Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2013

Bertolt Brecht ...Όμως εσείς, όταν θα ‘ρθει ο καιρός ο άνθρωπος να βοηθάει τον άνθρωπο να μας θυμάστε με κάποιαν επιείκεια...




Μετανάστες



Λαθεμένο μου φαινόταν πάντα τ’ όνομα
που μας δίναν: “Μετανάστες”
Θα πει, κείνοι που αφήσαν την πατρίδα τους.
Εμείς, ωστόσο, δε φύγαμε γιατί το θέλαμε,
λεύτερα να διαλέξουμε μιάν άλλη γη.
Ούτε και σε μιάν άλλη χώρα μπήκαμε
να μείνουμε για πάντα εκεί, αν γινόταν.
Εμείς φύγαμε στα κρυφά.
Μας κυνήγησαν, μας προγράψανε.
Κι η χώρα που μας δέχτηκε, σπίτι δε θα ‘ναι,
μα εξορία.
Έτσι απομένουμε δω πέρα, ασύχαστοι,
όσο μπορούμε πιό κοντά στα σύνορα,
προσμένοντας του γυρισμού τη μέρα,
καραδοκώντας το παραμικρό σημάδι αλλαγής
στην άλλην όχθη,
πνίγοντας μ’ ερωτήσεις κάθε νεοφερμένο,
χωρίς τίποτα να ξεχνάμε, τίποτα ν’ απαρνιόμαστε,
χωρίς να συχωράμε τίποτ’ απ’ όσα έγιναν,
τίποτα δε συχωράμε.

Α, δε μας ξεγελάει τούτη η τριγύρω σιωπή!
Ακούμε ίσαμ’ εδώ τα ουρλιαχτά που αντιλαλούν
απ’ τα στρατόπεδά τους.
Εμείς οι ίδιοι μοιάζουμε των εγκλημάτων τους απόηχος,
που κατάφερε τα σύνορα να δρασκελίσει.
Ο καθένας μας, περπατώντας μες στο πλήθος
με παπούτσια ξεσκισμένα,
μαρτυράει τη ντροπή που τη χώρα μας μολεύει.
Όμως κανένας μας δε θα μείνει εδώ.
Η τελευταία λέξη δεν ειπώθηκε ακόμα.


Στους μεταγενέστερους


Αλήθεια, σε μαύρα χρόνια ζω!
Τα λόγια που δεν κεντρίζουν είναι σημάδι χαζομάρας.
Ένα λείο μέτωπο, αναισθησίας. Εκείνος που γελάει
Δεν έχει μάθει ακόμα
Τις τρομερές ειδήσεις.
Μα τι καιροί λοιπόν ετούτοι, που
Είν’ έγκλημα σχεδόν όταν μιλάς για δέντρα
Γιατί έτσι παρασιωπάς χιλιάδες κακουργήματα!
Αυτός εκεί πού διασχίζει ήρεμα το δρόμο
Ξέκοψε πια ολότελα απ’ τους φίλους του
Πού βρίσκονται σ’ ανάγκη.
Είναι σωστό: το ψωμί μου ακόμα το κερδίζω.
Όμως πιστέψτε με: Είναι εντελώς τυχαίο. Απ’ ό,τι κάνω,
Τίποτε δε μου δίνει το δικαίωμα να φαω ως να χορτάσω.
Έχω γλιτώσει κατά σύμπτωση. (Λίγο η τύχη να, μ’ αφήσει χάθηκα.)
Μου λένε: Φάε και πιες! Να ‘σαι ευχαριστημένος που έχεις!
Μα πως να φαω και να πιω, όταν
Το φαγητό μου τ’ αρπάζω από τον πεινασμένο, όταν
Κάποιος διψάει για το ποτήρι το νερό που έχω;
Κι ωστόσο, τρωω και πίνω.
Θα ‘θελα ακόμα να ‘μουνα σοφός.
Τ’ αρχαία βιβλίο λένε τί είναι η σοφία:
Μακριά να μένεις απ’ τις επίγειες συγκρούσεις και δίχως φόβο
Τη λιγοστή ζωή σου να περνάς.
Θεωρούν σοφό ακόμα
Το δρόμο σου να τραβάς αποφεύγοντας τη βία
Στο κακό ν’ ανταποδίνεις το καλό
Να μη χορταίνεις τις επιθυμίες σου, αλλά να τις ξεχνάς.
Μου είναι αδύνατο να πράξω όλα τούτα:
Αλήθεια, σε μαύρα χρόνιο ζω!

Ήρθα στις πόλεις την εποχή της αναστάτωσης
Όταν εκεί βασίλευε η πείνα.
Ήρθα μες στους ανθρώπους στην εποχή της ανταρσίας
Και ξεσηκώθηκα μαζί τους.
Έτσι κύλησε ο χρόνος
Που πάνω στη γη μου δόθηκε.
Το ψωμί μου το ‘τρωγα ανάμεσα στις μάχες.
Για να κοιμηθώ πλάγιαζα ανάμεσα στους δολοφόνους.
Αφρόντιστα δινόμουνα στον έρωτα
Κι αντίκριζα τη φύση δίχως υπομονή.
Έτσι κύλησε ο χρόνος
Που πάνω στη γη μου δόθηκε
Στον καιρό μου οι δρόμοι φέρνανε στη λάσπη.
Η μιλιά μου με κατέδιδε στο δήμιο.
Λίγα περνούσαν απ’ το χέρι μου. Όμως αν δεν υπήρχα
Οι αφέντες θα στέκονταν πιο σίγουρα, αυτό έλπιζα τουλάχιστον.
Έτσι κύλησε ο χρόνος
Που πάνω στη γη μου δόθηκε.
Οι δυνάμεις ήτανε μετρημένες. Ο στόχος
Βρισκότανε πολύ μακριά.
Φαινόταν ολοκάθαρα, αν και για μένα
Ήταν σχεδόν απρόσιτος.
Έτσι κύλησε ο χρόνος
Που πάνω στη γη μου δόθηκε.

Εσείς, που θ’ αναδυθείτε μέσ’ απ’ τον κατακλυσμό
Που εμάς, μας έπνιξε,
Όταν για τις αδυναμίες μας μιλάτε
Σκεφτείτε
Και τα μαύρα χρόνια
Που εσείς γλυτώσατε
Εμείς περνάγαμε, αλλάζοντας χώρες πιο συχνά από παπούτσια,
Μέσα από ταξικούς πολέμους, απελπισμένοι σα βλέπαμε,
Την αδικία να κυριαρχεί και να μην υπάρχει εξέγερση.
Κι όμως το ξέραμε:
Ακόμα και το μίσος ενάντια στην ευτέλεια
Παραμορφώνει τα χαρακτηριστικά.
Ακόμα κ’ η οργή ενάντια στην αδικία
Βραχνιάζει τη φωνή. Αλλοίμονο, εμείς
Που θέλαμε να ετοιμάσουμε το δρόμο στη φιλία
Δεν καταφέρναμε να ‘μαστε φίλοι ανάμεσά μας.
Όμως εσείς, όταν θα ‘ρθει ο καιρός
Ο άνθρωπος να βοηθάει τον άνθρωπο
Να μας θυμάστε
Με κάποιαν επιείκεια

Για τον φτωχό Μπ .Μπ.


Εγώ, ο Μπέρτολτ Μπρεχτ , είμαι από τα Μαύρα Δάση.
Η μάνα μου στις πολιτείες με κουβάλησε
σαν ήμουν ακόμα στην κοιλιά της. Και των δασών η παγωνιά
μέσα μου θα ‘ναι ως το θάνατό μου.

Έχω το σπίτι μου στην πολιτεία της ασφάλτου
φορτωμένος από την αρχή μ’ όλα τα μυστήρια του θανάτου,
μ’ εφημερίδες, με καπνό και με ρακί.
Καχύποπτος και τεμπέλης κι ευχαριστημένος τελικά.

Φέρνομαι φιλικά στους ανθρώπους. Φορώ
καθώς το συνηθίζουν ένα σκληρό καπέλο.
Λέω: είναι ζώα που μυρίζουν τελείως ιδιόμορφα
και λέω πάλι:δε βαριέσαι έχω κι εγώ την ίδια μυρουδιά.

Στις άδειες κουνιστές πολυθρόνες μου καθίζω
το πρωί κάτι γυναίκες καμιά φορά
τις κοιτάω ξένοιαστα και λέω:
Καθόλου μην ποντάρετε σ’ αυτόν που τώρα σας κοιτά.

Κοντά το βράδυ μαζεύω γύρω μου τα παιδιά
λέμε ο ένας τον άλλον «τζέντλεμαν»
ακουμπάνε στο τραπέζι μου τα πόδια
και λένε: Θα δούμε μέρες πιο καλές. Κι εγώ πότε δε ρωτώ.

Το πρωί στο γκρίζο χάραμα κατουράνε τα έλατα
και τα ζωύφιά τους, τα πουλιά αρχίζουν να φωνάζουν.
Κείνη την ώρα αδειάζω το ποτήρι μου στην πόλη,
πετάω τ’ αποτσίγαρό μου κι ανήσυχος κοιμάμαι.

Καθόμασταν μια ελαφρόμυαλη γενιά
σε σπίτια που λογίζονταν αγκρέμιστα
(έτσι χτίσαμε τα μακριά σπίτια της νήσου Μανχάταν
και τις λεπτές κεραίες που στηρίζουν τον Ατλαντικό.)

Απ’ αυτές τις πολιτείες θ’ απομείνει
εκείνος που διάβηκε από μέσα τους: ο άνεμος!
Δίνει χαρά το σπίτι σ’ αυτόν που τρώει:τ’ αδειάζει.
Ξέρουμε ότι είμαστε περαστικοί
κι ότι μετά από μας τίποτα αξιόλογο δε θα ‘ρθει.

Ελπίζω στους σεισμούς που μέλλονται να ‘ρθουν,
να μην αφήσω τη Βιρτζίνιά μου απ’ την πίκρα να μου σβήσει.
Εγώ ο Μπέρτολτ Μπρεχτ από τα Μαύρα Δάση,
ξερασμένος στις πολιτείες της ασφάλτου, μέσα στη μάνα μου,
σε πρώιμη εποχή!





ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ (1898-1956)
Μια από τις κορυφαίες φυσιογνωμίες των γραμμάτων του 20ου αιώνα. Διακρίθηκε ως ποιητής, σκηνοθέτης και κυρίως θεατρικός συγγραφέας.Μια από τις κορυφαίες φυσιογνωμίες των γραμμάτων του 20ου αιώνα. Διακρίθηκε ως ποιητής, σκηνοθέτης και κυρίως θεατρικός συγγραφέας.
Το συγγραφικό του έργο διαπνέεται από την καταγγελία της αδικίας και του μιλιταρισμού της εποχής του και εμπνέεται από τη μαρξιστική κοσμοθεωρία.
Τα θεατρικά «Η όπερα της πεντάρας», «Μάνα κουράγιο», «Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν», «Ο κύκλος με την κιμωλία», θεωρούνται σήμερα κλασικά, μνημεία του πολιτισμού της ανθρωπότητας!
Από τα ποιήματά του ξεχωρίζουν ως αντιπροσωπευτικά δείγματα της προσήλωσης του δημιουργού τους στον διαλεκτικό υλισμό και τον επιστημονικό σοσιαλισμό τα «Άκουσα πως τίποτα δεν θέλετε να μάθετε», «Να καταπολεμάτε το πρωτόγονο», «Γερμανικό εγχειρίδιο πολέμου», «Εγκώμιο στη διαλεκτική», «Εγκώμιο στον κομμουνισμό», «Ποτέ δεν σε είχα αγαπήσει τόσο πολύ» και εκατοντάδες άλλα.
Σταθμοί στη ζωή του Μπρεχτ ήταν οι σπουδές του στην Ιατρική Σχολή του Μονάχου, η φοίτησή του στη Μαρξιστική Εργατική Σχολή, ο ξεσηκωμός των Γερμανών εργατών στην οικονομική κρίση του 1920, η Δημοκρατία της Βαϊμάρης και οι γνωριμίες του με τον μεγάλο συνθέτη Κουρτ Βάιλ (εκείνος έγραψε τη μουσική στην «Όπερα της Πεντάρας», που στηλίτευε την αστική τάξη του Βερολίνου και έβγαλε το μιούζικαλ στις λαϊκές γειτονιές) και με τη δεύτερη γυναίκα του Έλεν Βέιγκελ, η οποία τον ακολούθησε παντού. Ο Μπρεχτ αυτοεξορίστηκε μετά την άνοδο του Χίτλερ.
Πήγε και στις ΗΠΑ, όπου έζησε αρκετά, μέχρι να υποστεί τις διώξεις από το μακαρθικό καθεστώς. Μετά τον πόλεμο εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο της Γερμανικής Λαϊκής Δημοκρατίας, όπου και πέθανε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου