Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2013

Σάμιουελ Μπέκετ ποιήματα





"Όταν είμαστε μες στα σκατά ως το λαιμό, δε μένει παρά να τραγουδήσουμε. " Σάμιουελ Μπέκετ



Συνδεδεμένος


Είναι τέτοια η απελπισία στο να κρύβεις τις λέξεις που θες να πεις
Που δεν είναι καλύτερο να αποτυγχάνεται η προσπάθεια
Απ’ το να μη γίνεται καθόλου;
Οι ώρες μετά τη φυγή σου πέφτουν πάνω μου βαριές
σύντομα θ’ αρχίσουν σιγά-σιγά να σέρνονται
πάνω σ’ ένα κρεβάτι απ’ τη δική σου έλλειψη
όπου οι μάχες αρπάζονται τυφλά
αναζωπυρώνοντας αναμνήσεις από αγάπες παλιές
αντικρίζοντας ματιές εκεί όπου κάποτε έβλεπα τα δικά σου μάτια
αλλά όλα είναι προτιμότερο να συμβαίνουν σύντομα παρά ποτέ
η ανάγκη μου, μαύρη και σκοτεινή πιτσιλάει τα πρόσωπά τους
και σου λέω ξανά πως εννέα μέρες δεν είναι ποτέ αρκετές
γι’ αυτούς που αγαπάμε
ούτε εννέα μήνες
ούτε εννέα ζωές
Και σου λέω πάλι
εάν εσύ δεν με διδάξεις δεν θα μάθω
σου λέω πάλι υπάρχει πάντα κάτι το τελευταίο
ακόμα και τις τελευταίες φορές
τις τελευταίες φορές που ικετεύεις
τις τελευταίες φορές που αγαπάς
ξέροντας πως να μη ξέρεις να προσποιείσαι
κάτι το τελευταίο ακόμη και την τελευταία φορά που σου λέω
εάν εσύ δεν μ’ αγαπήσεις δε θ’ αγαπηθώ ποτέ
εάν εγώ δεν σ’ αγαπήσω δε θ’ αγαπήσω ποτέ
η ανατάραξη των περασμένων λέξεων κατευθείαν στην καρδιά και πάλι
Αγάπη αγάπη αγάπη σαν γδούπος βαρύς ενός παλιού εμβόλου
χτυπώντας τους αναλλοίωτους σωρούς των λέξεων
κι εγώ τρομοκρατημένος και πάλι
πως ίσως δεν αγαπηθώ
πως ίσως αγαπήσω αλλά όχι εσένα
πως ίσως αγαπηθώ αλλά όχι από εσένα
ξέροντας πως να μη ξέρω να προσποιούμαι
εγώ και όλοι οι άλλοι που θα σε αγαπήσουν
αν σε αγαπήσουν
εκτός κι αν δεν σ’ αγαπήσουν

Άτιτλα


θα’ θελα η αγάπη μου να πέθαινε
θα’ θελα να ‘βρεχε στο κοιμητήρι
και στα δρομάκια που διαβαίνω
κλαίγοντας αυτήν που πίστεψε ότι μ’ αγάπησε



            ***** 

κρανίο μονάχο έξω και μέσα
κάπου ενίοτε
σαν κάτι
κρανίο καταφύγιο τελευταίο
δοσμένος απ’ έξω
φτυστός Bocca μες στον καθρέφτη
το μάτι στον έσχατο φόβο
ανοίγει διάπλατα ξανακλείνει
μην έχοντας πια τίποτα
έτσι ενίοτε
σαν κάτι
απ’ τη ζωή όχι αναγκαστικά
κάθε μέρα επιθυμείς
να’ σαι μια μέρα ζωντανός
όχι βέβαια χωρίς να λυπάσαι
μια μέρα που γεννήθηκες
τίποτα μηδαμινό
δεν θα’ χε υπάρξει
για το τίποτα
τόσο υπαρκτό
τίποτα
μηδαμινό
βήμα το βήμα
πουθενά
κανένας μόνος
δεν ξέρει πώς
μικρά βήματα
πουθενά
επίμονα.

              *****


Είμαι αυτή η ροή της άμμου που γλιστράει
ανάμεσα στο βότσαλο και στον αμμόλοφο
η καλοκαιρινή βροχή πέφτει πάνω στη ζωή μου
πάνω σ' εμένα η ζωή μου που μου ξεφεύγει με
καταδιώκει
και θα σβήσει τη μέρα που άρχισε
αγαπημένη στιγμή σε βλέπω
μέσα σ' αυτό το παραπέτασμα της ομίχλης που χάνεται
όπου δε θα 'χω παρά να πατήσω σ' αυτά τα μακριά
κινούμενα κατώφλια
και θα ζήσω
όσο ν' ανοιγοκλείσει μια πόρτα



Η μύγα


ανάμεσα σε μένα και τη σκηνή
το τζάμι
άδειο εκτός από εκείνη
μπρούμυτα
μες στα άδεια της εντόσθια
κεραίες ξετρελαμένες φτερά δεμένα
πόδια γαμψά στόμα που το κενό βυζαίνει
σπαθίζοντας το διάστημα σπάζοντας τα μούτρα της
στο χώρο του αοράτου
κάτω απ' τον αδύναμο αντίχειρά μου ανατρέπει
τη θάλασσα και τον ήρεμο ουρανό






Ο Σάμιουελ Μπέκετ (Samuel Barclay Beckett) γεννήθηκε στην Ιρλανδία το 1906, λογοτέχνης, ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Το έργο του είναι βασικά μινιμαλιστικό, και σύμφωνα με ορισμένους ερμηνευτές, βαθιά απαισιόδοξο για την ανθρώπινη φύση. Η απαισιοδοξία αυτή αντανακλάται από την εκτενή και περίεργη αίσθηση του χιούμορ στο έργο του, καθώς και από το γεγονός ότι η περιγραφή των εμποδίων στην ανθρώπινη ζωή εξυπηρετεί την επιθυμία του Μπέκετ να δείξει ότι το "ταξίδι" είναι που αξίζει, παρά τις δυσκολίες του.
Ταξίδεψε στην Ιρλανδία, στη Γαλλία, στην Αγγλία, και στη Γερμανία, γράφοντας ποιήματα και πρόζα, ασκώντας περίεργα, ευκαιριακά επαγγέλματα για να τα βγάλει πέρα. Κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του ήρθε σε επαφή με πολλούς άστεγους και αναζητητές, και αυτές οι συναντήσεις αργότερα θα αποτυπώνονταν σε μερικούς από τους σπουδαιότερους χαρακτήρες του.
 Όποτε συνέβαινε να περάσει από το Παρίσι, αναζητούσε τον Τζόις και οι δυο τους είχαν ατελείωτες συναντήσεις, αν και φημολογείται ότι συχνά κάθονταν μαζί εν σιωπή υποφέροντας από τη θλίψη τους.Εγκαταστάθηκε τελικά στο Παρίσι το 1937. Λίγο μετά δέχτηκε επίθεση στον δρόμο από ένα άτομο που τον είχε πλησιάσει για να του ζητήσει χρήματα. Αργότερα, στο νοσοκομείο, θα μάθαινε ότι είχε έναν τρυπημένο πνεύμονα. Μετά από την ανάρρωσή του πήγε στη φυλακή για να επισκεφτεί αυτόν που του επιτέθηκε. Όταν τον ρώτησε γιατί του είχε επιτεθεί, ο φυλακισμένος απάντησε «δεν γνωρίζω, κύριε», μια φράση που με εμμονή επαναλαμβάνεται από μερικές από τις χαμένες και συγχυσμένες ψυχές που θα εποικούσαν τα μετέπειτα έργα του συγγραφέα.
Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου ο Μπέκετ παρέμεινε στο Παρίσι - ακόμα και όταν αυτό καταλήφθηκε από τους Γερμανούς. Αγωνίστηκε για την αντίσταση έως το 1942, όταν συνελήφθησαν διάφορα μέλη της ομάδας του και αναγκάστηκε να διαφύγει με τη Γαλλίδα σύζυγό του στη μη κατειλημμένη ζώνη. Το 1945, αφότου το Παρίσι απελευθερώθηκε από τους Γερμανούς, επέστρεψε και τότε ξεκίνησε η πιο παραγωγική συγγραφική του περίοδος.
Ο Μπέκετ ήταν ο πρώτος από τους συγγραφείς του «παραλόγου» που κέρδισε διεθνή φήμη. Τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε πάνω από είκοσι γλώσσες. Το 1969 του απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ για τη λογοτεχνία. Συνέχισε να γράφει μέχρι τον θάνατό του, το 1989, αλλά δυσκολευόταν όλο και πιο πολύ από έργο σε έργο, ώσπου στο τέλος αποφάνθηκε πως «η κάθε λέξη τού φαινόταν σαν ένας περιττός λεκές μέσα στη σιωπή και στο τίποτα».
Ο Χάρολντ Πίντερ γράφει για τον Μπέκετ: «Είναι ο πιο θαρραλέος, αδίστακτος συγγραφέας που γνωρίζω και όσο πιο πολύ τρίβει τη μύτη μου στα σκατά τόσο πιο ευγνώμων του είμαι. Δεν με κοροϊδεύει, δεν με παραπλανά, δεν μου κλείνει το μάτι, δεν μου πλασάρει γιατρειά ή σωτηρία, δεν μου πουλάει τίποτε που δεν θέλω να αγοράσω - δεν δίνει δεκάρα αν θ' αγοράσω ή όχι. E, λοιπόν, θα αγοράσω από την πραμάτεια του, αγκίστρι, πετονιά και βαρίδι, γιατί δεν αφήνει πέτρα που να μην τη γυρίσει και κανένα σκουλήκι στην ησυχία του. Φέρνει στο φως ένα σώμα ομορφιάς. Το έργο του είναι όμορφο».

1 σχόλιο:

  1. '' δεν υπάρχει τίποτε πιο γελοίο απ΄τη δυστυχία. Ναι, ναι η δυστυχία είναι το πιο κωμικό πράγμα στον κόσμο...'' έγραφε, στ΄αλήθεια άλλο γελοίο και άλλο κωμικό. Το δεύτερο εξηγεί μετά, σταματά, ποιός γελά με το ίδιο πάντα πράγμα...το πρώτο μένει.
    Έκανες τόσο καλά Στέλλα, που έβαλες κάτι και από την ποίηση, αυτού του μεγάλου ''άλλου μισού'' του Τζόυς.

    ΑπάντησηΔιαγραφή