίδιο πολέμου», «Εγκώμιο στη διαλεκτική», «Εγκώμιο στον κομμουνισμό», «Ποτέ δεν σε είχα αγαπήσει τόσο πολύ» και εκατοντάδες άλλα. <br />Σταθμοί στη ζωή του Μπρεχτ ήταν οι σπουδές του στην Ιατρική Σχολή του Μονάχου, η φοίτησή του στη Μαρξιστική Εργατική Σχολή, ο ξεσηκωμός των Γερμανών εργατών στην οικονομική κρίση του 1920, η Δημοκρατία της Βαϊμάρης και οι γνωριμίες του με τον μεγάλο συνθέτη Κουρτ Βάιλ (εκείνος έγραψε τη μουσική στην «Όπερα της Πεντάρας», που στηλίτευε την αστική τάξη του Βερολίνου και έβγαλε το μιούζικαλ στις λαϊκές γειτονιές) και με τη δεύτερη γυναίκα του Έλεν Βέιγκελ, η οποία τον ακολούθησε παντού. Ο Μπρεχτ αυτοεξορίστηκε μετά την άνοδο του Χίτλερ. <br />Πήγε και στις ΗΠΑ, όπου έζησε αρκετά, μέχρι να υποστεί τις διώξεις από το μακαρθικό καθεστώς. Μετά τον πόλεμο εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο της Γερμανικής Λαϊκής Δημοκρατίας, όπου και πέθανε.</div>
apostasia.sk@gmail.comhttp://www.blogger.com/profile/10277488649439986051noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7202929292313227141.post-51599505659232823442013-09-10T23:08:00.000+03:002013-09-10T23:08:34.381+03:00Charles Bukowski <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<br /></div>
<br />
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh9cunCKDDgXS7jukIzny1fjjkaxrCgykET7PpF8eV7TgTQxljKhC7foqU-rV8Jrk1146uQir9ltyxmcaIw1MqxjTYDaErsujakRx0OyTyKltIVonT8PqjAXVZX6xarEBnBURXARjOPcro/s1600/buklook2.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh9cunCKDDgXS7jukIzny1fjjkaxrCgykET7PpF8eV7TgTQxljKhC7foqU-rV8Jrk1146uQir9ltyxmcaIw1MqxjTYDaErsujakRx0OyTyKltIVonT8PqjAXVZX6xarEBnBURXARjOPcro/s1600/buklook2.jpg" height="306" width="320" /></a></div>
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><br /></span><h2 style="text-align: left;">
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><span style="font-size: x-large;">Αγκάλιασε το σκοτάδι</span></span></h2>
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><br /><span style="font-size: large;">ο σάλος είναι ο θεός</span><br /><span style="font-size: large;">η τρέλα είναι ο θεός</span><br /><br /><span style="font-size: large;">όταν ζεις μονίμως ήρεμα</span><br /><span style="font-size: large;">ζεις μονίμως το θάνατο.</span><br /><br /><span style="font-size: large;">η αγωνία μπορεί να σκοτώσει</span><br /><span style="font-size: large;">ή </span><br /><span style="font-size: large;">η αγωνία μπορεί να κρατήσει το βάρος της ζωής</span><br /><span style="font-size: large;">αλλά η ηρεμία είναι πάντα τρομακτική</span><br /><span style="font-size: large;">η ηρεμία είναι ό,τι χειρότερο</span><br /><span style="font-size: large;">να περπατάς</span><br /><span style="font-size: large;">να μιλάς</span><br /><span style="font-size: large;">να χαμογελάς,</span><br /><span style="font-size: large;">να φαίνεται ότι είσαι.</span><br /><br /><span style="font-size: large;">μην ξεχνάς τα πεζοδρόμια</span><br /><span style="font-size: large;">τις πόρνες,</span><br /><span style="font-size: large;">την προδοσία,</span><br /><span style="font-size: large;">το σκουλήκι μέσα στο μήλο, </span><br /><span style="font-size: large;">τα μπαρ, τις φυλακές,</span><br /><span style="font-size: large;">τις αυτοκτονίες των εραστών.</span><br /><br /><span style="font-size: large;">εδώ στην Αμερική</span><br /><span style="font-size: large;">έχουμε δολοφονήσει έναν πρόεδρο και τον αδερφό του,</span><br /><span style="font-size: large;">ένας άλλος πρόεδρος παραιτήθηκε από τη θέση του.</span><br /><br /><span style="font-size: large;">οι άνθρωποι που πιστεύουν στην πολιτική</span><br /><span style="font-size: large;">είναι σαν τους ανθρώπους που πιστεύουν στο θεό¨</span><br /><span style="font-size: large;">είναι κάτι αποτυχημένοι που έχουν έφεση </span><br /><span style="font-size: large;">στα ασήμαντα.</span><br /><br /><span style="font-size: large;">δεν υπάρχει θεός</span><br /><span style="font-size: large;">δεν υπάρχει πολιτική</span><br /><span style="font-size: large;">δεν υπάρχει ηρεμία</span><br /><span style="font-size: large;">δεν υπάρχει έρωτας</span><br /><span style="font-size: large;">δεν υπάρχει έλεγχος</span><br /><span style="font-size: large;">δεν υπάρχει σχέδιο</span><br /><br /><span style="font-size: large;">μείνε μακριά από το θεό</span><br /><span style="font-size: large;">παράμεινε ενοχλημένος</span><br /><br /><span style="font-size: large;">γλίστρα</span><br /><br /><br /><br /></span><h2 style="text-align: left;">
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><span style="font-size: x-large;">Το πρόσωπο ενός πολιτικού υποψηφίου σε ένα πίνακα διαφημίσεων της πόλης</span></span></h2>
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><br /><span style="font-size: large;">να τος</span><br /><span style="font-size: large;">όχι πολλά μεθύσια</span><br /><span style="font-size: large;">όχι πολλοί καυγάδες με γυναίκες</span><br /><span style="font-size: large;">όχι πολλά κλαταρισμένα λάστιχα</span><br /><span style="font-size: large;">ποτέ δε σκέφτηκε την αυτοκτονία</span><br /><br /><span style="font-size: large;">όχι περισσότεροι από τρεις πονόδοντοι</span><br /><span style="font-size: large;">ποτέ δεν έχασε γεύμα</span><br /><span style="font-size: large;">ποτέ δεν έκανε φυλακή</span><br /><span style="font-size: large;">ποτέ δεν ερωτεύτηκε</span><br /><br /><span style="font-size: large;">7 ζευγάρια παπούτσια</span><br /><span style="font-size: large;">ένας γιος στο πανεπιστήμιο</span><br /><span style="font-size: large;">αμάξι ενός έτους</span><br /><span style="font-size: large;">ασφαλιστήρια συμβόλαια</span><br /><span style="font-size: large;">ένα πολύ πράσινο γρασίδι</span><br /><span style="font-size: large;">κάδοι σκουπιδιών καλά σφραγισμένοι</span><br /><span style="font-size: large;">θα εκλεγεί.</span><br /><br /><br /><br /></span><h2 style="text-align: left;">
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><span style="font-size: x-large; font-weight: normal;">Άνδρας και γυναίκα στο κρεβάτι στις 10 μμ</span></span></h2>
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><br /><span style="font-size: large;">Νιώθω σαν κόνσερβα με σαρδέλες, είπε.</span><br /><span style="font-size: large;">Νιώθω σαν έμπλαστρο, είπα.</span><br /><span style="font-size: large;">Νιώθω σαν σάντουιτς με τόνο, είπε.</span><br /><span style="font-size: large;">Νιώθω σαν τομάτα κομμένη σε φέτες, είπα.</span><br /><span style="font-size: large;">Νιώθω σαν νά’ρχεται βροχή, είπε.</span><br /><span style="font-size: large;">Νιώθω σαν να σταμάτησε το ρολόι, είπα.</span><br /><span style="font-size: large;">Νιώθω σαν η πόρτα νά’ναι ξεκλείδωτη, είπε.</span><br /><span style="font-size: large;">Νιώθω σαν ένας ελέφαντας να μπαίνει μέσα, είπα.</span><br /><span style="font-size: large;">Νιώθω σαν να πρέπει να πληρώσουμε το νοίκι, είπε.</span><br /><span style="font-size: large;">Νιώθω σαν να πρέπει να βρούμε καμιά δουλειά, είπα.</span><br /><span style="font-size: large;">Νιώθω σαν να πρέπει να βρεις καμιά δουλειά, είπε.</span></span><div>
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;"><br />Νιώθω σαν να μη θέλω να δουλέψω, είπα.</span></div>
<div>
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><br /><span style="font-size: large;">Νιώθω σαν να μη νοιάζεσαι για μένα, είπε.</span><br /><span style="font-size: large;">Νιώθω σαν να πρέπει να κάνουμε έρωτα, είπα.</span><br /><span style="font-size: large;">Νιώθω σαν να παρακάνουμε έρωτα, είπε.</span><br /><span style="font-size: large;">Νιώθω σαν να πρέπει να κάνουμε περισσότερο έρωτα, είπα.</span><br /><span style="font-size: large;">Νιώθω σαν να πρέπει να βρεις καμιά δουλειά, είπε.</span><br /><span style="font-size: large;">Νιώθω σαν να πρέπει να βρεις καμιά δουλειά, είπα.</span><br /><span style="font-size: large;">Νιώθω σαν να θέλω ένα ποτό, είπε.</span><br /><span style="font-size: large;">Νιώθω σαν να θέλω λίγο ουίσκι, είπα.</span><br /><span style="font-size: large;">Νιώθω σαν να καταλήγουμε σε κρασί, είπε.</span><br /><span style="font-size: large;">Νιώθω σαν να’χεις δίκιο, είπα.</span><br /><span style="font-size: large;">Νιώθω σαν να παραδίνομαι, είπε.</span><br /><span style="font-size: large;">Νιώθω σαν να χρειάζομαι ένα μπάνιο, είπα.</span><br /><span style="font-size: large;">Νιώθω σαν να χρειάζεσαι ένα μπάνιο, είπε.</span><br /><span style="font-size: large;">Νιώθω σαν να πρέπει να σαπουνίσεις την πλάτη μου, είπα.</span><br /><span style="font-size: large;">Νιώθω σαν να μην μ’αγαπάς, είπε.</span><br /><span style="font-size: large;">Νιώθω σαν να σ’αγαπώ, είπα.</span><br /><span style="font-size: large;">Νιώθω αυτό το πράγμα μέσα μου τώρα, είπε.</span><br /><span style="font-size: large;">Νιώθω αυτό το πράγμα μέσα σου κι εγώ, είπα.</span><br /><span style="font-size: large;">Νιώθω σαν να σ’αγαπώ τώρα, είπε.</span><br /><span style="font-size: large;">Νιώθω σαν να σ’αγαπώ εγώ πιο πολύ απ’ό,τι εσύ εμένα, είπα.</span><br /><span style="font-size: large;">Νιώθω υπέροχα, είπε. Νιώθω σαν να θέλω να ουρλιάξω.</span><br /><span style="font-size: large;">Νιώθω σαν να θέλω να συνεχίσω για πάντα, είπα.</span><br /><span style="font-size: large;">Νιώθω σαν να μπορείς, είπε.</span><br /><span style="font-size: large;">Νιώθω, είπα.</span><br /><span style="font-size: large;">Νιώθω, είπε.</span><br /><br /><br /><br /></span><h2 style="text-align: left;">
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><span style="font-size: x-large;">Ποίηση</span></span></h2>
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><br /><span style="font-size: large;">χρειάζεται</span><br /><span style="font-size: large;">πολλή</span><br /><span style="font-size: large;">απελπισία</span><br /><span style="font-size: large;">δυσαρέσκεια</span><br /><span style="font-size: large;">και </span><br /><span style="font-size: large;">απογοήτευση</span><br /><span style="font-size: large;">για να </span><br /><span style="font-size: large;">γράψεις</span><br /><span style="font-size: large;">λίγα </span><br /><span style="font-size: large;">καλά</span><br /><span style="font-size: large;">ποιήματα.</span><br /><span style="font-size: large;">δεν</span><br /><span style="font-size: large;">μπορεί</span><br /><span style="font-size: large;">ο καθένας</span><br /><span style="font-size: large;">ούτε να</span><br /><span style="font-size: large;">την </span><br /><span style="font-size: large;">γράψει</span><br /><span style="font-size: large;">ούτε να</span><br /><span style="font-size: large;">την </span><br /><span style="font-size: large;">διαβάσει. </span></span></div>
<iframe allowfullscreen='allowfullscreen' webkitallowfullscreen='webkitallowfullscreen' mozallowfullscreen='mozallowfullscreen' width='320' height='266' src='https://www.youtube.com/embed/roMOxE6q7Zc?feature=player_embedded' frameborder='0'></iframe><br /><br /><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;">Ο Heinrich Karl (Henry Charles) Bukowski γεννήθηκε στο Άντερναχ της Δυτικής Γερμανίας, στις 16 Αυγούστου του 1920. Η Γερμανίδα μητέρα του, Katharina Fett, και ο πατέρας του, Henry Bukowski, Αμερικανός πολωνικής καταγωγής, γνωρίστηκαν στη Γερμανία, στα τέλη του A΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1922, το ζευγάρι και ο μικρός Charles μετανάστευσαν στις ΗΠΑ και εγκαταστάθηκαν στο Λος 'Άντζελες. </span><div>
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;">Η παιδική και εφηβική ηλικία του σημαδεύτηκαν από την προκατάληψη των Αμερικανών για τη γερμανική καταγωγή του, την αδιάκοπη κακοποίησή του από τον πατέρα του και την παραμόρφωση των χαρακτηριστικών του από μια επώδυνη μορφή ακμής. </span></div>
<div>
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;">Παρακολούθησε μαθήματα δημοσιογραφίας και λογοτεχνίας στο Los Angeles City College από το 1939 έως το 1941 όταν και μετακόμισε στη Νέα Υόρκη για να γίνει συγγραφέας. Δημοσίευσε, χωρίς επιτυχία, την πρώτη του ιστορία το 1944 και επέστρεψε στο Λος Άντζελες. Εκεί γνώρισε μία από τις σημαντικότερες γυναίκες της ζωής του, την Janet Baker, δέκα χρόνια μεγαλύτερή του και αλκοολική, όπως και ο ίδιος. Μαζί της μοιράστηκε τα επόμενα δέκα χρόνια της πορείας του. Στο ίδιο διάστημα περιπλανήθηκε σ' όλη τη χώρα, δουλεύοντας ως οδηγός φορτηγού, χειριστής ασανσέρ, σε εργοστάσιο παρασκευής σκυλοτροφών κι άλλες «δουλειές του ποδαριού», που θα του εξασφάλιζαν τα προς το ζην και, κυρίως, το αλκοόλ, το οποίο κατανάλωνε σε μεγάλες ποσότητες. </span></div>
<div>
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;">Το 1955, ο Bukowski, παντρεμένος ήδη με την Barbara Frye, εκδότρια ενός μικρού περιοδικού, γράφει για πρώτη φορά ποίηση, έπειτα από μια περιπέτεια της υγείας του, που λίγο έλειψε να αποβεί μοιραία. Ο γάμος του με τη Frye δεν κράτησε ούτε δύο χρόνια. Το 1958, πιάνει και πάλι δουλειά, αυτή τη φορά ως υπάλληλος στο Ταχυδρομείο του Λος Άντζελες. Σύμφωνα με τον ίδιο, τα δέκα, περίπου, χρόνια που πέρασε εκεί ήταν, από δημιουργική άποψη, τα πλέον στείρα και αδρανή. Σύμφωνα όμως με άλλες πηγές, δημοσίευε διαρκώς κείμενα σε μικρά περιοδικά κι έγινε γνωστός στους ποιητικούς κύκλους ως «ο βασιλιάς των μικρών εντύπων». </span></div>
<div>
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;">Στη ζωή του, o Bukowski είχε αναρίθμητους δεσμούς κι εφήμερες σχέσεις. Το 1964, γεννιέται η κόρη του Marina Luise, καρπός της σχέσης του με τη θαυμάστριά του Frances Smith. Παρά το γεγονός ότι ο δεσμός με τη μητέρα δεν διήρκεσε πολύ, ο Bukowski διατήρησε μέχρι το τέλος της ζωής του μια ιδιαίτερη σχέση με την κόρη του. </span></div>
<div>
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;">Το 1966, ο εκδότης John Martin ίδρυσε τον εκδοτικό οίκο Black Sparrow Press, με βασικό συγγραφέα του τον Βukowski. Το 1970, ο Martin προσέφερε στον Μπουκόφσκι 100 δολάρια την εβδομάδα εφ' όρου ζωής, προκειμένου να αφοσιωθεί αποκλειστικά στη συγγραφή. Έχοντας κατακτήσει πλέον την οικονομική ανεξαρτησία του, ο Bukowski παραιτήθηκε από το Ταχυδρομείο. Η παραγωγικότητά του αυξήθηκε κατακόρυφα και σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα ολοκλήρωσε την πρώτη του νουβέλα (Post Office, 1971). </span></div>
<div>
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;">Το 1985 παντρεύτηκε τη Linda Lee Beighle, με την οποία έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του. Ο Bukowski πέθανε από λευχαιμία το Μάρτιο του 1994, στο Λος 'Άντζελες.</span></div>
</div>
apostasia.sk@gmail.comhttp://www.blogger.com/profile/10277488649439986051noreply@blogger.com1tag:blogger.com,1999:blog-7202929292313227141.post-75389060542275039422013-09-09T12:30:00.000+03:002013-09-09T12:30:04.963+03:00Γεώργιος Βιζυηνός 2 ποιήματα και 1 απόσπασμα...<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhDPACel__CohYbB2sPCbwRxDGiCJrJ-48jzgZGn2aisezYhrfP7ax2l34ajg3xiIn6Hwce8Fe5uZvO5aBiprZVqk93yBX9V_Hsx1cef47vh9nwMUGYZ4HC_jOwnrkrpyZkyqjjWHRodP4/s1600/image.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhDPACel__CohYbB2sPCbwRxDGiCJrJ-48jzgZGn2aisezYhrfP7ax2l34ajg3xiIn6Hwce8Fe5uZvO5aBiprZVqk93yBX9V_Hsx1cef47vh9nwMUGYZ4HC_jOwnrkrpyZkyqjjWHRodP4/s1600/image.jpg" /></a></div>
<br /><h2 style="text-align: left;">
<span style="font-family: Georgia, Times New Roman, serif; font-size: x-large;">Τὸ παιδὶ στὸ ποτάμι</span></h2>
<span style="font-family: Georgia, Times New Roman, serif;"><br /><span style="font-size: large;">Σὰν κρυστάλλι κυλᾷ τὸ ποτάμι,<br /> τὸ παιδὶ τὸ θωρεῖ καὶ γελᾷ:<br />Τί κακὸν εἰμπορεῖ νὰ τοῦ κάμῃ<br /> τὸ καθάριο νερὸ ποῦ κυλᾷ;<br /><br />Δυὸ κρίνοι στὸ ρεῦμα σαλεύουν<br /> πότ᾿ ἐδῶ πότ᾿ ἐκεῖ σταυρωτοί.<br />Τὸ παιδάκι θαρρεῖ πὼς τὸ γνεύουν,<br /> σὰν νὰ θὲν νὰ τοῦ ποῦν κάτι τί.<br /><br />Πότ᾿ ἐδῶ πότ᾿ ἐκεῖ τοὺς προσκλίνει<br /> τὸ νερὸ ποὺ περνᾷ μὲ σπουδὴ<br />τί νὰ γνεύουν οἱ κίτρινοι κρίνοι,<br /> τί νὰ θέλουν νὰ ποῦν στὸ παιδί;<br /><br />Στῆς ἰτιᾶς τὸ κλωνάρι θαρριέται,<br /> ἄχ! ν᾿ ἀκούσ᾿ ὁ μικρὸς προσπαθεῖ!<br />Ξάφνου σπᾷ τὸ κλωνί, ποὺ κρατιέται,<br /> καὶ κυλᾷ στὸ νερὸ τὸ βαθύ!<br /><br />Μιὰ τὸ φῶς ἀπ᾿ τὰ μάτια του σβύνει,<br /> μιὰ σὰν κόκκιν᾿ ἀστράφτει βαφή,<br />ὡς ποὺ πέσαν οἱ κίτρινοι κρίνοι<br /> σὰν σταυρὸς στὴ νεκρή του μορφή!<br /><br />Ποιὸ παιδί, ποὺ σιμόνει ποτάμι,<br /> δὲν τὸ βλέπ᾿ ἀπ᾿ ἐδῶ καὶ καλά,<br />τί κακὸν εἰμπορεῖ νὰ τοῦ κάμῃ<br /> τὸ καθάριο νερὸ ποῦ κυλᾷ;<br /></span><br /></span><h2 style="text-align: left;">
<span style="font-family: Georgia, Times New Roman, serif; font-size: x-large;">Στίχοι τοῦ φρενοκομείου</span></h2>
<span style="font-family: Georgia, Times New Roman, serif; font-size: large;"><br />Μέσ᾿ στὰ στήθια ἡ συμφορὰ<br />σὰν τὸ κῦμα πλημμυρᾷ,<br />σέρνω τὸ βαρύ μου βῆμα<br />σ᾿ ἕνα μνῆμα!<br /><br />Σὰν μ᾿ ἁρπάχθηκε ἡ χαρὰ<br />ποὺ ἐχαιρόμουν μιὰ φορὰ<br />ἔτσι σὲ μίαν ὥρα...<br />μέσ᾿ σ᾿ αὐτὴν τὴν χώρα<br />ὅλα ἄλλαξαν τώρα!<br /><br />Κι᾿ ἀπὸ τότε ποὺ θρηνῶ<br />τὸ ξανθὸ καὶ γαλανὸ<br />καὶ οὐράνιο φῶς μου,<br />μετεβλήθη ἐντός μου<br />καὶ ὁ ρυθμὸς τοῦ κόσμου.<br /><br />Μέσ᾿ στὰ στήθια ἡ συμφορὰ<br />σὰν τὸ κῦμα πλημμυρᾷ,<br />σέρνω τὸ βαρύ μου βήμα<br />σ᾿ ἕνα μνῆμα ...<br /><br />Τὸν σταυρὸ τὸν ἀψηλὸ<br />ἀγκαλιά, γλυκοφιλῶ<br />τὸ μυριάκριβο ὄνομά της,<br />κι᾿ ἀπ᾿ τὰ χώματά της<br /><br />ἡ φωνή της ἡ χρυσὴ<br />μὲ καλεῖ «ἔλα καὶ σὺ<br />δίπλα στὸ ξανθὸ παιδί σου<br />καὶ κοιμήσου!»</span><br /><br /><h2 style="text-align: left;">
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: x-large;">Tο μόνον της ζωής του ταξείδιον (απόσπασμα)</span></h2>
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">Όταν λοιπόν ήκουσα την φωνήν εκείνην να καλή το όνομά μου, εσκίρτησα εξ αγαλλιάσεως, διότι ήτον η φωνή του Θύμιου, του υπηρέτου του παππού μου.<br /> Το δωμάτιον, εν ώ ειργαζόμεθα, ήτο “τζαμεκιάνιον”, τουτέστι μικρόν ανώγεων εκτισμένον, ως φωλεά χελιδόνος, υψηλά μεταξύ δύο θολοσκεπών αψίδων, εις ας απολήγουν αι περί την κεντρικήν αυλήν των χανίων λιθόκτιστοι στοαί. Εις το ανώγεων τούτο ανέβαινέ τις από της στοάς δια στενής κλίμακος στηριζομένης κατά το άνω άκρον εις αυτό το δάπεδον, εφ' ού και εκαθήμεθα εργαζόμενοι. Μόλις λοιπόν παρήλθε μία στιγμή, αφ' ης ήκουσα το όνομά μου, και, όπισθεν των σαθρών κιγκλίδων της κλίμακος ταύτης προέβαλε πρώτα πρώτα η κεφαλή του αναβαίνοντος Θύμιου. Το προαίσθημά μου επηλήθευσεν, οι σοβαροί του Θύμιου οφθαλμοί ανεζήτουν τινά μεταξύ των συμμαθητών μου. Δεν επερίμενα να με καλέση· δεν επερίμενα ν' αναβή την κλίμακα ολόκληρος, όπως πεισθώ, ότι δεν με απατώσιν αι αισθήσεις μου. Ετινάχθην από της θέσεώς μου ως αιχμάλωτον πτηνόν, το οποίον ευρίσκει απροσδοκήτως ανοικτήν την θύραν του κλωβίου του.<br /> ― «O παππούς παλεύει με τον άγγελο! είπεν ο Θύμιος, ενώ ανέβαινεν ακόμη και χωρίς τινος εισαγωγικής διατυπώσεως. Ο παππούς ψυχομαχά και σε γυρεύει· έλα, πάμε γρήγορα. Γιατί, διες, αν δεν προφθάξης, θ' αποθάνη και θα μείνουν ανοικτά τα μάτια του».<br /> Και στηριχθείς επί του “κεφαλοσκάλου” ο Θύμιος έδωκεν εις τους λόγους του μίαν πρόσθετον βαρύτητα, νεύσας προς εμέ, ως άνθρωπος όστις δεν είχε καιρόν να περιμένη.<br /> Δεν ηξεύρω εάν ήτον ο τόνος της φωνής, το σοβαρόν του βλέμματος, ή το περιεχόμενον των λόγων του το συντελέσαν περισσότερον εις την ταραχήν μου. Ενθυμούμαι μόνον, ότι πολλήν ώραν αφού εσιώπησεν ο Θύμιος, εγώ ιστάμην ακόμη ακίνητος και ενεός, εις ην θέσιν ευρέθην καθ' ην στιγμήν επρόφερε τας πρώτας του λέξεις, και, ενθυμούμαι ότι υπό την επήρειαν αυτών αλλεπάλληλοι ριγηλαί φρικιάσεις εκλόνισαν τα νεύρα μου.<br /> Ο παππούς παλεύει με τον άγγελον! ― Αυτό βεβαίως δεν ήτο καλή δουλειά. Αλλ' ο παππούς γυρεύει και μένα ― Αυτό ήτον ακόμη χειρότερο! Αυτό θα ειπή πως ο παππούς μοναχός του δεν ειμπορεί να τα βγάλη πέρα με τον άγγελο και με καλεί να τον βοηθήσω!<br /> Η παιδική αύτη σκέψις μοι επήλθε, διότι άλλοτε εσυνήθιζον να παλαίω με τον παππούν, αναρριχώμενος επί της ράχεως και των υψηλών αυτού ώμων προ πάντων οσάκις τον κατελάμβανον καθήμενον επί του “μεντερίου” του παρά την εστίαν. Ο παππούς κατά τους θορυβώδεις εκείνους αγώνας εκηρύττετο πάντοτε ηττημένος και πάντοτε με ανεγνώριζεν ως ισχυρότερον, συνιστών με εις τους παρατυγχάνοντας επισήμως, ως τον “πεχληβάνην” του, δηλαδή τον εξ επαγγέλματος παλαιστήν, ον οι πασσάδες τρέφουν συνήθως έτοιμον να παλαίση προς τον όστις ήθελε καυχηθή, ότι είναι ο δυνατότερος της χώρας και, ή να τον καταβάλη, ή να υποχωρήση εις τον νικητήν την θέσιν του. Αφού λοιπόν μετά τοσούτου κόμπου έφερον άλλοτε τον τίτλον εκείνον, μοι εφάνη πολύ φυσικόν, εάν ο παππούς, μη ηξεύρων τώρα πώς να “ξεκάμη” μόνος του με τον άγγελον, προσεκάλει εμέ τον “πεχληβάνην” του δια να τον βοηθήσω να βροντήξη τον αντίπαλόν του χαμαί, δια ν' αναλάβω, ίσως ίσως εγώ αυτός τον φοβερόν εκείνον αγώνα περί ζωής και θανάτου!... <br /> Και πώς θα το καταφέρω; Και πού θα παλαίσω με τον άγγελον; επάνω εις το μεντέρι του παππού, ή μέσ' στο μαρμαρόστρωτο τ' αλώνι;<br /> Όχι, όχι, όχι! Φοβούμαι! Δεν βαστώ!<br /> Και συνεκρούοντο τα γόνατά μου εκ τρόμου, και έκλινον να καθήσω επιστραφείς εις την θέσιν μου. Αλλ' εκεί εσυλλογίσθην εξαίφνης, ότι αυτή ήτον η μόνη ευνοϊκή περίστασις, όχι μόνον ν' απαλλαγώ από τας χείρας του μαστόρου μου, αλλά και να προφθάξω, ενόσω ήτο ακόμη καιρός, να ερωτήσω τον παππού, εις ποίον μέρος του κόσμου συνήντησε τας βασιλοπούλας, περί ων ωμίλει, ωσάν να έφαγε και έπιε και εκουβέντιασε μαζί των.<br /> Αλλ' ο μάστορης; Να ιδούμεν τί λέγει και ο μάστορης! Θα με αφήση άρα γε να υπάγω; Καλέ, αυτός προ μιας ώρας μάς διεβεβαίου, ότι όλοι οι μαθηταί είμεθα αναπαλλοτρίωτα κτήματά του, και τώρα θα με αφήση να του ξεφύγω; Ω, συμφορά μου! Αυτό έπρεπε να σκεφθώ πρώτα πρώτα!<br /> Ο μάστορης, αφ' ης στιγμής ανήλθεν ο Θύμιος εις το δωμάτιόν μας, αφήκε το ψαλίδιον αυτού μετά κρότου επί του προ αυτού “τεζιαχίου” και υψώσας τας μεγάλας αυτού διόπτρας από των οφθαλμών επί του ρυτιδωμένου μετώπου του, εστήριξε τας χείρας προκλητικώς επί των λαγόνων και διετέλει εξακοντίζων απειλητικώτατα βλέμματα κατά του τολμήσαντος να εισχωρήση ούτως εις το τυραννοκρατικόν αυτού βασίλειον, χωρίς τινος προηγουμένης διατυπώσεως. Οι συμμαθηταί μου ήσαν πάντες συγκεκινημένοι, ουδείς όμως ετόλμησε να κινηθή, ή ν' ανακύψη. Ταύτα πάντα ήσαν κακοί οιωνοί: Βεβαίως δεν θα με αφήση ν' αναχωρήσω.<br /> ― Ο παππούς του παλεύει με τον άγγελο! είπεν ο Θύμιος τώρα προς αυτόν κρεμών έτι μάλλον τα καταιβασμένα του “μούτρα” ― Ο παππούς του μας αφίνει χρόνια, κ' εγύρεψε να διη το παιδί ―Ξέρεις, είναι η υστερινή του θέλησι.<br /> Ο μάστορης, του οποίου η οργή εφαίνετo εις το έπακρον κορυφωμένη, ήνοιγεν ήδη τα σπασμωδικώς κινούμενα χείλη δια να βλασφημήση, ως εσυνείθιζε κατά τας βιαίας εκρήξεις του θυμού του. Αλλ' η τελευταία φράσις του Θύμιου, προφερθείσα μετά τινος μυστηριώδους ευλαβείας και με παρηλλαγμένον τόνον φωνής, ενήργησεν ως μαγία επί του σκληρού, του απανθρώπου εκείνου γέροντος. Το εξημμένον αυτού πρόσωπον ημέρωσεν ευθύς, το προκλητικόν του σώματος παράστημα κατέπεσεν εν ακαιρεί, και, μετ' αγαθότητος, ην πρώτην φοράν έβλεπα παρ' αυτώ, έτινε προς εμέ την χείρα του να την ασπασθώ. Τούτο ήτο άδεια προς αναχώρησίν μου.<br /> Η σύγχυσις και η απειρία με έκαμαν να πιστεύσω εκείνην την στιγμήν ότι ο Θύμιος, όπως ήξευρε να δαμάζη τους ατιθάσσους του πάππου μου ταύρους δια της στεντορείας φωνής και των χαλυβδίνων χειρών του, ούτως είχε την μυστηριώδη δύναμιν να επάδη μακρόθεν εξημερών την θηριωδίαν του αγριωτέρου μαστόρου. Εξ όσων όμως συμπεραίνω σήμερον την απροσδόκητον εκείνην μεταβολήν προεκάλεσεν η κοινήι οφειλομένη προς τους αποθνήσκοντας θρησκευτική ευλάβεια.<br /> Είναι αληθώς θαυμαστή η προθυμότης και η ευσέβεια, μεθ' ης και ο δυστροπώτερος των ανθρώπων υπακούει παρ' ημίν εις την τελευταίαν επιθυμίαν των αποθνησκόντων. Δεν ηξεύρω εάν πιστεύεται, ότι οι μη συντείναντες προς εκπλήρωσιν αυτής προκαλούσιν εφ' εαυτών των την του ουρανού δυσμένειαν. Ίσως ―κατά την φιλοσοφικωτάτην ηθικήν του λαού― αποφεύγει έκαστος να πράξη ό,τι δεν επιθυμεί να συμβή εις αυτόν. Το βέβαιον είναι, ότι η αποδημούσα ψυχή εφ' όσον έχει ακόμη επιθυμίαν τινά ανεκπλήρωτον, δεν δύναται ν' αποσπασθή του ξένου πλέον αυτή σώματος και αναχωρήση, αλλά τριγυρίζει γογγύζουσα και παραπονουμένη επί των χειλέων του ψυχορραγούντος· φρικτόν δε θεωρείται και στιγματίζεται ως ασέβεια, εάν οι συγγενείς και οικείοι δεν σπεύδουν να πράξωσι παν το επ' αυτοίς, όπως ετοιμάσωσιν ήσυχον και ευχαριστημένην την αναχώρησιν της ψυχής από ένα κόσμον, εις τον οποίον δεν ανήκει μεν πλέον, μετά του οποίου όμως την συνδέει ακόμη η τελευταία της επιθυμία. Εκ της εκφράσεως μάλιστα, ην λαμβάνει το πρόσωπον του νεκρού, αφού εκπνεύση, δύναται ν' αποφανθή τις αλανθάστως, εάν τούτο εγένετο ή όχι.<br /> Εκ τούτου συμβαίνει, να λαμβάνωσι χώραν παρά την κλίνην των θανατιώντων σκηναί συγκινητικώταται, σπαραξικάρδιοι ενίοτε. Εδώ ο άσωτος υιός, η απερίσκεπτος κόρη, ων η ελαφρά διαγωγή εξοργίσασα τον αυστηρόν πατέρα, απέκλεισεν αυτούς από της ολομελείας του οίκου, συνιστώνται υπό της ολιγοδρανούς πλέον μητρός των εις την επιείκειαν του πατρός, όστις ολολύζων τοίς ανοίγει πάλιν φιλοστόργως τας αγκάλας, εν μέσω των θαλερών δακρύων των παρισταμένων. Εδώ η ανέκαθεν μισητοτάτη παρά τοις Έλλησι μητρυιά εμπιστευομένη παρά του ψυχορραγούντος πατρός εις την στοργήν του εκ της προτέρας συζύγου τέκνου του, ευρίσκει παρ' αυτώ την θερμοτέραν, την μάλλον αφωσιωμένην περίθαλψιν. Εδώ συμβιβάζονται μακραί οικογενειακαί διχόνοιαι· εξαλείφονται ύπουλα μεταξύ αδελφών μίση· διαλύονται έχθραι και αυταί αι θανασιμώτεραι μεταξύ συγγενών και οικείων. Εδώ τέλος πάντων, τα μέλη της οικογενείας, μέχρι και αυτών των απωτάτων, συνέρχονται από των περάτων της χώρας επί το αυτό, ουχί εκ χαιρεκάκου, εξ ασεβούς προσδοκίας υλικής κληρονομίας, αλλά διότι αι ψυχαί αυτών συνδεδεμέναι υπό της φύσεως στενότερον προς την αποδημούσαν ύπαρξιν, έλκονται ορμεμφύτως να συναντηθώσιν έτι άπαξ μετ' αυτής, ενόσω ευρίσκεται ακόμη πλησίον των, εν των επιγείω κόσμω, ν' ανταλλάξωσι μυστηριωδώς το τελευταίον πνευματικόν αυτών φίλημα. Διότι ―ποίος δεν το βλέπει; Η ψυχή, η ανιπταμένη εν μέσω των ευχών και των ευλογιών των, υπάγει εκεί, όπου ευρίσκονται τα προαποθανόντα μέλη της οικογενείας. Ο αποχωρισμός λοιπόν ούτος ο μερικός, είναι γενική συνάντησις μετά των ψυχών εκείνων, είναι έμμεσος προς τους νεκρούς συγκοινωνία των ζώντων. Η αποδημούσα ψυχή θα ευρεθή μετ' ολίγον εν τω μέσω των φιλτάτων αυτών εις τας υπερκοσμίους χώρας, και θα περικυκλωθή υπ' αυτών ερωτωμένη, εάν είδε, και πώς είδε τους επί γης αγαπητούς των. Δεν πρέπει λοιπόν να λείπη από της κλίνης του αποθνήσκοντος οικείου ο μη ών άμοιρος και της εσχάτης προς τους νεκρούς του ευσεβείας και στοργής. Εάν τις εκ των οικείων, ή ασθενών βαρέως, ή ευρισκόμενος πολύ μακράν εις τα ξένα, δεν ειμπορεί να παρευρεθή κατά την τελευταίαν εκείνην συνάντησιν, οι παρόντες αποφεύγουσιν επιμελώς να κάμωσι μνείαν του ονόματός του, μη τυχόν ακούσας επιθυμήση ο ασθενής να τον ίδη. Διότι τότε, εάν ο ποθούμενος δεν προφθάση να έλθη, θα μείνουν οι οφθαλμοί του νεκρού ημίκλειστοι προσδοκώντες την άφιξίν του, και όταν ακόμη η εν αυτοίς ζωή προ πολλού απεσβέσθη.<br /> Ιδού τί εννόει κυρίως ο Θύμιος λέγων προς εμέ ότι, εάν δεν προφθάξω, θ' αποθάνη ο παππούς, και θα μείνουν ανοικτά τα μάτια του.<br /> Δια τούτο, όταν παρήλθεν η πρώτη εκείνη σύγχυσίς μου, ότε, λαβών την άδειαν προς αναχώρησιν, εξήλαυνον, εκ του “Εδιρνέ-Καπουσού” της Κωνσταντινουπόλεως, όχι επί χρυσοχαλίνου “ατίου”, αλλ' “οπισωκάπουλα” επί του αυτού μετά του Θύμιου καμηλοϋψούς ίππου του παππού μου, και σφίγγων αμφοτέραις ταις χερσίν αντί της ξανθής βασιλοπούλας, ην έμελλον να οδηγήσω εις την καλύβην του πατρός μου, την ερυθράν του Θύμιου ζώνην, εκ φόβου μήπως ολισθήσας κατακρημνισθώ από των ισχνοτάτων οπισθίων του ζώου ―περί ουδενός εφρόντιζον, περί ουδενός ανησύχουν τόσον, όσον περί του μήπως δεν προφθάσωμεν εγκαίρως εις το χωρίον, και αποθάνη ο καϋμένος ο παππούς, και απομείνουν ανοικτά τα μάτια του.</span><div>
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;"><br /></span></div>
<div>
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;"><a href="https://www.youtube.com/watch?v=RiT_KmUUbBk">https://www.youtube.com/watch?v=RiT_KmUUbBk</a></span></div>
<div>
<br /></div>
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><br />O Γεώργιος Βιζυηνός γεννήθηκε το 1849 στη Βιζύη της Ανατολικής Θράκης. Στο χωριό του χρωστάει και το επώνυμο που του δόθηκε αντί του πραγματικού Μιχαηλίδης. Πολύ νωρίς ορφάνεψε από πατέρα και γνώρισε τον πόνο και τη φτώχια, καθώς η μητέρα του αγωνιζόταν ολομόναχη να μεγαλώσει τα τέσσερα παιδιά της. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε μέσα στη στέρηση, παρέα με φτωχούς βοσκούς και αγρότες της Βιζύης και κοντά στην μητέρα του που την αγαπούσε πολύ και την έκανε ηρωίδα στα περισσότερα έργα του. Οι εικόνες των παιδικών του χρόνων στην ιδιαίτερη του πατρίδα, τα πρόσωπα και τα πράγματα, οι δυσκολίες, η ομορφιά του τοπίου και η οικογένειά του τον ακολουθούσαν σε όλη του τη ζωή, ακόμη και όταν βρισκόταν εκτός Ελλάδας.<br />Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε ο Βιζυηνός στο χωριό του, αλλά πολύ νωρίς, για να αντιμετωπίσει τις βιοτικές του ανάγκες, πήγε στην Πόλη κοντά στο ραφτάδικο του θείου του. Στην Πόλη είχε την τύχη να βρει τίμιους και ισχυρούς προστάτες, οι οποίοι τον βοήθησαν να μορφωθεί και να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία. Η γνωριμία του με τον Μητροπολίτη Κύπρου Σωφρόνιο τον οδήγησε στην απόφαση να μεταβεί στην Κύπρο με σκοπό να γίνει κληρικός. Η ζωή του κληρικού όμως φαίνεται να ήταν κάτι που δεν τον εξέφραζε, γι’ αυτό και εγκατέλειψε την Κύπρο, επανήλθε στην Πόλη και συνέχισε τις σπουδές του στη Σχολή της Χάλκης. Με τη καθοδήγηση και την παρότρυνση του καθηγητή του και ποιητή Ηλία Τανταλίδη δημοσίευσε το 1873 την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Ποιητικά πρωτόλεια, η οποία προκάλεσε το ενδιαφέρον των ανθρώπων των Γραμμάτων της εποχής του και έτσι έγινε δεκτός στους φιλολογικούς κύκλους της Πόλης.<br />Με την οικονομική στήριξη του πλούσιου ομογενή Γεωργίου Ζαρίφη μετέβη στην Αθήνα και γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή. Στην Αθήνα έρχεται σε επαφή με τους πνευματικούς κύκλους και το 1874 αποστέλλει το επικολυρικό ποίημα Κόδρος στον Βουτσιναίο Διαγωνισμό όπου και βραβεύεται. Την ίδια επιτυχία στον ίδιο διαγωνισμό είχε και μια καινούρια ποιητική συλλογή με τον τίτλο Άραις, μάραις, κουκουνάραις ή Βοσπορίδες αύραι. Ο Βιζυηνός, επηρεασμένος από τον δάσκαλό του Τανταλίδη, χρησιμοποιεί στα ποιήματά του καθαρεύουσα, με σπάνιες παραχωρήσεις στη δημοτική. Εκεί όπου μερικές φορές χρησιμοποιεί δημοτική δείχνει ένα πηγαίο αίσθημα και μια λεπτότατη ποιητική, που θυμίζει δημοτικό τραγούδι.<br />Το 1875, επειδή δεν έμεινε ικανοποιημένος από τις σπουδές του στη Φιλοσοφική Σχολή, εγκαταλείπει την Αθήνα και πηγαίνει στη Γοττίγγη της Γερμανίας για να σπουδάσει φιλοσοφία. Δύο χρόνια αργότερα φοιτά στο πανεπιστήμιο της Λειψίας και γίνεται διδάκτωρ του ίδιου πανεπιστημίου (1881), με τη διατριβή Το παιχνίδι υπό έποψη ψυχολογική και παιδαγωγική. Το 1882 μεταβαίνει στο Παρίσι, όπου γνωρίζεται με τον Δημήτριο Βικέλα, ο οποίος και τον ωθεί στη συγγραφή διηγημάτων.<br />Το πρώτο διήγημα του Βιζυηνού είναι το Το αμάρτημα της μητρός μου που δημοσιεύτηκε στην Εστία το 1883 με τη βοήθεια και τη συμπαράσταση του Βικέλα. Με το έργο αυτό, που ξεχωρίζει για την ψυχογραφική του διάσταση, ο Βιζυηνός άνοιξε ουσιαστικά το δρόμο της ηθογραφίας. Πρόκειται για την εξιστόρηση ενός οικογενειακού δράματος με κεντρική μορφή τη μητέρα του αφηγητή. Η μητέρα του αφηγητή άθελά της στον ύπνο της καταπλάκωσε τη μικρή κόρη της και το «αμάρτημα» αυτό τη βασανίζει σε όλη της τη ζωή. Η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, η μυθιστορηματική πλαστικότητα των χαρακτήρων, οι δραματικές συγκρούσεις και η άρτια δομή και τεχνική αποτελούν τα βασικά γνωρίσματα του έργου.<br />Σημαντική επίδραση στο λογοτεχνικό έργο του Βιζυηνού έπαιξε η γνωριμία του με το φιλόσοφο και τεχνοκριτικό Πέτρο Βράιλα Αρμένη στο Λονδίνο, ο οποίος τον ώθησε να μελετήσει την επτανησιακή λογοτεχνία, από την οποία επηρεάστηκε βαθιά. Την ίδια περίοδο εξέδωσε την ποιητική συλλογή Ατθίδες Αύραι, που είναι από τα κυριότερα ποιητικά του έργα. Σε διάστημα ενός χρόνου (1883 - 1884) εξέδωσε το μεγαλύτερο μέρος των διηγημάτων του: Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως, Ποίος ήτο ο φονεύς του αδελφού μου, Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας, Το μόνον της ζωής του ταξίδιον, Πρωτομαγιά. Σε όλα αυτά τα έργα του, αλλά και στο τελευταίο του Ο Μοσκώβ Σελήμ (1895) ο Βιζυηνός αντλεί το αφηγηματικό του υλικό κυρίως από τις προσωπικές και οικογενειακές μνήμες, από τις παραδόσεις και τα βιώματα της λαϊκής ζωής στην ιδιαίτερή του πατρίδα, τη Βιζύη της Ανατολικής Θράκης, ενισχυμένο από το στέρεο υπόβαθρο της παιδείας του και την επιστημονική γνώση της ψυχολογίας. Η γλώσσα των διηγημάτων του Βιζυηνού είναι η απλή καθαρεύουσα, ενώ για τους διαλόγους χρησιμοποιεί τη δημοτική ή ακόμη και ιδιωματικούς τύπους από την περιοχή της Θράκης. Τα διηγήματά του άρχισαν να γίνονται αντικείμενο ενδιαφέροντος μόνο μετά τον εγκλεισμό του στο Δρομοκαΐτειο το 1892.<br />Μετά το θάνατο του φίλου και ευεργέτη του Ζαρίφη, το 1885 γίνεται πανεπιστημιακός στην έδρα της φιλοσοφίας, αφού είχε υποβάλει τη διατριβή Η φιλοσοφία του καλού παρά τω Πλωτίνω. Ο Βιζυηνός, νους κριτικός, ιδιοφυής και φιλέρευνος διδάσκει, μεταφράζει τις γνωστότερες ευρωπαϊκές μπαλάντες,συγγράφει ψυχολογικές και λαογραφικές μελέτες, τραγούδια, παιδική λογοτεχνία.<br />Παρά την προσφορά του στη ψυχολογική επιστήμη και έρευνα, το κατεστημένο της Φιλοσοφικής Σχολής έδειξε αδιαφορία και έλλειψη ανταπόκρισης. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με το οικονομικό πρόβλημα που είχε μετά το θάνατο του φίλου και ευεργέτη του Γ. Ζαρίφη τον οδήγησαν στην σταδιακή διατάραξη του ψυχικού του κόσμου και στο Δρομοκαΐτειο Ψυχιατρείο. Τα τελευταία δύσκολα χρόνια της ζωής του πέρασαν υπό το κράτος της ψυχικής του νόσου η οποία τον οδήγησε στο θάνατο το 1896.</span></div>
apostasia.sk@gmail.comhttp://www.blogger.com/profile/10277488649439986051noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7202929292313227141.post-21783635903648133252013-09-08T01:49:00.002+03:002013-09-08T01:49:23.526+03:00Federico Garcia Lorca <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhhkGsWDbiuLUnpVIRK-NjBrhvjY3TcfpMb8W51NX602bkZXrtvToqsFTDqA4As2Y9u42TM74-KG3QjeJ9ifs1RZZedo5h6k47izSl6kXn3DU0pcGURfslG-J8BPQWcGgM8GgzvXXl7c2o/s1600/lorca.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhhkGsWDbiuLUnpVIRK-NjBrhvjY3TcfpMb8W51NX602bkZXrtvToqsFTDqA4As2Y9u42TM74-KG3QjeJ9ifs1RZZedo5h6k47izSl6kXn3DU0pcGURfslG-J8BPQWcGgM8GgzvXXl7c2o/s1600/lorca.jpg" /></a></div>
<div>
<br /></div>
<br /><h2 style="text-align: left;">
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: x-large;">Νύχτα του Άγρυπνου Έρωτα </span></h2>
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">Νύχτα πάνω από τους δυο με πανσέληνο,</span><br /><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">εγώ βάλθηκα να κλαίω κι εσύ γελούσες.<br />Η καταφρόνια σου ήταν ένας Θεός, τα δικά μου παράπονα<br />στιγμές και περιστέρια αλυσοδεμένα.<br /><br />Νύχτα κάτω από τους δυο. Κρύσταλλο οδύνης,<br />έκλαιγες εσύ από βάθη απόμακρα.<br />Ο πόνος μου ήταν ένας σωρός από αγωνίες<br />πάνω στην αδύναμη καρδιά σου από άμμο.<br /><br />Η αυγή μας έσμιξε πάνω στο κρεβάτι,<br />τα στόματα βαλμένα πάνω στο παγωμένο σιντριβάνι<br />του αίματος τ αστείρευτου που χύνεται.<br /><br />Κι ο ήλιος μπήκε απ το κλειστό μπαλκόνι<br />και το κοράλλι της ζωής άπλωσε το κλαδί του<br />πάνω στην καρδιά μου τη σαβανωμένη.</span><div>
<br /></div>
<div>
<h2 style="text-align: left;">
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: x-large;">Το χτύπημα και ο θάνατος </span></h2>
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">Πέντε η ώρα που βραδιάζει<br />πέντε ακριβώς, την ώρα που βραδιάζει<br />φέρνει έν' αγόρι το νεκροσέντονο<br />πέντε η ώρα που βραδιάζει.<br />Έτοιμος κι ο κουβάς με τον ασβέστη<br />πέντε η ώρα που βραδιάζει.<br />Θάνατος τ' άλλα, θάνατος μονάχα<br />πέντε η ώρα που βραδιάζει.<br />Ψηλά παίρνει ο αγέρας τα βαμπάκια<br />πέντε η ώρα που βραδιάζει.<br />Το οξείδιο σπέρνει κρύσταλλο και νίκελ<br />πέντε η ώρα που βραδιάζει.<br />Παλεύει η περιστέρα με το αγρίμι<br />πέντε η ώρα που βραδιάζει.<br />Κι η σάρκα μ' ένα κέρατο θλιμμένο<br />πέντε η ώρα που βραδιάζει.<br /><br />Χορδή τυμπάνου αρχίζει να χτυπά<br />πέντε η ώρα που βραδιάζει.<br />Αρσενικού καμπάνες κι ο καπνός<br />πέντε η ώρα που βραδιάζει.<br />Βουβοί συντρόφοι στ' άχαρα σοκάκια<br />πέντε η ώρα που βραδιάζει.<br />Του ταύρου η καρδιά μονάχα ολόρθη<br />πέντε η ώρα που βραδιάζει.<br />Όταν ο ιδρώτας χιόνι αργά γινόταν<br />πέντε η ώρα που βραδιάζει.<br />Όταν η αρένα γέμισε με ιώδιο<br />πέντε η ώρα που βραδιάζει.<br />Τ' αυγά του στην πληγή άφησε ο θάνατος<br />πέντε η ώρα που βραδιάζει.<br />Πέντε η ώρα που βραδιάζει,<br />πέντε ακριβώς, την ώρα που βραδιάζει.<br /><br />Μια κάσα από καρούλια το κρεβάτι<br />πέντε η ώρα που βριαδιάζει.<br />Σουραύλια ηχούν και κόκαλα στ' αυτί του<br />πέντε η ώρα που βραδιάζει.<br />Στο μέτωπό του ο ταύρος μουγκανίζει<br />πέντε η ώρα που βραδιάζει.<br />Η κάμαρα ιριδίζει από αγωνία<br />πέντε η ώρα που βραδιάζει.<br />Από μακριά σιμώνει κι όλα η σήψη<br />πέντε η ώρα που βραδιάζει.<br />Σάλπιγγα κρίνου στον χλοερό βουβώνα<br />πέντε η ώρα που βραδιάζει.<br />Οι πληγές του εκαίγανε σαν ήλιοι<br />πέντε η ώρα που βραδιάζει.<br />Και το πλήθος να σπάει τα παραθύρια<br />πέντε η ώρα που βραδιαζει.<br />Πέντε η ώρα που βραδιάζει.<br />Αχ! Τι φριχτά στις πέντε που βραδιάζει.<br />Ήτανε πέντε σ' όλα τα ρολόγια,<br />ήτανε πέντε κι έπεφτε το βράδυ.<br /><br />Δεν θέλω να το βλέπω!<br /><br />Πες στο φεγγάρι να φανεί<br />γιατί δε θέλω πια να βλέπω<br />το αίμα του Ιγνάθιο μες στην αρένα.<br /><br />Δεν θέλω να το βλέπω!<br /><br />Αχνό φεγγάρι απ' άκρη σ' άκρη,<br />άτι από σύννεφα γαλήνια<br />και η σταχτιά του ονείρου αρένα<br />με τις ιτιές γύρω γύρω.<br /><br />Δεν θέλω να το βλέπω!<br /><br />Η θύμησή μου καίγεται!<br />Μηνύστε το στα γιασεμιά<br />με την αέρινη ασπράδα.<br /><br />Δεν θέλω να το βλέπω!</span><br /><br /><br /><h2 style="text-align: left;">
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><br /></span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: x-large;">Πληγές της αγάπης</span></h2>
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">Αυτό το φως, τούτη η φωτιά που κατατρώει,<br />τούτο το σταχτί τοπίο που με τυλίγει,<br />τούτος ο πόνος για μια και μόνη ιδέα,<br />τούτη η αγωνία τ’ουρανού,του κόσμου, της ώρας..<br /><br /><br />Τούτος ο θρήνος του αίματος που στολίζει<br />λύρα δίχως παλμό πια, φευγαλέο δαυλό<br />τούτο το βάρος της θάλασσας που με χτυπά<br />τούτος ο σκορπιός που μου φωλιάζει στο στήθος<br /><br />Είναι στεφάνι του έρωτα,κλινάρι πληγωμένου<br />όπου δίχως ύπνο ονειρεύομαι την παρουσία σου<br />μέσα στο ρημαδιό του στήθους μου βουλιαγμένο<br /><br />Και μόλο που ψάχνω την καμπύλη της φρόνησης<br />μου προσφέρει η καρδιά σου κοιλάδα απλωμένη<br />με φαρμάκι και πάθος γνώσης πικρής.</span><br /><br /><h2 style="text-align: left;">
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: x-large;">Λούζεται η αγάπη μου</span></h2>
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">Λούζεται η αγάπη μου<br />στο Γουαδαλκιβίρ,<br />και τ' άνθη παίρνουν ευωδιά<br />απ'το γλυκό κορμί της<br /><br />Τρέξε πέτα χελιδόνι<br />φέρ' της Βενετιάς βελόνι<br />να κεντήσει στο μαντίλι<br />τη χαρά της να μου στείλει<br /><br />Μεταξωτά η αγάπη μου<br />μαντίλια μου κεντά<br />κι όλο φιλάει την κλωστή<br />και βυσσινιά τη βάφει<br /><br />Τρέξε πέτα χελιδόνι<br />φέρ' της Βενετιάς βελόνι<br />να κεντήσει στο μαντίλι<br />τη χαρά της να μου στείλει</span></div>
<div>
<br /></div>
<br /><br /><h2 style="text-align: left;">
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: x-large;">Μαχαίρι</span></h2>
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">Το μαχαίρι, <br />μπαίνει μέσα στην καρδιά<br />όπως το υνί του αλετριού<br />μέσα στη στέρφα γη.<br /><br />Όχι. <br />Μη μου το καρφώνεις. <br />Όχι<br /><br />Το μαχαίρι, <br />σα μια αχτίδα του ήλιου, <br />πυρπολεί τα τρομαχτικά<br />τα βάθη.<br /><br />Όχι. <br />Μη μου το καρφώνεις. <br />Όχι. Μη.</span><br /><div>
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;"><br /></span></div>
<div>
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;"><br /></span></div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<iframe allowfullscreen='allowfullscreen' webkitallowfullscreen='webkitallowfullscreen' mozallowfullscreen='mozallowfullscreen' width='320' height='266' src='https://www.youtube.com/embed/OqpkQp95Sic?feature=player_embedded' frameborder='0'></iframe></div>
<div>
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;"><br /></span></div>
O Federico Garcia Lorca ήταν Ισπανός ποιητής, δραματουργός, μουσικός και θεατρικός συγγραφέας- ένας ταλαντούχος καλλιτέχνης και μέλος της ‘Γενιάς του 1927’, μιας ομάδας από συγγραφείς που ήταν υπέρμαχοι του κινήματος avant-garde στη λογοτεχνία.<br />Γεννήθηκε στις 5 Ιουνίου 1898 στο Fuente Vaqueros, ένα Ανδαλουσιανό χωριό κοντά στη Γρανάδα. Ο πατέρας του, Federico Garcia Rodriguez ήταν αγρότης και η μητέρα του, Vicenta Lorca Romero δασκάλα. Ως παιδί, ο Lorca ήταν πρώιμα ανεπτυγμένος, αν και δεν είχε πολύ καλές επιδόσεις στο σχολείο. Απ’ την ηλικία των 11 χρόνων ζούσε με την οικογένειά του στην πόλη της Γρανάδα, αλλά περνούσε τα καλοκαίρια στην εξοχή. Αργότερα έγραψε: ‘Αγαπώ τη γη. ‘Ολα μου τα συναισθήματα με δένουν μ’ αυτή. Οι πρώτες αναμνήσεις που έχω είναι αυτές της γης’. Στην πόλη της Γρανάδα όπου μεγάλωσε, αναφέρθηκε αρκετές φορές στην ποίηση και τη λογοτεχνία του. <br /> Φοίτησε σε σχολείο Ιησουϊτών στη Γρανάδα και μετά από πιέσεις του πατέρα του, γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Γρανάδα, την οποίαν όμως εγκατέλειψε σύντομα, για να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία, τη μουσική και τη ζωγραφική. Το 1919, εγκαταστάθηκε στη Φοιτητική Κατοικία του Πανεπιστημίου της Μαδρίτης, που τότε λειτουργούσε ως ανοιχτό πανεπιστήμιο, πολιτιστικό κέντρο, της ισπανικής πρωτεύουσας. Εκεί συνάντησε τον Σαλβαδόρ Νταλί, τον σκηνοθέτη Λουίς Μπουνιουέλ, τον ποιητή Ραφαέλ Αλμπέρτι και τον Χιμένεθ. Την ίδια περίοδο συνέθεσε τα πρώτα του ποιήματα που κυκλοφόρησαν το 1921, με τίτλο Βιβλίο Ποιημάτων. Λίγο νωρίτερα, το 1918, είχε δημοσιεύσει το έργο Εντυπώσεις & Τοπία περιδιαβαίνοντας την Καστίλη.Το 1922, συνεργάστηκε με τον συνθέτη Μανουέλ ντε Φάγια στο Φεστιβάλ Λαϊκής Μουσικής, στη Γρανάδα. <br />Τα έτη 1929-1930, αναζήτησε νέες πηγές έμπνευσης και ταξίδεψε στις ΗΠΑ και στην Κούβα. Οι εμπειρίες του στις Ηνωμένες Πολιτείες αξιοποιήθηκαν στο ποίημα Ένας Ποιητής Στη Νέα Υόρκη. Επέστρεψε στην Ισπανία το 1931 και συνέθεσε το Ντιβάνι Της Ταμαρίτ, ενώ παράλληλα δούλεψε και πάνω σε έργα για το κουκλοθέατρο. Εκεί έδειξε ξεκάθαρα πως επέλεγε ως κύρια ενασχόλησή του, τη συγγραφή θεατρικών και τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του ολοκλήρωσε τις κορυφαίες του δημιουργίες: Το Σπίτι Της Μπερνάρντα Άλμπα,Ματωμένος Γάμος, Γέρμα, Θρήνος Για Τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας, τραγωδίες με θέμα τη κοινωνική καταπίεση κι έκδηλο το ανθρώπινο στοιχείο.<br />Με την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας, οργάνωσε μία θεατρική ομάδα υπό την ονομασία La Barroca, η οποία με τη βοήθεια του Υπουργείου Παιδείας, έδωσε παραστάσεις κλασσικών έργων σε χώρους εργατών κι αγροτικές περιοχές. Το 1936 υποδέχθηκε τον Αλμπέρτι, καθώς επέστρεψε από τη Μόσχα. Συνέταξε μια διακήρυξη συγγραφέων κατά του φασισμού κι ξεκίνησε να γράφει μια σειρά θεατρικών σκηνών με μορφή επιθεώρησης, ωστόσο τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς, ξέσπασε ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος.<br />Στις 18 Αυγούστου του 1936, σε ηλικία 38 ετών, δολοφονήθηκε στην περιοχή της Γρανάδα από ένα εκτελεστικό απόσπασμα 12 ατόμων, αποτελούμενο από αστυνομικούς, εθελοντές αλλά και κρατούμενους, τους οποίους υποχρέωσαν να διαπράξουν τη δολοφονία του Λόρκα υπό την απειλή της εκτέλεσης. Οι περισσότεροι δε από αυτούς δεν γνώριζαν καν ποιος είναι αυτός που είχαν διαταχθεί να δολοφονήσουν . Για τη δολοφονία κατηγορήθηκαν ακροδεξιοί πολιτικοί και επιχειρηματικοί κύκλοι, μέλη επιφανών οικογενειών της Γρανάδας, καθώς και κάποιοι προερχόμενοι από την άκρως συντηρητική οικογένεια του πατέρα του, οι οποίοι ήταν έξαλλοι με τον πατέρα και ως εκδίκηση σκότωσαν τον γιο. Ο τάφος του δε βρέθηκε ποτέ.</div>
apostasia.sk@gmail.comhttp://www.blogger.com/profile/10277488649439986051noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7202929292313227141.post-25221949423957051962013-09-03T13:34:00.003+03:002013-09-03T13:35:21.558+03:00Σάμιουελ Μπέκετ ποιήματα<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<br /></div>
<br />
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<br /></div>
<br />
<h2 style="text-align: left;">
<span style="font-family: Times, Times New Roman, serif; font-size: x-large;">"Όταν είμαστε μες στα σκατά ως το λαιμό, δε μένει παρά να τραγουδήσουμε. " </span><span style="font-family: Times, Times New Roman, serif; font-size: x-large;">Σάμιουελ Μπέκετ</span></h2>
<div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh7lFvQ6ohMy1_FsVxQwrdjvSq7vHBkKWSJ3fkh8sYRuvZK8xeAc6tazhRM7Jh2MGNi16IElqAXa616IfRU_oQvWQA3yQe-ypyy2OZFEpYwLUFL03vmrRDKJ2GgGt2tc6q_bZvMNEDMScI/s1600/1.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh7lFvQ6ohMy1_FsVxQwrdjvSq7vHBkKWSJ3fkh8sYRuvZK8xeAc6tazhRM7Jh2MGNi16IElqAXa616IfRU_oQvWQA3yQe-ypyy2OZFEpYwLUFL03vmrRDKJ2GgGt2tc6q_bZvMNEDMScI/s1600/1.jpg" height="320" width="229" /></a></div>
<br />
<br />
<h2 style="text-align: left;">
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">Συνδεδεμένος</span></h2>
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;"><br /></span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">Είναι τέτοια η απελπισία στο να κρύβεις τις λέξεις που θες να πεις</span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;"><br />Που δεν είναι καλύτερο να αποτυγχάνεται η προσπάθεια <br />Απ’ το να μη γίνεται καθόλου;<br />Οι ώρες μετά τη φυγή σου πέφτουν πάνω μου βαριές<br />σύντομα θ’ αρχίσουν σιγά-σιγά να σέρνονται<br />πάνω σ’ ένα κρεβάτι απ’ τη δική σου έλλειψη <br />όπου οι μάχες αρπάζονται τυφλά<br />αναζωπυρώνοντας αναμνήσεις από αγάπες παλιές<br />αντικρίζοντας ματιές εκεί όπου κάποτε έβλεπα τα δικά σου μάτια<br />αλλά όλα είναι προτιμότερο να συμβαίνουν σύντομα παρά ποτέ<br />η ανάγκη μου, μαύρη και σκοτεινή πιτσιλάει τα πρόσωπά τους<br />και σου λέω ξανά πως εννέα μέρες δεν είναι ποτέ αρκετές<br />γι’ αυτούς που αγαπάμε<br />ούτε εννέα μήνες<br />ούτε εννέα ζωές</span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">Και σου λέω πάλι</span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;"><br /></span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">εάν εσύ δεν με διδάξεις δεν θα μάθω<br />σου λέω πάλι υπάρχει πάντα κάτι το τελευταίο<br />ακόμα και τις τελευταίες φορές<br />τις τελευταίες φορές που ικετεύεις<br />τις τελευταίες φορές που αγαπάς<br />ξέροντας πως να μη ξέρεις να προσποιείσαι<br />κάτι το τελευταίο ακόμη και την τελευταία φορά που σου λέω<br />εάν εσύ δεν μ’ αγαπήσεις δε θ’ αγαπηθώ ποτέ<br />εάν εγώ δεν σ’ αγαπήσω δε θ’ αγαπήσω ποτέ<br />η ανατάραξη των περασμένων λέξεων κατευθείαν στην καρδιά και πάλι<br />Αγάπη αγάπη αγάπη σαν γδούπος βαρύς ενός παλιού εμβόλου<br />χτυπώντας τους αναλλοίωτους σωρούς των λέξεων<br />κι εγώ τρομοκρατημένος και πάλι<br />πως ίσως δεν αγαπηθώ<br />πως ίσως αγαπήσω αλλά όχι εσένα<br />πως ίσως αγαπηθώ αλλά όχι από εσένα<br />ξέροντας πως να μη ξέρω να προσποιούμαι<br />εγώ και όλοι οι άλλοι που θα σε αγαπήσουν<br />αν σε αγαπήσουν<br />εκτός κι αν δεν σ’ αγαπήσουν<br /></span><br />
<h2 style="text-align: left;">
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">Άτιτλα</span></h2>
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;"><br /></span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">θα’ θελα η αγάπη μου να πέθαινε</span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;"><br />θα’ θελα να ‘βρεχε στο κοιμητήρι<br />και στα δρομάκια που διαβαίνω<br />κλαίγοντας αυτήν που πίστεψε ότι μ’ αγάπησε</span><br />
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;"><br /></span>
<br />
<h2 style="text-align: left;">
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;"> *****</span> </h2>
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">κρανίο μονάχο έξω και μέσα<br />κάπου ενίοτε<br />σαν κάτι<br />κρανίο καταφύγιο τελευταίο<br />δοσμένος απ’ έξω<br />φτυστός Bocca μες στον καθρέφτη<br />το μάτι στον έσχατο φόβο<br />ανοίγει διάπλατα ξανακλείνει<br />μην έχοντας πια τίποτα<br />έτσι ενίοτε<br />σαν κάτι<br />απ’ τη ζωή όχι αναγκαστικά<br />κάθε μέρα επιθυμείς<br />να’ σαι μια μέρα ζωντανός<br />όχι βέβαια χωρίς να λυπάσαι<br />μια μέρα που γεννήθηκες<br />τίποτα μηδαμινό<br />δεν θα’ χε υπάρξει<br />για το τίποτα<br />τόσο υπαρκτό<br />τίποτα<br />μηδαμινό<br />βήμα το βήμα<br />πουθενά<br />κανένας μόνος<br />δεν ξέρει πώς<br />μικρά βήματα<br />πουθενά<br />επίμονα.</span><br />
<h2 style="text-align: left;">
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;"> *****</span></h2>
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;"><br />Είμαι αυτή η ροή της άμμου που γλιστράει<br />ανάμεσα στο βότσαλο και στον αμμόλοφο<br />η καλοκαιρινή βροχή πέφτει πάνω στη ζωή μου<br />πάνω σ' εμένα η ζωή μου που μου ξεφεύγει με<br />καταδιώκει<br />και θα σβήσει τη μέρα που άρχισε<br />αγαπημένη στιγμή σε βλέπω<br />μέσα σ' αυτό το παραπέτασμα της ομίχλης που χάνεται<br />όπου δε θα 'χω παρά να πατήσω σ' αυτά τα μακριά<br />κινούμενα κατώφλια<br />και θα ζήσω<br />όσο ν' ανοιγοκλείσει μια πόρτα</span><br />
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;"><br /></span></div>
<h2 style="text-align: left;">
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">Η μύγα </span></h2>
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;"><br />ανάμεσα σε μένα και τη σκηνή<br />το τζάμι<br />άδειο εκτός από εκείνη</span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">μπρούμυτα</span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;"><br />μες στα άδεια της εντόσθια<br />κεραίες ξετρελαμένες φτερά δεμένα<br />πόδια γαμψά στόμα που το κενό βυζαίνει<br />σπαθίζοντας το διάστημα σπάζοντας τα μούτρα της<br /> στο χώρο του αοράτου<br />κάτω απ' τον αδύναμο αντίχειρά μου ανατρέπει<br />τη θάλασσα και τον ήρεμο ουρανό</span><br />
<div>
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;"><br /></span></div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<br /></div>
<div>
<iframe allowfullscreen='allowfullscreen' webkitallowfullscreen='webkitallowfullscreen' mozallowfullscreen='mozallowfullscreen' width='320' height='266' src='https://www.youtube.com/embed/7p7hos5Y1Bg?feature=player_embedded' frameborder='0'></iframe></div>
<div>
<br /></div>
<iframe allowfullscreen='allowfullscreen' webkitallowfullscreen='webkitallowfullscreen' mozallowfullscreen='mozallowfullscreen' width='320' height='266' src='https://www.youtube.com/embed/YqGbbSOabA8?feature=player_embedded' frameborder='0'></iframe><br />
<br />
Ο Σάμιουελ Μπέκετ (Samuel Barclay Beckett) γεννήθηκε στην Ιρλανδία το 1906, λογοτέχνης, ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Το έργο του είναι βασικά μινιμαλιστικό, και σύμφωνα με ορισμένους ερμηνευτές, βαθιά απαισιόδοξο για την ανθρώπινη φύση. Η απαισιοδοξία αυτή αντανακλάται από την εκτενή και περίεργη αίσθηση του χιούμορ στο έργο του, καθώς και από το γεγονός ότι η περιγραφή των εμποδίων στην ανθρώπινη ζωή εξυπηρετεί την επιθυμία του Μπέκετ να δείξει ότι το "ταξίδι" είναι που αξίζει, παρά τις δυσκολίες του.<br />
Ταξίδεψε στην Ιρλανδία, στη Γαλλία, στην Αγγλία, και στη Γερμανία, γράφοντας ποιήματα και πρόζα, ασκώντας περίεργα, ευκαιριακά επαγγέλματα για να τα βγάλει πέρα. Κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του ήρθε σε επαφή με πολλούς άστεγους και αναζητητές, και αυτές οι συναντήσεις αργότερα θα αποτυπώνονταν σε μερικούς από τους σπουδαιότερους χαρακτήρες του.<br />
<div>
Όποτε συνέβαινε να περάσει από το Παρίσι, αναζητούσε τον Τζόις και οι δυο τους είχαν ατελείωτες συναντήσεις, αν και φημολογείται ότι συχνά κάθονταν μαζί εν σιωπή υποφέροντας από τη θλίψη τους.Εγκαταστάθηκε τελικά στο Παρίσι το 1937. Λίγο μετά δέχτηκε επίθεση στον δρόμο από ένα άτομο που τον είχε πλησιάσει για να του ζητήσει χρήματα. Αργότερα, στο νοσοκομείο, θα μάθαινε ότι είχε έναν τρυπημένο πνεύμονα. Μετά από την ανάρρωσή του πήγε στη φυλακή για να επισκεφτεί αυτόν που του επιτέθηκε. Όταν τον ρώτησε γιατί του είχε επιτεθεί, ο φυλακισμένος απάντησε «δεν γνωρίζω, κύριε», μια φράση που με εμμονή επαναλαμβάνεται από μερικές από τις χαμένες και συγχυσμένες ψυχές που θα εποικούσαν τα μετέπειτα έργα του συγγραφέα.</div>
<div>
Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου ο Μπέκετ παρέμεινε στο Παρίσι - ακόμα και όταν αυτό καταλήφθηκε από τους Γερμανούς. Αγωνίστηκε για την αντίσταση έως το 1942, όταν συνελήφθησαν διάφορα μέλη της ομάδας του και αναγκάστηκε να διαφύγει με τη Γαλλίδα σύζυγό του στη μη κατειλημμένη ζώνη. Το 1945, αφότου το Παρίσι απελευθερώθηκε από τους Γερμανούς, επέστρεψε και τότε ξεκίνησε η πιο παραγωγική συγγραφική του περίοδος.</div>
<div>
Ο Μπέκετ ήταν ο πρώτος από τους συγγραφείς του «παραλόγου» που κέρδισε διεθνή φήμη. Τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε πάνω από είκοσι γλώσσες. Το 1969 του απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ για τη λογοτεχνία. Συνέχισε να γράφει μέχρι τον θάνατό του, το 1989, αλλά δυσκολευόταν όλο και πιο πολύ από έργο σε έργο, ώσπου στο τέλος αποφάνθηκε πως «η κάθε λέξη τού φαινόταν σαν ένας περιττός λεκές μέσα στη σιωπή και στο τίποτα».</div>
<div>
Ο Χάρολντ Πίντερ γράφει για τον Μπέκετ: «Είναι ο πιο θαρραλέος, αδίστακτος συγγραφέας που γνωρίζω και όσο πιο πολύ τρίβει τη μύτη μου στα σκατά τόσο πιο ευγνώμων του είμαι. Δεν με κοροϊδεύει, δεν με παραπλανά, δεν μου κλείνει το μάτι, δεν μου πλασάρει γιατρειά ή σωτηρία, δεν μου πουλάει τίποτε που δεν θέλω να αγοράσω - δεν δίνει δεκάρα αν θ' αγοράσω ή όχι. E, λοιπόν, θα αγοράσω από την πραμάτεια του, αγκίστρι, πετονιά και βαρίδι, γιατί δεν αφήνει πέτρα που να μην τη γυρίσει και κανένα σκουλήκι στην ησυχία του. Φέρνει στο φως ένα σώμα ομορφιάς. Το έργο του είναι όμορφο».</div>
</div>
apostasia.sk@gmail.comhttp://www.blogger.com/profile/10277488649439986051noreply@blogger.com1tag:blogger.com,1999:blog-7202929292313227141.post-22060806275389327762013-08-07T08:49:00.001+03:002013-08-07T08:49:11.674+03:00MARINA ABRAMOVIC - PERFORMANCE ART<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<span style="font-family: Georgia, Times New Roman, serif; font-size: large;"><br /><br />«Τι να την κάνεις την ευτυχία; Δεν έχει τίποτα να σου μάθει. Αντιθέτως, ο πόνος, η δυσκολία, το εμπόδιο σε μεταβάλλει, σε διδάσκει ποιος είσαι, ενδεχομένως σε δυναμώνει ή σε κάνει και καλύτερο. Κυρίως σου δίνει να καταλάβεις τη φοβερή αξία του «εδώ» και του «τώρα». Στις δυστυχισμένες στιγμές είμαστε παρόντες στη ζωή μας. Δεν αλλάζει ο άνθρωπος όταν είναι ευτυχισμένος, αλλά όταν υποφέρει».<br /><br /><br /><br />«Τις περισσότερες φορές προσπαθούμε να κάνουμε πράγματα που μας αρέσουν. Κάνοντάς τα όμως παραμένουμε ίδιοι. Οταν όμως κληθούμε να αντιμετωπίσουμε κάτι εξαιρετικά δύσκολο όπως έναν θάνατο, μια ανίατη ασθένεια, ένα ατύχημα, τότε βλέπουμε να αναδύεται μια διαφορετική μας πτυχή. Τότε αλλάζουμε πραγματικά και βαθιά ο καλλιτέχνης οφείλει να μιλήσει για τη δυστυχία. Οφείλει επίσης, να μιλάει για το θάνατο, χωρίς να τον φοβάται. Πρέπει κι ο ίδιος «να ξέρει να πεθάνει».<br /><br /><br /><br />«Στις περφόρμανς εμπλέκω το κορμί μου για να απελευθερωθώ από τον φόβο. Το σώμα υπακούει πλήρως στο μυαλό και το τελευταίο είναι που μας βάζει όλα τα εμπόδια, δημιουργεί αναχώματα και ενδοιασμούς. Καταφέρνοντας λοιπόν να καθυποτάξω το σώμα, στο τέλος επιβάλλομαι και στη σκέψη».<br /><br /><br /></span> <a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh3A8KDbSW_QVGu2ym6DzjtOLO2Qt6LormC2y5f38Cc2SfHdmE6l56_4Q_G8EFmbmxTYc5l2IyH8r8DUJyBuFOh0SnrSw12uipbGNaQHI8gJb99qlJN2AmImJWqiOD8Lca71FKI0PdxdI4/s1600/rythm+10.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh3A8KDbSW_QVGu2ym6DzjtOLO2Qt6LormC2y5f38Cc2SfHdmE6l56_4Q_G8EFmbmxTYc5l2IyH8r8DUJyBuFOh0SnrSw12uipbGNaQHI8gJb99qlJN2AmImJWqiOD8Lca71FKI0PdxdI4/s1600/rythm+10.jpg" height="320" width="234" /></a><span style="font-family: Georgia, Times New Roman, serif; font-size: large;"><br /></span><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<br /></div>
<br /><br /><h2 style="text-align: left;">
Ρυθμός 10 (1973)</h2>
<br /><span style="font-family: Georgia, Times New Roman, serif; font-size: large;">Στα πρώιμα έργα της, στις αρχές της δεκαετίας του 1970, έκανε μία σειρά από παραστάσεις που τις ονόμασε Ρυθμός. Εκεί άρχισε να εξερευνά τα στοιχεία του τελετουργικού και της χειρονομίας χρησιμοποιώντας το ίδιο της το σώμα και γίνεται η ίδια ένα είδος πειραματόζωου.<br /><br />Στη πρώτη της περφόρμανς το 1973 με τίτλο «Ρυθμός 10», όλα της τα εργαλεία ήταν είκοσι μαχαίρια και δύο συσκευές εγγραφής βίντεο. Η καλλιτέχνιδα προκάλεσε ισχυρό σοκ στο κοινό της παίζοντας ένα είδος, από την περιβόητη «Ρώσικη Ρουλέτα», στην οποία με ρυθμικά σφυροκοπήματα του μαχαιριού και με μεγάλη ταχύτητα σημάδευε ανάμεσα στα δάχτυλά της. Κάθε φορά που κατά λάθος κοβόταν, έπαιρνε ένα καινούργιο, καθαρό μαχαίρι από τη σειρά των 20. Όλη την επιχείρηση την κατέγραψε σε βιντεοκασέτα. Μετά από τα 20 κοψίματα του εαυτού της ξαναέβαλε την ταινία να παίξει ακούγοντας προσεκτικά τους ήχους και ξαναπροσπάθησε να κάνει τις ίδιες κινήσεις αποφεύγοντας τα ίδια λάθη, αναμειγνύοντας το παρελθόν με το παρόν.<br /><br />Η Μαρίνα με το έργο της από την αρχή, ανέλαβε την πιο δύσκολη αποστολή –να εξερευνήσει τα φυσικά και νοητικά όρια του ανθρώπου– τον «πόνο και τους ήχους της σουβλιάς», το διπλό ήχο: από την ιστορία και από την ανταπάντησή της.<br /><br />Με αυτό το πρώτο έργο, λοιπόν, η Μαρίνα Αμπράμοβιτς άρχισε να μελετά σοβαρά την κατάσταση του νου του εκτελεστή. «Όταν μια φορά μπαίνει κανείς στην κατάσταση της περφόρμανς μπορεί να πιέσει το σώμα του να κάνει πράγματα τα οποία σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε κανονικά να τα κάνει», δήλωσε η ίδια.</span><br /><div class="separator" style="clear: both;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh7Vwcoif79Wd789jEtFZGZiTncVrPr7HIZli-_dbE1EYrOLV7TNPFEF6FtrHfpo2lZXbp8l8dWZS2NyhQaI_Pubpf8gQjTvOKuKe2KDc7nMChAzXrUhP9VNftSqKBroz-g3fS71pW2kEI/s1600/flaming+star.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh7Vwcoif79Wd789jEtFZGZiTncVrPr7HIZli-_dbE1EYrOLV7TNPFEF6FtrHfpo2lZXbp8l8dWZS2NyhQaI_Pubpf8gQjTvOKuKe2KDc7nMChAzXrUhP9VNftSqKBroz-g3fS71pW2kEI/s1600/flaming+star.jpg" /></a></div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<br /></div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj1ywQZnQ9XJa2dchteGnTiofvymBiSVl1wuSLxYfbhc6dAo-FIQrXSfP0-jlRj15ikKsj7jArnlrqpRh1k_s3TOrTimhWbMRzzJgB80Lw4cC8uzQ0ga0KsdkIIc52PmbKk9sO70mM5vVQ/s1600/star+1974.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj1ywQZnQ9XJa2dchteGnTiofvymBiSVl1wuSLxYfbhc6dAo-FIQrXSfP0-jlRj15ikKsj7jArnlrqpRh1k_s3TOrTimhWbMRzzJgB80Lw4cC8uzQ0ga0KsdkIIc52PmbKk9sO70mM5vVQ/s1600/star+1974.jpg" height="320" width="317" /></a></div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<br /></div>
<div class="separator" style="clear: both;">
<br /></div>
<h2 style="text-align: left;">
Φλεγόμενο Αστέρι (1974)</h2>
<br /><span style="font-size: large;">Και σε αυτή την περφόρμανς της η Αμπράμοβιτς αναζητούσε την ενέργεια που παράγεται μέσα από τον ακραίο σωματικό πόνο, αυτή τη φορά χρησιμοποιώντας το μεγάλο πεντάγωνο (κομμουνιστικό) αστέρι το οποίο το μούσκεψε με βενζίνη στην αρχή της παράστασης.<br /><br />Καθούμενη έξω από το αστέρι η καλλιτέχνιδα πρώτα έκοψε τα νύχια της, τα μαλλιά της, τα νύχια των ποδιών. Τη στιγμή που τέλειωνε με το καθένα από αυτά, μάζευε τα κομμένα απομεινάρια των νυχιών ή των μαλλιών και τα έριχνε μέσα στις φλόγες προκαλώντας κάθε φορά μία μικρή έκρηξη φωτός. Καίγοντας το κομουνιστικό πεντάγωνο αστέρι απεικόνιζε σωματική και πνευματική κάθαρση, ενώ απευθυνόταν στην πολιτική παράδοση της χώρας της.<br /><br />Στην τελική πράξη της κάθαρσης, η Μαρίνα εκτόξευσε τον εαυτό της και πηδώντας μέσα στις φλόγες, κάθισε στη μέση του μεγάλου αστέρα. Λόγω του φωτός και του καπνού το κοινό που παρακολουθούσε την περφόρμανς δεν αντιλήφθηκε ότι, αφού βρέθηκε εντός του αστέρα έμεινε χωρίς αισθήσεις, λόγω της έλλειψης οξυγόνου. Μερικοί άνθρωποι κατάλαβαν ότι κάτι δεν πάει καλά, τη στιγμή που οι φλόγες την πλησίασαν παρά πολύ και αυτή δεν αντέδρασε με κανένα τρόπο. Ευτυχώς η δράση του κόσμου ήταν στιγμιαία, βρέθηκε κι ένας γιατρός και την έβγαλαν έξω από το φλεγόμενο αστέρα.<br /><br />Όταν αργότερα την ρώτησαν να σχολιάσει αυτό το περιστατικό, η απάντηση της ήταν η εξής: «Ήμουν πολύ θυμωμένη, γιατί κατάλαβα ότι υπάρχουν φυσικά όρια: όταν χάνεις την συνείδησή σου δεν μπορείς να είσαι παρόν, δεν μπορείς να συνεχίσεις την περφόρμανς».<br /><br />Έκανε μία μεγάλη εξερεύνηση σχετικά με τη φύση του νου και του σώματος και τη σχέση αυτών των δύο.<br /><br />Στα πλαίσια αυτής της εξερεύνησης έκανε αργότερα ταξίδι στο Θιβέτ και στην έρημο της Αυστραλίας. Μετά, ανέπτυξε ακόμη περισσότερο το εγχείρημα «Ρυθμός» συνεχίζοντας να πειραματίζεται με τον ίδιο το εαυτό της, πάντα στα όρια της αντοχής.<br /><br />Η Αμπράμοβιτς είναι μυστικίστρια, έως σήμερα. Ασχολείται με την ενέργεια, την αύρα, τις ανατολικές θρησκείες, τον διαλογισμό.</span><br /><br /> <a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjLC4zc8VHU-sg8C6gIkI4oEWDT87bZ-okibbS7KGX17OgziWbHl87i7CK3Zliemi-IVBIPwqTtAoo7zkSNFW48H2x1eUz36irBzXffO0hMtsqX0BIEoO56fLpkV98502O0r2CDRaafE4A/s1600/rythm+0.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjLC4zc8VHU-sg8C6gIkI4oEWDT87bZ-okibbS7KGX17OgziWbHl87i7CK3Zliemi-IVBIPwqTtAoo7zkSNFW48H2x1eUz36irBzXffO0hMtsqX0BIEoO56fLpkV98502O0r2CDRaafE4A/s1600/rythm+0.jpg" height="320" width="290" /></a><br />
<br /><br /><h2 style="text-align: left;">
Ρυθμός 0 (1974)</h2>
<span style="font-family: Georgia, Times New Roman, serif; font-size: large;"><br />Τη δοκιμή των ορίων της σχέσης ανάμεσα στον εκτελεστή της περφόρμανς και το κοινό, η Μαρίνα ανάπτυξε με μία από τις πιο προκλητικές και τις πιο γνωστές της παραστάσεις. Στον εαυτό της έδωσε ένα παθητικό ρόλο και στο κοινό ενεργητικό. Πάνω σε ένα τραπέζι τοποθέτησε 72 διαφορετικά αντικείμενα με τα οποία μπορούσε ο καθένας να της κάνει ό,τι ήθελε. Κάποια αντικείμενα ήταν ευχάριστα και θα της προκαλούσαν ηδονή, ενώ άλλα θα μπορούσαν να της προκαλέσουν πόνο και να τη βλάψουν με διάφορους τρόπους.<br /><br />Ανάμεσα σε αυτά ήταν προφυλακτικά, υπνωτικά χάπια, σχοινιά, ψαλίδια, μαχαίρι, μαστίγιο, αλλά το πιο επικίνδυνο απ΄ όλα ήταν ένα πιστόλι με μόνο μία σφαίρα μέσα και δίπλα υπήρχε αναρτημένη πινακίδα όπου αναγραφόταν πως οι επισκέπτες της έκθεσης μπορούσαν να της κάνουν οτιδήποτε με τα αντικείμενα αυτά, χωρίς να επωμισθούν καμία ευθύνη.<br /><br />Στην αρχή τα μέλη του κοινού αντέδρασαν με προσοχή και μετριοπάθεια, αλλά όσο περνούσε ο χρόνος αυξανόταν και η τόλμη τους και μερικοί από αυτούς άρχισαν να δρουν πραγματικά βίαια.<br /><br />Όπως η ίδια περιέγραψε αυτή τη μοναδική και αξέχαστη εμπειρία της: «Η εμπειρία που είχα με έμαθε ότι αν αφήσεις το κοινό να αποφασίζει, μπορεί να σε σκοτώσει. Αισθανόμουν πραγματικά σαν να με βιάζουν: έκοψαν τα ρούχα μου, τρυπούσαν το στομάχι μου με αγκάθια τριαντάφυλλου, μέχρι που ένας από αυτούς σημάδεψε το πιστόλι στο κεφάλι μου, αλλά κάποιος άλλος του το πήρε. Δημιούργησα μία επιθετική ατμόσφαιρα. Μετά από έξι ώρες, όπως το είχα προσχεδιάσει, σηκώθηκα και άρχισα να περπατάω προς το κοινό. Όλοι το 'βαλαν στα πόδια αποφεύγοντας την ενδεχομένη σύγκρουση μαζί μου.»<br /><br />«Δεν είμαι μαζοχίστρια» διευκρίνισε σε μια συνέντευξή της. «Δεν αγαπώ τον πόνο καθόλου. Ο λόγος που μπήκα σε αυτή τη διαδικασία δεν ήταν για να ευχαριστηθώ, αλλά για να βρεθώ στο σημείο που η απελευθέρωση από τον πόνο σε μυεί στο νόημα και στον πλούτο του πνευματικού κόσμου».</span><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiavLGJWDQ8ng8m_RrF2_9AtkSqITR7yoekfF1d0yr5Sy7nK9CVKIrrizYvUA_rnSRtUrzowC-duheG5kBQLNKDUtiKhyuz_uPDM08GNsKPHsyalx-ZkaQ0UGjWdwsJOuwdtnc0xGnsB6c/s1600/Marina+Abramovic,+Balkan+Baroque+1997.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiavLGJWDQ8ng8m_RrF2_9AtkSqITR7yoekfF1d0yr5Sy7nK9CVKIrrizYvUA_rnSRtUrzowC-duheG5kBQLNKDUtiKhyuz_uPDM08GNsKPHsyalx-ZkaQ0UGjWdwsJOuwdtnc0xGnsB6c/s1600/Marina+Abramovic,+Balkan+Baroque+1997.jpg" height="215" width="320" /></a></div>
<br />
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhMtbQJttR004QzI1wZrfvnCp8OcU1e4E7LZakFsqbDgzgXRGNr6BIXTbvPLGJLUqxoqx-cbGyP-FEFBswEtOGP_b9AXMoJiQujbBJQgrgKLO5sfKIOeRI92lujs1Dosj_3G54Z9QG6nNY/s1600/Balkan+Baroque+2.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhMtbQJttR004QzI1wZrfvnCp8OcU1e4E7LZakFsqbDgzgXRGNr6BIXTbvPLGJLUqxoqx-cbGyP-FEFBswEtOGP_b9AXMoJiQujbBJQgrgKLO5sfKIOeRI92lujs1Dosj_3G54Z9QG6nNY/s1600/Balkan+Baroque+2.jpg" height="320" width="317" /></a></div>
<br /><br /><br /><br /><h2 style="text-align: left;">
<br />Balkan Baroque (1997)</h2>
<br /><span style="font-family: Georgia, Times New Roman, serif; font-size: large;">Στην περίφημη Μπιενάλε της Βενετίας το 1997, έπρεπε να αντιπροσωπεύει την γενέθλια χώρα της, αλλά οι αρχές δεν τα βρήκανε μεταξύ τους σχετικά με την χρηματοδότηση και έτσι το σέρβικο περίπτερο δόθηκε σε κάποιον άλλον καλλιτέχνη. Όμως, οι Ιταλοί ήθελαν πάσει θυσία τη συμμετοχή της και της έδωσαν ξεχωριστό χώρο, εκτός διαγωνισμού, όπου παρουσίασε την περίφημη «Balkan Baroque».<br /><br />Η περφόρμανς αυτή είχε δύο επίπεδα: στο πρώτο καθόταν πάνω σ' ένα λόφο από ματωμένα κοκκάλα, ντυμένη με ένα λευκό φόρεμα όπου τα καθάριζε και τα ξέπλενε από τα αίματα, όλη την ώρα κλαίγοντας και θρηνώντας για την κατάρα και τη μοίρα των Βαλκανίων, προσπαθώντας με ένα συμβολικό τρόπο, να ξεπλύνει και να καθαρίσει την αιματηρή ιστορία και τις αμαρτίες των προγόνων της. Το άλλο σκέλος, αποτελούνταν από βιντεοεικόνες που σκηνοθέτησε με κομπάρσους ντυμένους με σερβικές παραδοσιακές στολές, με τα εκτεθειμένα σεξουαλικά τους όργανα.<br /><br />Επί τέσσερα χρόνια περιόδευε με αυτή την περφόρμανς. «Μου πήρε άλλα τέσσερα χρόνια να απαλλαγώ από τη μυρωδιά», ομολογεί.<br /></span><br /><div style="background-color: rgba(252, 252, 252, 0.901961); color: #353635; font-family: Arial, 'Arial Unicode MS', Helvetica, sans-serif; font-size: 13px; margin-bottom: 12px; margin-top: 12px; padding: 0px;">
<iframe allowfullscreen='allowfullscreen' webkitallowfullscreen='webkitallowfullscreen' mozallowfullscreen='mozallowfullscreen' width='320' height='266' src='https://www.youtube.com/embed/OS0Tg0IjCp4?feature=player_embedded' frameborder='0'></iframe></div>
<br /><h2 style="text-align: left;">
THE ARTIST IS PRESENT: 736 ώρες, 750.000 επισκέπτες</h2>
<span style="font-family: Georgia, Times New Roman, serif; font-size: large;"><br />Από 14 Μαρτίου έως 31 Μαΐου 2010 το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης (ΜοΜΑ) φιλοξένησε την πρώτη αναδρομική έκθεση των προσωπικών της περφόρμανς με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Μαρίνα Αμπράμοβιτς: Η Καλλιτέχνης Είναι Εδώ», την μεγαλύτερη που είχε μέχρι τότε διοργανώσει το μουσείο της Νέας Υόρκης πάνω στην performance art. Η Αμπράμοβιτς καθόταν για όσες ώρες ήταν ανοιχτό το μουσείο σιωπηλή και ακίνητη πίσω από ένα τραπέζι στο αίθριο του μουσείου, χωρίς να έχει το δικαίωμα να πιει, να φάει ή να πάει στην τουαλέτα. Το κοινό μπορούσε να καθίσει απέναντί της όσο επιθυμούσε και να κάνει ό, τι θέλει. Αλλοι συγκινήθηκαν, άλλοι παρέμειναν απαθείς, οι περισσότεροι έβαλαν τα κλάματα αποκαλύπτοντας την ευαισθησία τους δημόσια και χωρίς ντροπή και χάθηκαν στο βλέμμα της, για να γίνει ο καθρέφτης των συναισθημάτων τους.<br /><br />«Είμαι πολύ δεκτική στην ενέργεια που εκπέμπουν οι άλλοι κι αυτό που με συγκλόνισε ήταν ο απέραντος πόνος που διάβασα στα μάτια των ανθρώπων».<br /><br />Το αυτοκίνητο στο οποίο ζούσε με τον Ουλάι όταν ταξίδευαν τη δεκαετία του '70 σε ολόκληρη την Ευρώπη για να παρουσιάσουν τα έργα τους, υποδεχόταν το κοινό στο ΜοΜΑ. Τις πρώτες εκείνες περφόρμανς τις έδειξαν σε βίντεο, καθώς το 2005 στο μουσείο Guggenheim τις είχε επαναλάβει για επτά νύχτες υπό τον τίτλο «Seven Easy Pieces».<br /><br />Κάποιες περφόρμανς αποφάσισαν να τις αναπαραστήσουν στο MoMA με άτομα που επιλέχθηκαν ύστερα από οντισιόν. Τις τρεις τις είχε κάνει με τον Ουλάι: «Imponderabilia» (1977), ένα ζευγάρι στέκεται γυμνό αντικριστά σε μια πόρτα. Οι θεατές πρέπει να στιμωχτούν ανάμεσά τους για να περάσουν. «Relation in Time» (1977), ένα ζευγάρι κάθεται πλάτη με πλάτη με τα μαλλιά του δεμένα όλη την ημέρα, τα σώματα ντυμένα το ίδιο ακριβώς, όλα στην έννοια τού ανδρόγυνου, όπου το αρσενικό και το θηλυκό συνυπάρχουν. «Point of Contact" (1980), ένα ζευγάρι στέκεται αντικριστά, δείχνοντας ο ένας τον άλλον, χωρίς να αγγίζονται.<br /><br />Στο «Luminosity» (1997), η Αμπράμοβιτς αιωρήθηκε γυμνή σε έναν τοίχο κουνώντας πολύ αργά τα χέρια της. Τελευταία περφόρμανς ήταν το «Nude with Skeleton» (2002), όπου ήταν ξαπλωμένη με ένα σκελετό πάνω της.<br /><br />Στην πρώτη της δημόσια ομιλία μετά τη μαραθώνια περφόρμανς στο ΜοΜΑ της Νέας Υόρκης, η καλλιτέχνις ενέταξε το ακραίο της εγχείρημα ως το τελευταίο κεφάλαιο σε μια πορεία που διαπνέεται από συνέπεια και πείσμα.<br /><br />Για πολλούς, η πιο μεγάλη χρονικά περφόρμανς, ήταν η κορύφωση των δοκιμασιών που υποβάλλει τον εαυτό της. Εκείνη το είδε διαφορετικά: «Ολοι έχουν χρησιμοποιήσει την περφόρμανς, από την Lady Gaga μέχρι τον Calvin Klein στις διαφημίσεις του. Όμως μέχρι σήμερα παρέμενε ένα παραγνωρισμένο μέσο. Μετά την ιστορία του ΜοΜΑ, πιστεύω ότι έγινε πολύ περισσότερο αντιληπτή η σημασία του μέσου».<br /><br />Για την πρώτη της επαφή με την περφόρμανς, θυμήθηκε ένα περιστατικό της παιδικής της ηλικίας: «Ημουν στην εφηβεία, ψηλή και άσχημη. Αντιπαθούσα ιδιαίτερα τη μύτη μου και προσπαθούσα να πείσω τους γονείς μου να με στείλουν για πλαστική εγχείρηση αλλά ήταν ανένδοτοι. Είχα πειστεί ότι μόνο μια μύτη σαν της Μπριζίτ Μπαρντό θα με έκανε όμορφη. Αποφάσισα να πάρω φόρα και να χτυπήσω τη μύτη μου στη γωνία του κρεβατιού μου, ώστε να πάω έτσι κι αλλιώς στο χειρουργείο. Δυστυχώς κατά την πτώση αστόχησα!»<br /><br /></span><h2 style="text-align: left;">
OΤΑΝ Η ΜΑΡΙΝΑ ΑΜΠΡΑΜΟΒΙΤΣ ΠΕΘΑΙΝΕΙ</h2>
<span style="font-family: Georgia, 'Times New Roman', serif; font-size: large;">Η βιογραφία της «Οταν η Μαρίνα Αμπράμοβιτς πεθαίνει» κυκλοφόρησε λίγο πριν την έκθεση στη Νέα Υόρκη. Ένα χρόνο νωρίτερα, είχε χάσει τη μητέρα της. «Ίσως τον πιο σκληρό άνθρωπο που γνώρισα ποτέ», όπως λέει. Ήταν εκείνη που την πήγε σε ηλικία 12 ετών πρώτη φορά στην Μπιενάλε της Βενετίας. Ποτέ φυσικά δεν αποδέχτηκε την τέχνη της κόρης της.</span><span style="font-family: Georgia, Times New Roman, serif; font-size: large;"><br /><br />Στην αυτοβιογραφία της γράφει, για την αυστηρή, στρατιωτική ανατροφή από τη μητέρα της, πρώτη διευθύντρια του Κρατικού Νοσοκομείου του Βελιγραδίου στο νεοσύστατο σοσιαλιστικό μεταπολεμικό κράτος της Γιουγκοσλαβίας. Για τον πατέρα, που εγκαταλείποντας την οικογένεια το 1964, άφησε στη μάνα όλη την ευθύνη. Για τη γιαγιά που τη φρόντιζε. Για τον παππού της, Πατριάρχη της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Σερβίας, Βαρνάβα -ανάμεσα στα αντικείμενα που έχει χρησιμοποιήσει στις περφόρμανς είναι και βυζαντινές εικόνες.<br /><br />Σε μια συνέντευξη, που δημοσιεύτηκε το 1998, η Μαρίνα Αμπράμοβιτς περιέγραψε πως η μητέρα της είχε τον απόλυτο, μιλιταριστικού τύπου έλεγχο, πάνω σ' αυτήν και τον αδελφό της και ήταν ιδιαίτερα αυστηρή.<br /><br />«Δεν μου επιτρεπόταν να βγω έξω απ' το σπίτι μετά τις 10 η ώρα το βράδυ μέχρι και τα εικοσιεννιά μου. Όλες τις περφόρμανς μου, που έκανα στην Γιουγκοσλαβία, τις είχα κάνει πριν τις 10, γιατί τότε έπρεπε να γυρίσω σπίτι. Είναι εντελώς τρελό και απίστευτο, αλλά όλα τα κοψίματα, καψίματα και μαστιγώματα που έκανα πάνω στο εαυτό μου, –παρά λίγο να χάσω τη ζωή μου σε μία παράσταση (πρόκειται για την περιβόητη «Firestar»)– όλα έγιναν πριν τις 10 το βράδυ!»<br /><br />Φαίνεται όμως, πως η αυστηρή μητέρα δεν κατάφερε να σπάσει το δυνατό και αναρχικό πνεύμα της κόρης της. Αντίθετα, βοήθησε στη δημιουργία μιας από τις πιο απόλυτες καλλιτέχνιδες της υφηλίου, το όνομα της οποίας προκαλεί δέος στους πιο σημαντικούς καλλιτεχνικούς κύκλους του κόσμου.</span><div style="background-color: rgba(252, 252, 252, 0.901961); color: #353635; font-family: Arial, 'Arial Unicode MS', Helvetica, sans-serif; font-size: 13px; margin-bottom: 12px; margin-top: 12px; padding: 0px; text-align: justify;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh521vsgy7UNFILVAfvIst-89OsplTpZJUu9sZE1YeJvhbooFGbowUEloBxQ6Ac5ql9zggT5o_TQe1wzfoVFolcj0eu5zcr7_fZn49IvPm2ahg7FApHQ1W7Smfn87oDFSvZw8VxZgQfhT4/s1600/The-Life-and-Death-of-Mar-007.jpg" imageanchor="1" style="font-family: 'Times New Roman'; font-size: medium; margin-left: 1em; margin-right: 1em; text-align: center;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh521vsgy7UNFILVAfvIst-89OsplTpZJUu9sZE1YeJvhbooFGbowUEloBxQ6Ac5ql9zggT5o_TQe1wzfoVFolcj0eu5zcr7_fZn49IvPm2ahg7FApHQ1W7Smfn87oDFSvZw8VxZgQfhT4/s1600/The-Life-and-Death-of-Mar-007.jpg" height="192" width="320" /></a></div>
<div class="separator" style="clear: both;">
<br /></div>
<h2 style="text-align: left;">
THE LIFE AND DEATH OF MARINA ABRAMOVICH</h2>
<br /><span style="font-family: Georgia, Times New Roman, serif; font-size: large;">Το 2011 παρουσιάζει την παράσταση «Η ζωή και ο θάνατος της Μαρίνας Αμπράμοβιτς». Ήταν μια δική της ιδέα, την οποία πριν χρόνια είχε αφηγηθεί στον Μπόμπ Γουίλσον με την παράξενη επιθυμία της να σκηνοθετήσει εκείνος την κηδεία της. Με χιούμορ, λυρισμό και ταυτόχρονα συγκλονιστικές στιγμές από τη ζωή και το έργο της, με τον Γουίλιαμ Νταφόε σε ρόλο αφηγητή και εκλεκτούς τραγουδιστές, ευφάνταστα κοστούμια και με την ιδιαίτερη γραφή του Γουίλσον, η όπερα αποτελεί ένα μοναδικό σύγχρονο έργο με ζωντανή τη καλλιτέχνιδα στη σκηνή να υποδύεται τον εαυτό της αλλά και τη μητέρα της. Παράλληλα, σχεδιάζει άψογα την κηδεία της στα τρία μέρη του κόσμου όπου έζησε (Βελιγράδι, Αμστερνταμ, Νέα Υόρκη), μία με πραγματικό πτώμα και δύο με ομοίωμα, με την άποψη ότι όπου ζεις, πεθαίνει ένα κομμάτι σου• δηλαδή η ίδια η ζωή σε θανατώνει.<br /><br />«Φοβόμαστε τόσο πολύ τον πόνο, φοβόμαστε τόσο πολύ να υποφέρουμε, φοβόμαστε τόσο πολύ τα πράγματα που δεν γνωρίζουμε», λέει η Αμπράμοβιτς. «Οπότε, πάντα διαλέγουμε τον εύκολο δρόμο. Και όταν διαλέγεις τα πράγματα που σου αρέσουν να κάνεις, δεν αλλάζεις ποτέ. Καθώς δημιουργώ επικίνδυνες καταστάσεις, χρησιμοποιώ την ενέργεια του κοινού για να διευρύνω αυτά τα όρια και να αποδείξω ότι εφόσον μπορώ να το κάνω στη ζωή μου, μπορούν και στη δική τους. Αν εμπιστευθείς τον πόνο, φτάνεις σε ένα άλλο επίπεδο συνείδησης. Είναι ο μοναδικός τρόπος».<br /></span><br /><br /><br /> <a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgp9_JNAsPGB4bv72A_B2JI0WqqI1LxaB2CI00DniScZZ57BQys54983ztfo6LQEzsek-P21upa0CWW_PMZsRfSHIaeg485lNmdVO_itHYgCW3tBSwuqZhOD3uPLu3FuPhDrdbTbNJqHRE/s1600/tumblr_inline_mlgvs3Rl041qz4rgp.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgp9_JNAsPGB4bv72A_B2JI0WqqI1LxaB2CI00DniScZZ57BQys54983ztfo6LQEzsek-P21upa0CWW_PMZsRfSHIaeg485lNmdVO_itHYgCW3tBSwuqZhOD3uPLu3FuPhDrdbTbNJqHRE/s1600/tumblr_inline_mlgvs3Rl041qz4rgp.jpg" /></a><br />
<span style="font-family: Georgia, Times New Roman, serif;">Η Μαρίνα Αμπράμοβιτς (Марина Абрамовић), γεννημένη στο Βελιγράδι της Γιουγκοσλαβίας στις 30 Νοεμβρίου 1946, είναι γνωστή για τις παραστάσεις της, οι οποίες ερευνούν την σχέση μεταξύ καλλιτέχνη και κοινού, σε μια προσπάθεια να «ελευθερωθούν» και οι δύο, μα κυρίως για την έκθεσή της χωρίς όρια σε κινδύνους χάριν της τέχνης που εκπροσωπεί για την οποία έχει πει: «Είναι το οξυγόνο της κοινωνίας. Στη δική μου περίπτωση δεν μπορούσα να δω τη δημιουργία κλεισμένη μέσα σ' ένα ατελιέ αλλά σε συνάρτηση με την ίδια τη ζωή, τον φόβο, την επιθυμία, το σώμα».<br /><br />Κόρη δύο εθνικών ηρώων της Γιουγκοσλαβίας του Τίτο, η Μαρίνα ξεκίνησε την καριέρα της τη δεκαετία του '70 στο Βελιγράδι και έγινε γνωστή στον κόσμο, χρησιμοποιώντας το σώμα της σαν εργαλείο για τη δημιουργία τέχνης. Η Σέρβα καλλιτέχνις, χτένισε κάποτε επί ώρες το κεφάλι της μέχρι που αραίωσαν τα μαλλιά της, χάραξε με ξυράφι στην κοιλιά της το αστέρι σύμβολο της κομμουνιστικής Γιουγκοσλαβίας, ξάπλωσε γυμνή πάνω σε πάγο, έγδερνε ώρες ατέλειωτες με μια βούρτσα τα ματωμένα κόκκαλα μιας αγελάδας.<br /><br />Οι γονείς της ανήκαν στη γενιά της νέας, κομμουνιστικής Γιουγκοσλαβίας και κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου ήταν παρτιζάνοι του Τίτο, πολεμούσαν το Φασισμό κι έχτισαν τα θεμέλια μιας κοινωνίας που οι αρχές τις βασίστηκαν στο σύνθημα «Αδελφότητα και Ενότητα» με τον στρατιωτικό πατέρα της Βότζα (Воја Абрамовић) να ανακυρήσσεται Εθνικός Ήρωας μετά τον πόλεμο, ενώ η μητέρα της, η Ντάνιτσα, στενή φίλη του Τίτο, μετά τον Πόλεμο έγινε ταγματάρχης στο στρατό και την δεκαετία του 1960 διατέλεσε διευθύντρια του Μουσείου Επανάστασης και Τεχνών στο Βελιγράδι.<br /><br />Σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Βελιγραδίου μεταξύ του 1965 και του 1970, ενώ ακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Ζάγκρεμπ (1972). Από το 1973 έως το 1975, δίδαξε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Νόβι Σαντ, ενώ παρουσίασε και τις πρώτες της παραστάσεις. Οταν σπούδαζε, ένας καθηγητής της είπε ότι δεν έχει ό, τι χρειάζεται για να γίνει καλλιτέχνις. Κι εκείνη πλάνταξε στο κλάμα που δεν είναι άντρας. Τώρα παίρνει την εκδίκησή της.<br /><br />Το 1971 παντρεύτηκε τον Σέρβο καλλιτέχνη Νέσα Παρίποβιτς (Neša Paripović), με τον οποίο χώρισε το 1976. Τότε εγκατέλειψε τη Γιουγκοσλαβία και μετακόμισε στο Άμστερνταμ.<br /></span><div style="background-color: rgba(252, 252, 252, 0.901961); color: #353635; font-family: Arial, 'Arial Unicode MS', Helvetica, sans-serif; font-size: 13px; margin-bottom: 12px; margin-top: 12px; padding: 0px;">
<iframe allowfullscreen='allowfullscreen' webkitallowfullscreen='webkitallowfullscreen' mozallowfullscreen='mozallowfullscreen' width='320' height='266' src='https://www.youtube.com/embed/5IJte841c4A?feature=player_embedded' frameborder='0'></iframe></div>
<div style="background-color: rgba(252, 252, 252, 0.901961); color: #353635; font-family: Arial, 'Arial Unicode MS', Helvetica, sans-serif; font-size: 13px; margin-bottom: 12px; margin-top: 12px; padding: 0px; text-align: justify;">
<br /></div>
<div style="background-color: rgba(252, 252, 252, 0.901961); color: #353635; font-family: Arial, 'Arial Unicode MS', Helvetica, sans-serif; font-size: 13px; margin-bottom: 12px; margin-top: 12px; padding: 0px; text-align: justify;">
<iframe allowfullscreen='allowfullscreen' webkitallowfullscreen='webkitallowfullscreen' mozallowfullscreen='mozallowfullscreen' width='320' height='266' src='https://www.youtube.com/embed/t-j0Ey2O4HU?feature=player_embedded' frameborder='0'></iframe></div>
<h2 style="text-align: left;">
<span style="background-color: transparent; text-align: left;">Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ULAY</span></h2>
<span style="font-family: Georgia, Times New Roman, serif;"><br />Στο Άμστερνταμ γνώρισε τον Δυτικογερμανό καλλιτέχνη Uwe Laysiepen, γνωστότερο ως Ulay (Ουλάι), με τον οποίο συνεργάστηκαν για περίπου μια δεκαετία (το δέσιμο με τη Μαρίνα φαινόταν και με ένα συμβολικό τρόπο: ήταν γεννημένοι την ίδια μέρα) σχηματίζοντας ένα καλλιτεχνικό δίδυμο, όπου, άνδρας και γυναίκα είναι δύο κοσμικά όντα τα οποία ενωμένα δημιουργούν ένα «ερμαφρόδιτο εγώ», συμπεριφερόμενοι ως «ένα σώμα με δύο κεφάλια». Το ζευγάρι έγινε γνωστό για την προσπάθεια του να χαρτογραφήσει τα όρια της αγάπης και της συμβίωσης μέσω της ζωντανής αναπαράστασης, προσπαθώντας παράλληλα να τοποθετήσει την περφόρμανς ως τέχνη ισάξια με τις υπόλοιπες. Στις παραστάσεις τους, μελετούσαν ακραίες καταστάσεις και τις σχέσεις των σωμάτων τους με το χώρο.<br /><br />Κάποια στιγμή οι δύο καλλιτέχνες ήταν δύσκολο να ζουν μαζί, με αποτέλεσμα, έπειτα από ένα μεγάλο διάστημα 12 ετών, να αποφασίζουν το τέλος της σχέσης τους. Ο τερματισμός της δικής τους συνεργασίας και σχέσης είναι ίσως ο πιο εντυπωσιακός και συμβολικός χωρισμός που έχει σημειωθεί στην εποχή μας.<br /><br />«Το Μεγάλο Περπάτημα» ήταν μια από τις πιο γνωστές τους παραστάσεις, αλλά και ταυτόχρονα η τελευταία τους (1988), όταν οι δύο τους αποφάσισαν να διασχίσουν το Σινικό Τείχος, ξεκινώντας ο καθένας από διαφορετικές άκρες μέχρι να συναντηθούν κάπου στη μέση. Το προετοίμαζαν οκτώ χρόνια, όσο χρειάστηκε να βγουν όλες οι απαραίτητες άδειες από τις κινεζικές αρχές. Το αρχικό πλάνο, ήταν να διασχίσουν από τις δύο άκρες το τείχος, να βρεθούνε στη μέση και να παντρευτούνε. Αλλά μετά τα οκτώ χρόνια που χρειάστηκαν, η σχέση τους είχε ατονήσει.<br /><br />«Αυτό το περπάτημα μετατράπηκε σε ένα πλήρες προσωπικό δράμα. Ο Ουλάι ξεκίνησε από την έρημο Γκόμπι (άντρας - φωτιά) κι εγώ από την Κίτρινη Θάλασσα (γυναίκα, στοιχείο νερού). Αφού περπατήσαμε ο καθένας μας 2.500 χιλιόμετρα, συναντηθήκαμε στη μέση και είπαμε ένας στον άλλον το τελευταίο αντίο». Η Αμπράμοβιτς συνέλαβε την ιδέα για αυτή την περφόρμανς μέσα σε ένα όνειρό της και αυτό της φάνηκε ως το πιο ρομαντικό τέλος της δίδυμής τους σχέσης, που ήταν γεμάτη από ασταμάτητη δημιουργία, ενέργεια και έλξη. Η Μαρίνα περιέγραψε την διαδικασία αυτή: «Χρειαζόμασταν μια συγκεκριμένη μορφή του τέλους. Μετά από αυτή την τεράστια απόσταση που περπατήσαμε ο ένας προς τον άλλον, αυτό το τέλος ήταν πιο δραματικό, πιο πολύ έμοιαζε με φιλμ.. γιατί στο τέλος είσαι πραγματικά μόνος, ό,τι και να κάνεις».<br /><br />Σήμερα εργάζεται κατά κύριο λόγο στη Νέα Υόρκη. Δραστηριοποιείται στην Performance Art, σε μια ακροβατική του σώματος και της ψυχής.<br /><br />Όπως την ορίζει η ίδια, η performance art είναι η μεταφορά της αλήθειας επί σκηνής και όχι μια παράσταση θεατρικού τύπου. Έχοντας αναδείξει ως τέχνη την απελευθέρωση από τα όρια του σώματος και της ψυχής «Η περφόρμανς, είπε, δεν είναι αναπαράσταση, αλλά η ζωή η ίδια!»<br /><br />Το βλέμμα της τα λέει όλα. Τα χρόνια των περφόρμανς, την έχουν εξασκήσει να εκφράζεται με το βλέμμα. Η ιστορία αυτής της γυναίκας, ξεκινά από τα πέντε της χρόνια όταν έπαιρνε την εντολή από τη γιαγιά της να μην κουνηθεί από την καρέκλα της και την εκτελούσε. Εμενε ακίνητη, επί δύο ώρες.<br /><br />Όταν η Μαρίνα Αμπράμοβιτς, μετά από πολλά χρόνια απουσίας ξαναπήγε στο Βελιγράδι, οι σέρβικες εφημερίδες έγραψαν ότι επισκέφτηκε το Μουσείο του Νικόλα Τέσλα, όπου κάθισε κάτω και για πολύ ώρα έκλεγε δυνατά. Πιθανώς τα δάκρυα αυτά, να βοήθησαν στην κάθαρση της ψυχής της.</span></div>
apostasia.sk@gmail.comhttp://www.blogger.com/profile/10277488649439986051noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7202929292313227141.post-74573223784310616892013-08-01T07:41:00.001+03:002013-08-01T07:41:10.137+03:00ΑΥΓΟΥΣΤΙΑΤΙΚΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΕΞΩ <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiTqQcb7WT_oiQV07N544c2NeOy4sW4cMHrn7OlnO8YaT9-8lSBH8lp7QgOWEeURDlY-CCmKQRauC9kUfkPrmbiVjFxQlIGgGBHoA7WWFktZKtwaUt6m4Q43kMr2_EwsrXfmPP2UASgitc/s1600/5-ceb1cf80cebfcf83cf84ceb1cf83ceafceb1-300-px.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiTqQcb7WT_oiQV07N544c2NeOy4sW4cMHrn7OlnO8YaT9-8lSBH8lp7QgOWEeURDlY-CCmKQRauC9kUfkPrmbiVjFxQlIGgGBHoA7WWFktZKtwaUt6m4Q43kMr2_EwsrXfmPP2UASgitc/s1600/5-ceb1cf80cebfcf83cf84ceb1cf83ceafceb1-300-px.jpg" /></a></div>
<br />
<br />
<h2 style="text-align: left;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace; font-size: x-large;">ΑΥΓΟΥΣΤΙΑΤΙΚΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΕΞΩ</span></h2>
<br />
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace; font-size: large;">Αυγουστιάτικο φεγγάρι έξω στο μπαλκόνι μου</span><br />
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace; font-size: large;">Ζέστη αυγουστιάτικη μέσα και έξω</span><br />
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace; font-size: large;">Εγώ μέσα, μόνο μέσα, έξω ποτέ</span><br />
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace; font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace; font-size: large;">Έχω φάει τα βράδια μου κλεισμένη στον υπολογιστή</span><br />
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace; font-size: large;">στο πληκτρολόγιο του εθισμένη, προσπαθώντας να αποδείξω την μη αφάνεια μου</span><br />
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace; font-size: large;">με το φεγγάρι να περιμένει, εκεί έξω, τη στιγμή που θα στρέψω τη ματιά μου πάνω του</span><br />
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace; font-size: large;">Θα περιμένει πολύ…</span><br />
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace; font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace; font-size: large;">Σηκώθηκα και αφού στο παράθυρο της κουζίνας ζύγωσα</span><br />
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace; font-size: large;">ρώτησα τα περαστικά αμάξια να μου πουν για τη νύχτα</span><br />
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace; font-size: large;">Βιαστικοί οι οδηγοί, βιαστική και η ματιά τους στον ουρανό</span><br />
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace; font-size: large;">Στο κάτω κάτω το ραδιόφωνο δεν έχει καλό σήμα στη γειτονία μου και πάντα ψάχνουν συχνότητες</span><br />
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace; font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace; font-size: large;">Το φεγγάρι με επηρέασε σήμερα</span><br />
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace; font-size: large;">Όλα μαύρα τα βλέπω, όχι πως είναι ροδοκόκκινα</span><br />
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace; font-size: large;">αλλά μαύρισε η ψυχή μου με ένα άγχος φορτωμένη</span><br />
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace; font-size: large;">Φεγγάρι και αν δεν φαίνεσαι στο πληκτρολόγιο μέσα</span><br />
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace; font-size: large;">στο στέρνο μου σε νιώθω</span><br />
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace; font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace; font-size: large;">Θέλω να σε δω</span><br />
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace; font-size: large;">Μαζί με σένα να ξαναβρώ και την πίστη μου σε μένα</span><br />
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace; font-size: large;">να μη με θλίβει η αφάνεια</span><br />
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace; font-size: large;">και τα ζεστά καλοκαιριάτικα βράδια το φέγγος σου να απολαμβάνω</span><br />
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace; font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace; font-size: large;">Σηκώθηκα</span><br />
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace; font-size: large;">Στο μπαλκόνι βγήκα</span><br />
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace; font-size: large;">Σήκωσα τη ματιά μου και σε κοίταξα</span><br />
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace; font-size: large;">Σε κοίταξα, με είδες και συ</span><br />
<span style="font-size: large;"><span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;">Δεν έγινε κανένα θαύμα όπως περίμενα</span></span><br />
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace; font-size: large;">Ίσως να μην με γνώρισες</span><br />
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace; font-size: large;">Την πλάτη μου τόσα χρόνια έχεις συνηθίσει</span><br />
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace; font-size: large;">Και γω τη μαυρίλα που σκορπάς στο στέρνο μου</span><br />
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace; font-size: large;">Έχω μάθει ν’ αγαπώ</span><br />
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace; font-size: large;">Αγάπη – συνήθεια</span><br />
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace; font-size: large;">Πλάτη – στέρνο</span><br />
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace; font-size: large;">Φεγγάρι – φέγγος</span><br />
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace; font-size: large;">Συχνότητες…</span><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<iframe allowfullscreen='allowfullscreen' webkitallowfullscreen='webkitallowfullscreen' mozallowfullscreen='mozallowfullscreen' width='320' height='266' src='https://www.youtube.com/embed/xHWtvvhBcxM?feature=player_embedded' frameborder='0'></iframe></div>
<br /></div>
apostasia.sk@gmail.comhttp://www.blogger.com/profile/10277488649439986051noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7202929292313227141.post-35559686685320507912013-07-31T08:06:00.000+03:002013-07-31T08:06:22.610+03:00Νικόλαος Καλαμάρης (Νικόλας Κάλας ή Νικήτας Ράντος)<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<br /></div>
<br />
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjDpc9fD1FrjSbvMlxiUHE_lERh1kvDkYQEyZmOvNlAZs7tzfh05yVkjQLCx5I0m98FSUOkzDUtjt8FMoDmNt_6MinsLveKC5BoAK_SUBA7xj6zTPZvjxFa-3GjdGMFJdf79d-4ZrgF6eE/s1600/11166.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjDpc9fD1FrjSbvMlxiUHE_lERh1kvDkYQEyZmOvNlAZs7tzfh05yVkjQLCx5I0m98FSUOkzDUtjt8FMoDmNt_6MinsLveKC5BoAK_SUBA7xj6zTPZvjxFa-3GjdGMFJdf79d-4ZrgF6eE/s1600/11166.jpg" /></a></div>
<h2 style="text-align: left;">
<span style="font-size: x-large;"><br /></span></h2>
<div>
<span style="font-size: x-large;"><br /></span></div>
<h2 style="text-align: left;">
<span style="font-size: x-large;">Σκάκι</span></h2>
<span style="font-size: large;">Ένας κόσμος-ένας κόσμος τετράγωνος ο κόσμος μου.<br />Στις απλοποιημένες του διαστάσεις χαρακώνονται οι ορίζοντες των<br />ημερών, της ισονυκτίας η αντιθετική επιφάνεια.<br />Όλα τα εγκλήματα της ζωής-πανουργίες φόνοι-ξαναζούν απάνου<br />στο σιντέφι και στον όνυχα όπου επίπονα γλιστρούν άκαρδου<br />νου τα φιλντισένια σύμβολα τα είδωλα από κοράλλι.<br />Ο δρόμος τους, οι επικίνδυνοι σταθμοί των, οι απογοητεύσεις και<br />τα λάφυρα-χαρές γι αυτό που ήτανε καρδιά.<br />Τώρα με του χεριού τη σπάνια κίνηση να περιπλέξει το ξερό<br />παιχνίδι.<br />Το αίμα που κυλάει, οι βιασμοί, ό,τι κρυφό έχει η ψυχή, δε διακρίνεται<br />στις αυστηρές του μεταβολές.<br />Όσοι όμως ξέρουν τους κανονισμούς, στο κάτοπτρο βλέπουν τις<br />φρικτές εικόνες που δύο παίκτες κλείσανε σʼ εβένινο πλαίσιο<br />και προσπαθούν με λιτές κούκλες να σκεπάσουν.</span><br /><br /><br /><br /><h2 style="text-align: left;">
<span style="font-size: x-large;">Φανάρια ραγίζουν τη νύχτα αόρατου δρόμου</span></h2>
<span style="font-size: large;">Αντιμέτωπος θέληση δεν συγκρατεί τα φρένα<br />το θύμα: τριαντάχρονος. Συντρίμματα τα πόδια του<br />τρεις μήνες τουλάχιστον θα μείνει κατάκλινος<br />προ τριών ημερών συγκατοικεί η ασθένειά μου<br />στο δωμάτιό του, τον χαρακτηρίζουν<br />μεσιτικές εργασίες αστικών ακινήτων<br />στην περιοχή Chelsea. Αναπτύσσει ο νους του<br />λόγους ακυρώσεων συμβολαίων κι εξοικονόμησε<br />δομικές ανάγκες δύο του ιατρών.<br />Ελληνικό μαγειριό της γειτονιάς μας σερβίρει<br />άριστο καφέ με μηλόπιτες, γεύση apple-pie.<br /><br />Τον ξαναείδα τις προάλλες, μα τώρα που εύρωστα δέντρα<br />διακλαδώνουν νέους χαραχτήρες, νέες ουράνιες συνταγές<br />νέες εκτιμήσεις του τύπου μου χαράσσουν το χαραχτήρα.<br />Νεότης, γεράματα εντυπώνονται. Σήμερα και χθες<br />το μελτέμι παίζει με κλάσματα μύθων<br />καταθέτω εικόνες ενώ η φωτεινή μου<br />Ελένη συγκρατεί τις φρένες μας εντός του κειμένου.<br /><br />Ακτίνες κοβαλτίου, μόρια ιωδίου σπέρνονται<br />στον καταραμένο χώρο. Νέες διαστάσει της ιατρικής.<br />Παρηγοριέμαι με την αστρολογία κι αυτή<br />από καιρό σε καιρό καρκινοβατεί με ζωδιακό φως.</span><br /><br /><br /><br /><h2 style="text-align: left;">
<span style="font-size: x-large;">Την Ευρυδίκη που θα χάσεις την έχεις ήδη χάσει</span></h2>
<span style="font-size: large;">Ήσουν εσύ η Ευρυδίκη όταν ο χάρος<br />απ’ τη ζωή και την Ελένη σου<br />να σ’ αποσύρει τάχθηκε.<br /><br />Σε ξαναείδε η μέρα.<br />Ρίξε πίσω σου το φως που μας προσδοκά<br />ατένισε άσβηστον φως. Φως κι ο λόγος.<br />Ζει του Ολυμπιονίκη μονάχα ο Πίνδαρος.<br />Ρήματα Σίβυλλας, αποφάσεις κύβων<br />το σεληνόφως της Ελένης<br />της φλογεράς λύρας η αδαμάντινη λάμψη<br />διακόπτουν το χάος.</span><br /><br /><br /><h2 style="text-align: left;">
<span style="font-size: x-large;">Υπενθύμισα στον εαυτό μου</span></h2>
<br /><span style="font-size: large;">Περιπέτεια φόβου και τόλμης.<br />Το Σαράντα ξεκίνησα από την Λισσαβώνα.<br />Μα τι συμβαίνει στην Λισσαβώνα;<br />Ραγίζονται τοίχοι, συσσωρεύονται λέξεις<br />πλουτίζεται η ρητορική<br />στο ταξίδι των σελίδων χορεύει η σκέψη<br />αστράφτει η τύχη και βροντοφωνεί<br />mare tenebrosa! Η ιστορία δαμάζει<br />τον ωκεανό με τριήρεις και πετρελαιοφόρα<br />θησαυροί Κνωσού και Ινδιών<br />τόλμη θαλασσοπόρων<br />κύματα του πληθυσμού<br />ποιητική σύλληψη και κατάληψη της εξουσίας<br />όνειρα κι αγώνες, αγωνία και ελπίδες.</span><br /><br /><iframe allowfullscreen='allowfullscreen' webkitallowfullscreen='webkitallowfullscreen' mozallowfullscreen='mozallowfullscreen' width='320' height='266' src='https://www.youtube.com/embed/Cde3MgxeRwU?feature=player_embedded' frameborder='0'></iframe><br /><div>
<br /></div>
Ο Νικόλας Κάλας ή Νικήτας Ράντος (Ελβετία 27 Μαΐου 1907-Η.Π.Α. 31 Δεκεμβρίου 1988, πραγματικό όνομα Νικόλαος Καλαμάρης) ήταν Έλληνας ποιητής. Χρησιμοποιούσε επίσης τα ψευδώνυμα Μ. Σπιέρος και N.Calas στα θεωρητικά και κριτικά του κείμενα. Είναι ένας από τους πρώτους ποιητές που χρησιμοποίησαν ελεύθερο στίχο στην δεκαετία του ’30.<br />Γεννήθηκε στη Λωζάνη της Ελβετίας το 1907 αλλά σύντομα η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στην Νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών τα χρόνια 1924-1927 και κατά την διάρκεια των σπουδών του ήταν μέλος της Φοιτητικής Συντροφιάς. Το 1933 εξέδωσε ως Νικήτας Ράντος την πρώτη του συλλογή, Ποιήματα, και το 1934 αναχώρησε για το Παρίσι, όπου εντάχθηκε στην υπερρεαλιστική ομάδα. Στα προλεγόμενα ενός τρίτου μανιφέστου του υπερρεαλισμού, ο Αντρέ Μπρετόν τον κατέταξε στα «πιο φωτεινά και τα πιο τολμηρά» μυαλά της εποχής. Μέχρι το 1937 ζούσε ταξιδεύοντας ανάμεσα στην Αθήνα και το Παρίσι, όπου τελικά εγκαταστάθηκε μέχρι το 1939, όταν έφυγε για την Λισαβόνα, όπου έμεινε για έναν χρόνο, και μετά μετέβη στην Νέα Υόρκη. Στην δεκαετία του ’60 και του ’70 ταξίδεψε στην Ελλάδα και παρέμεινε για μικρό χρονικό διάστημα, αλλά τελικά επέστρεψε στις Η.Π.Α., όπου και έμεινε μέχρι τον θάνατό του το 1988.<br />Εκτός από το ποιητικό του έργο μετέφρασε Τ. Σ. Έλιοτ και Λουί Αραγκόν και συνεργάστηκε με ελληνικά και διεθνή περιοδικά όπου δημοσίευε θεωρητικά κείμενα και δοκίμια. Το 1977 τιμήθηκε με το Κρατικό βραβείο ποίησης για την συλλογή του Οδός Νικήτα Ράντου, που είχε δημοσιεύσει με το ψευδώνυμο Νικόλας Κάλας.</div>
apostasia.sk@gmail.comhttp://www.blogger.com/profile/10277488649439986051noreply@blogger.com2tag:blogger.com,1999:blog-7202929292313227141.post-85239752208706889282013-07-30T08:03:00.000+03:002013-07-30T08:03:27.207+03:00Μίλτος Σαχτούρης <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiyPcIOF7PcI5Fb7c-TpnPJbUF2fLrpnd2yPeurwrazmpRgEzbZjBNPIAUS054KY62SpvfsTtGiWcZbAA5xQGHZ8ifIhGaHEqJMHw4mOeUt75WI5j0L-zwhGLa7ygkRX8emcCB6M2xTqXc/s1600/sahtouris.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" height="320" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiyPcIOF7PcI5Fb7c-TpnPJbUF2fLrpnd2yPeurwrazmpRgEzbZjBNPIAUS054KY62SpvfsTtGiWcZbAA5xQGHZ8ifIhGaHEqJMHw4mOeUt75WI5j0L-zwhGLa7ygkRX8emcCB6M2xTqXc/s320/sahtouris.jpg" width="240" /></a></div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<br /></div>
<br />
<h2 style="background-color: lightyellow; color: #c00000; font-family: 'palatino linotype', athena, tahoma; font-size: 12pt; font-style: italic; font-weight: normal; margin-bottom: 6px; margin-top: 48px; text-align: center;">
</h2>
<br /><h2 style="text-align: left;">
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">Τ᾿ ΑΔΕΡΦΙΑ ΜΟΥ</span></h2>
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;"><br />Τ᾿ ἀδέρφια μου ποὺ χάθηκαν ἐδῶ κάτω στὸν κόσμο<br />εἶναι τ᾿ ἀστέρια ποὺ τώρα ἀνάβουν ἕνα ἕνα στὸν οὐρανό<br /><br />καὶ νὰ ὁ μεγαλύτερος<br />μὲ μιὰ ἀνοιξιάτικη μαύρη γραβάτα<br />ποῦ χάθηκε μέσα σὲ σπηλιὲς θεόστραβες<br />καθὼς κυλοῦσε παίζοντας<br />πάνω σὲ ἀνεμῶνες κόκκινες<br />γλίστρησε<br />μέσ᾿ τοῦ θηρίου τ᾿ ἄγριου τὸ ματωμένο στόμα<br /><br />ὕστερα ὁ ἄλλος μου ἀδερφὸς ποὺ κάηκε<br />πουλοῦσε κίτρινα βεγγαλικὰ<br />πουλοῦσε κι ἄναβε κίτρινα βεγγαλικὰ<br />- Ὅταν ἀνάβουμε - ἔλεγε - φωτιὰ<br />θὰ διώξουμε ἀπὸ τοὺς κήπους τὰ φαντάσματα<br />θὰ πάψουν νὰ μολύνουν τοὺς κήπους τὰ φαντάσματα<br />- Ὅταν ἀνάβουμε - ἔλεγε - κίτρινα βεγγαλικὰ<br />μιὰ μέρα θ᾿ ἀνάψει ὁ οὐρανὸς γαλάζιος<br /><br />κι ὕστερα ὁ τρίτος ὁ πιὸ μικρὸς<br />ποὺ ἔλεγε πὼς εἶναι νυχτερίδα<br />γι᾿ αὐτὸ ἀγαποῦσε τὰ φεγγάρια<br />καὶ τὰ φεγγάρια μία νύχτα τὸν ἐζώσανε<br />κόλλησαν γύρω-γύρω καὶ τὸν ἔκλεισαν<br />κόλλησαν γύρω-γύρω καὶ τὸν ἔπνιξαν<br />τὸν ἕλιωσαν γύρω-γύρω τὰ φεγγάρια<br /><br />Τ᾿ ἀδέρφια μου ποὺ χάθηκαν ἐδῶ κάτω στὸν κόσμο<br />εἶναι τ᾿ ἀστέρια ποὺ τώρα ἀνάβουν ἕνα ἕνα στὸν οὐρανό<br /><br /><br /></span><h2 style="text-align: left;">
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">Τὰ δῶρα</span></h2>
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;"><br />Σήμερα φόρεσα ἕνα<br />ζεστὸ κόκκινο αἷμα<br />σήμερα οἱ ἄνθρωποι μ᾿ ἀγαποῦν<br />μιὰ γυναίκα μοῦ χαμογέλασε<br />ἕνα κορίτσι μοῦ χάρισε ἕνα κοχύλι<br />ἕνα παιδὶ μοῦ χάρισε ἕνα σφυρί<br /><br />Σήμερα γονατίζω στὸ πεζοδρόμιο<br />καρφώνω πάνω στὶς πλάκες<br />τὰ γυμνὰ ποδάρια τῶν περαστικῶν<br />εἶναι ὅλοι τους δακρυσμένοι<br />ὅμως κανεὶς δὲν τρομάζει<br />ὅλοι μείναν στὶς θέσεις ποὺ πρόφτασα<br />εἶναι ὅλοι τους δακρυσμένοι<br />ὅμως κοιτάζουν τὶς οὐράνιες ρεκλάμες<br />καὶ μιὰ ζητιάνα ποὺ πουλάει τσουρέκια<br />στὸν οὐρανό<br /><br />Δυὸ ἄνθρωποι ψιθυρίζουν<br />τί κάνει τὴν καρδιά μας καρφώνει;<br />ναὶ τὴν καρδιά μας καρφώνει<br />ὥστε λοιπὸν εἶναι ποιητής<br /><br /><br /></span><h2 style="text-align: left;">
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">Ὁ στρατιώτης ποιητής</span></h2>
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;"><br />Δὲν ἔχω γράψει ποιήματα<br />μέσα σε κρότους<br />μέσα σε κρότους<br />κύλησε ἡ ζωή μου<br /><br />Τὴ μιὰν ἡμέρα ἔτρεμα<br />τὴν ἄλλην ἀνατρίχιαζα<br />μέσα στὸ φόβο<br />μέσα στὸ φόβο<br />πέρασε ἡ ζωή μου<br /><br />Δὲν ἔχω γράψει ποιήματα<br />δὲν ἔχω γράψει ποιήματα<br />μόνο σταυροὺς<br />σὲ μνήματα<br />καρφώνω<br /><br /><br /></span><h2 style="text-align: left;">
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;">ΗΣΥΧΑΣΤΕ</span></h2>
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif; font-size: large;"><br />Πρωὶ πρωὶ καθὼς ἔβγαινα ἀπὸ τὸ σπίτι μου,<br />εἶδα τὸ ἀγγελτήριο τοῦ θανάτου μου.<br />«Τὸν ἀγαπημένο μας φίλο...» ἔγραφε.<br />Ὥστε λοιπὸν δὲν εἶχα συγγενεῖς.<br />Πῆρα γρήγορα ἕνα ταξὶ κι ἀνέβηκα στὴν Κηφισιά.<br />Σ᾿ ὅλο τὸν δρόμο ὑπῆρχαν τεράστια πανὼ ποὺ<br />γράφαν:<br />«ΠΕΣΑΝ ΤΑ ΦΡΑΓΜΑΤΑ», «ΠΕΣΑΝ ΤΑ ΦΡΑΓΜΑΤΑ».<br />Στὴν Κηφισιὰ εἶχα ραντεβοὺ μὲ τὸν Διάβολο.<br />Καθόταν σ᾿ ἕνα καφενεῖο καὶ μὲ μία μαύρη βούρτσα<br />βούρτσιζε τὰ ροῦχα του.<br />-Ἐντάξει, μοῦ εἶπε, εἶναι ὅλα κανονισμένα.<br />-Σᾶς ἐξασφαλίσαμε ἀκόμα καὶ νερό.<br />-Ἡσυχάστε<br />-Ἡσυχάστε<br />-Ἡσυχάστε</span><br /><br /><iframe allowfullscreen='allowfullscreen' webkitallowfullscreen='webkitallowfullscreen' mozallowfullscreen='mozallowfullscreen' width='320' height='266' src='https://www.youtube.com/embed/8ZaGLGQ-HrE?feature=player_embedded' frameborder='0'></iframe><br /><br />Ο Μίλτος Σαχτούρης γεννήθηκε στην Αθήνα ( 29 Ιουλίου 1919) και ήταν δισέγγονος του Υδραίου ναυάρχου Γεωργίου Σαχτούρη. Φοίτησε στη Νομική Σχολή της Αθήνας, αλλά δεν πήρε πτυχίο. Από τα πανεπιστημιακά χρόνια η ποίηση του απορροφούσε το ενδιαφέρον του. Ύστερα από μια σύντομη σύγκρουση με το οικογενειακό του περιβάλλον αφοσιώθηκε τελικά ολοκληρωτικά στην ποίηση. Δεν άσκησε κανένα επάγγελμα και έμεινε μακριά από τα φιλολογικά στέκια, ζώντας μοναχικά και διακριτικά. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής συνδέθηκε με έναν κύκλο διανοουμένων της εποχής, όπως ο Ελύτης, ο Εγγονόπουλος, ο Σινόπουλος, ο Χατζιδάκις κ.ά.<br />Το 1945 εμφανίστηκε στα ελληνικά Γράμματα με την ποιητική συλλογή Η λησμονημένη της οποίας το εξώφυλλο φιλοτέχνησε ο Εγγονόπουλος. Από την πρώτη αυτή εμφάνιση ξεχώρισε ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της ποίησής του. Πρόκειται για μια ποίηση που αντλεί το υλικό της από πράγματα τα οποία προέρχονται από τον οικείο χώρο του δημοτικού τραγουδιού, όμως τα γνωρίσματά της είναι εφιαλτικά και ο κόσμος που δημιουργεί, τρομακτικός και παράλογος. Αυτό σημαίνει ότι παράλογος και εφιαλτικός είναι ο σύγχρονος κόσμος, ο κόσμος που έζησε ο ποιητής, μέσα στον οποίο αισθανόταν ασφυκτικά χωρίς να βρίσκει διέξοδο. Έτσι στην ποίησή του καταφεύγει στην αλληγορία και εκφράζει την επιθυμία να απογειωθεί: «Πάντα θα ’χουμε ανάγκη από ουρανό», γράφει χαρακτηριστικά.<br />Ακόμα ο Σαχτούρης υποστήριζε: «Τα ποιήματά μου δεν είναι απαισιόδοξα. Απεναντίας είναι σαν τα ξόρκια. Ξορκίζουν το κακό». Επηρεασμένα τα περισσότερα από τον υπερρεαλισμό που συνδέεται άμεσα με τουποσυνείδητο αλλά και με τα όνειρα, κινούνται στον ίδιο χώρο από συλλογή σε συλλογή. Παράλληλα, όμως, ο ίδιος δεν πίστεψε ποτέ ότι ο ποιητής μπορεί να διαδραματίσει λυτρωτικό ρόλο, εμμένοντας στην περιγραφή των φρικαλεοτήτων του πολέμου που τον σημάδεψε στη νεανική του ηλικία. Έτσι με τα σύμβολατου υπερρεαλισμού απέδωσε το αδιέξοδο του σύγχρονου ανθρώπου με τρόπο λακωνικό.<br />Στη συλλογή Με το πρόσωπο στον τοίχο (1952) η ποίησή του γίνεται πιο προσωπική και συνδέει τον υπερρεαλισμό με το «παράλογο», όπως το εξέφρασε ο Καμύ, ο Ιονέσκο κ.ά. Ακολούθησαν οι συλλογές Όταν σας μιλώ (1956), Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο (1958).<br />Το 1963 ο Μίλτος Σαχτούρης τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποιήσεως και το 1972 με το Α΄. Ποιήματά του μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες και αρκετά μελοποιήθηκαν από Έλληνες συνθέτες.<br />Ο Μίλτος Σαχτούρης έφυγε από τη ζωή στις 29 Μαρτίου του 2005.<br /><table cellpadding="0" cellspacing="0" style="background-color: #fdf7eb; color: #78694c; font-family: Arial; font-size: 12px; width: 85%px;"><tbody>
<tr><td class="maintext" id="ctl00_ContentPlaceHolder1_tdText" style="line-height: 24px;"><div class="MsoNormal" style="line-height: 18px; margin: 0in 0in 0pt; text-align: justify;">
<span lang="EL"><span style="color: black; font-family: 'Times New Roman'; font-size: small; line-height: normal; text-align: left;"><br /></span></span></div>
</td></tr>
</tbody></table>
</div>
apostasia.sk@gmail.comhttp://www.blogger.com/profile/10277488649439986051noreply@blogger.com1